Για το Λογοτεχνικό Σάββατο της Βερόνικας Μαρσά.
Άρπαξε απο τον καμβά τα χρώματα του ζωγράφου και τα σκόρπισε ολόγυρα έτσι σαν να ράντιζε με άγιο μύρο το πλήθος...
Μα αλλιώτικος δείχνει σήμερα απο κει πάνω, απο τον ψηλό τον βράχο.
Αυλακωμένο δειλινό με άφωνες αστραπές, έκανε το σάλτο του και κείνη έμεινε να το αγναντεύει με απορία...
Ενα αεράκι ένοχο για τα κατοπινά που προμηνύονταν, σήκωσε την άκρη του χιτώνα της και έσπρωξε βίαια όσες ασύμμετρες μπούκλες ξέφυγαν την τελευταία στιγμή απο την σφιχτή πλέξη της κοτσίδας της.
Σύμφωνα με το εορτολόγιο ήταν η ημέρα των Πέτρου και Παύλου των μεγαλομαρτύρων.
Στην αρχή ενός καυτού Καλοκαιριού, κι'όμως οι πρώτες στάλες εδώ και κει έκαναν την εμφάνισή τους αφήνοντας ίχνη στο χώμα.
΄Επεσαν βαρειές κι'απάνω στο ολόλευκο μάγουλό της.
Η ατμόσφαιρα ξαφνικά άρχιζε ν'ανταριάζει για τα καλά μα όλα συνέχιζαν τον ρυθμό τους λες και κανείς άλλος εκτός απο κείνη δεν καταλάβαινε την καταιγίδα που ερχόταν... ούτε ακόμα κι'αυτός ο νάρκισσος ήλιος τους!
------
Δυο μάτια γερακίσια ήρθαν και στάθηκαν πάνω απο την θωριά της.
Γεράκι εδώ πάνω? Αναρωτήθηκε ..."Κανένα πουλί δεν σιμώνει αιώνες τώρα στον ιερό μου βράχο"
Τι ζητά το περήφανο Γεράκι εδώ πάνω μονολόγησε.
Μα το Γεράκι άκουσε τον συλλογισμό της και χτύπησε δυνατά τα πελώρια γκρίζα φτερά του, καλώντας την μ'ένα μυστικό τρόπο για μια βόλτα μαζί του.
Η Καλοκαιρινή μπόρα είχε πεισμώσει και το νερό δυνατό έπαιρνε ότι συναντούσε μπροστά του.
Δίστασε για αυτή την πτήση με τέτοια άγρια θεομηνία που ξεσπούσε κατακαλόκαιρο, μα το δυνατό χτύπημα των γερακίσιων φτερών της έδωσαν κουράγιο.
Σήκωσε το δεξί της χέρι και έπιασε την πρώτη φτερούγα ,με μια δεύτερη αέρινη θαρρείς κίνηση, ανασήκωσε το πόδι κάτω απο τον πολύπτυχο χιτώνα και ώπ κάθησε ήρεμα στο πλάτη του πουλιού.
Το ταξίδι άρχισε καθώς η μπόρα δυνάμωνε και γινόταν ένα με το κακό!
Πάνω απο τα σπίτια της πόλης, πάνω απο κεραίες και ηλιακούς το κορίτσι με τον χιτώνα έβλεπε απο πάνω τον κόσμο της ενώ η βροχή την μούσκευε ως το κόκκαλο.
Εκείνες οι οργισμένες αστραπές ακόμα και οι μακρινότερες την άγγιζαν μέχρι τα μέσα της ψυχής ΄της.
"Δεν έχω γλυτωμό" σκέφτηκε "μόνο από θαύμα!" Και τότε κοίταξε κάτω και είδε κόσμο απελπισμένο να τους παίρνει το ρεύμα του ποταμού που είχε δημιουργηθεί μέσα σε λίγα λεπτά και όλο φούσκωνε και φούσκωνε απειλητικά.
Είδε ανθρώπους πιασμένους χέρι-χέρι να πηδούν απο ταράτσες και μπαλκόνια, είδε νέους με μια ένεση στο χέρι να τρέχουν να γλιτώσουν την τελευταία στιγμή απο την απειλή του βέβαιου θανάτου, είδε ανήμπορους να αφήνονται στο έλεος της μανίας της φύσης, είδε καραβάνια ανθρώπων να φεύγουν για άλλους τόπους με την ελπίδα να γλιτώσουν, είδε τον πόνο και την απελπισία, είδε μίσος και απληστία, είδε την προδοσία ζωγραφισμένη στα μάτια τους και έβγαλε φωνή μεγάλη προς τους ουράνιους Θεούς της εκλιπαρώντας: "Aς έχουν κάποτε τελειωμό τα πάθια και οι καυμοί του κόσμου...!"
Της απάντησε μια καινούργια αστραπή, πιο δυνατή απ'όλες τις άλλες μαζί, ασύλληπτη σε ένταση κάπου πιο πέρα, και μια στριγγλιά που έσκισε τους αιθέρες!
΄Εκλεισε τα μάτια και έσκυψε στην ράχη του πουλιού που συνέχιζε να πετά τώρα πάνω από ψηλά βουνά, κάμπους και δέντρα.
Μετά το κάθε τι βουβάθηκε μέσα στον ορυμαγδό απο βροντές που ακολούθησαν.
Το γεράκι δεν σταμάτησε στιγμή, δεν έκοψε την ταχύτητα της πτήσης του, μόνο τώρα χαμήλωσε τόσο όσο τα ακροδάχτυλα των κρεμασμένων ποδιών της άρχισαν ν'ακουμπούν τις κορυφές των δέντρων.
Αν κάποιος σήκωνε το βλέμμα του, θα νόμιζε πως έβλεπε το κορίτσι ότι περπατούσε πάνω απο τις κορυφές των δέντρων.
Οι βροντές πήραν να λιγοστεύουν μέχρι που η βροχή σταμάτησε εντελώς
Αναθάρρησε και έριξε πάλι κάτω την ματιά της να δει τι απέμεινε...
"΄Ελα μη φέρνεις την καταστροφή" άκουσε μια φωνή σιμά της," μπόρα ήταν και πέρασε!"
Νάταν το γεράκι που είχε πάρει ανθρώπινη λαλιά και της μιλούσε, ή οι ξέπνοες κουβέντες από την παρέα τριών αγροτών που προσπαθούσαν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα απο το βιος τους?
"Εγώ προσωπικά νιώθω ξελαφρωμένος ..."συνέχισε η φωνή ΄"όπως μετά από καβγά νιώθω ήσυχος έτσι και τώρα...πάντα οι μπόρες με ξελαφρώνουν!"
Τώρα σιγουρεύτηκε πως άκουγε την κουβέντα των ανδρών, που μάταια πάσχιζαν να βρουν μιαν άκρη για να περισώσουν,σ' ότι είχε μισογλιτώσει απο την αναπάντεχη θεομηνία.
Η αγωνία ήρθε και θρόνιασε τώρα στην ψυχή της σκύβοντας περισσότερο για να βρει κι'άλλους διασωθέντες.
Εσκυβε κι'εσκυβε και έψαχνε να δει να διακρίνει την "ζωή" να παίρνει και πάλι τον δρόμο της
Όλα γύρω ήταν τόσο κορεσμένα απο την βροχή όλα ανέδιδαν την υγρασία της, η ίδια η ατμόσφαιρα μετά απο τόσο νερό που εγκλωβίστηκε σε λιμνούλες στο έδαφος ανάμεσα απο πέτρες και κλαράκια.
Για μια στιγμή νόμισε πως δεν ήταν νερό αλλά αδικοχαμένο αίμα!
Μα να πάνω σ'εκείνο το φυλλαράκι είδε το πρώτο σαλιγκάρι να βγαίνει και να στεγνώνει στις ακτίνες ενός καινούργιου ήλιου που ήρθε και θρόνιασε αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος σ'όλη αυτή την κοσμοχαλασιά.
Κι'άλλο σαλιγκάρι, κι'άλλο , κι'αλλο έδειχνε με το δάχτυλο και χαιρόταν σαν μικρό παιδί.
Γέμισε η ρεματιά σαλιγκάρια που πήραν τον ανήφορο το ένα πίσω απο τ'άλλο.
"Θα πέσω , θέλω να πέσω κι'εγώ να πάρω τον ανήφορο να γίνω ένα με τα σαλιγκάρια του τόπου μου" μονολόγησε το κορίτσι και το έπιασε μια νοσταλγία να μυρίσει απο κοντά το βρεγμένο χώμα, να κυλιστεί πάνω σ'αυτό, χωρίς να νοιάζεται αν θα λερώσει το λευκό της χιτώνα.
Και έγειρε έτοιμη να εγκαταλείψει τις φτερούγες που την κρατούσαν ψηλά, αποφασισμένη γι'όλα!
-------
Ο διαπεραστικός ήχος ενός ηλεκτρονικού ξυπνητηριού επανέφεραν όλες τις αισθήσεις μου στην πραγματικότητα.
19.36 έδειχνε η μικρή οθόνη του, με πήρε και πάλι ο ύπνος παραπάνω....
Τελευταίως τα καλοκαιρινά όνειρα του μεσημεριού δεν έχουν τελειωμό!