bilsot - AMATEUR PHOTOGRAPHER - ...Λείπει μια Καρυάτιδα! Μα εμείς θα την φέρουμε πίσω!

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΣΧΑ!

                 
ΜΕ ΜΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ....

   Φίλοι μου,
θα σας αποχαιρετίσω  για τις επόμενες γιορτινές μέρες,  μ' ένα στίχο του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά απο το ποίημα Λαμπρή:

 «Στο στόμα ως έχουν το φιλί του Πάσχα, 
όλοι, μεγάλοι, μικροί
δείξε φιλί αναστάσιμο και στην Ελλάδα πάλι, 
Λαμπρή,
πρόσταξε του όκνου οι δαίμονες να πέσουν και του μίσους νεκροί,
στήσε μας της θυσίας βωμούς και της Αγάπης Κροίσους, 
Λαμπρή,
από λατρείες παλιές και νέες άναψε Υμέναιον ένα, 
Λαμπρή,
για μιαν απίστευτη στο θάμα των Ελλήνων γέννα, μπορεί...»

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ  Σ'ΟΛΟΥΣ!!!

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Οne Love Reggae Ideas Festival


Reggae festival, είχαμε την  Τετάρτη  24 του Μάρτη στον Βοτανικό!



Οι φίλοι της ρέγκε μουσικής απόλαυσαν για 5 ώρες: Leroy Wallace "Horsemouth" , The Congos, Max Romeo, Lee "Scratch" Perry‏.







Παρών και ο Έλληνας Θόδωρος Μπαφαλούκος, σκηνοθέτης της μοναδικής ταινίας ρέγκε που έχει γυριστεί, το 1978 με τίτλο: "Rockers"







Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ (η συνέχεια και το τέλος Νο 4)

(Μάρτης -Μάης 1827)
ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Μόλις έφτασε ο Καραισκάκης απο το Δίστομο στην Ελευσίνα, μηνάει στον Βάσσο και στον Παναγιώτη Νοταρά που βρίσκονταν στα Μέγαρα με τα νικημένα στο Καματερό ασκέρια, νάρθουν και να σμίξουν μαζί του. Όταν το τέλειωσε αυτό, μπαίνει σε καίκι και τραβάει να δει το πόστο της Καστέλλας. Φτάνει και τον υποδέχονται όλοι με χαρές!
Ο Καραισκάκης κατάλαβε πως μονάχα αν διώχνανε τους Τούρκους απο τον Πειραιά, μπορούσε να γίνει κάτι το σημαντικό.Φεύγοντας απο την Καστέλλα, βγαίνει στο Κερατσίνι και παρατηρεί καλά κάτω απο την μύτη των Τούρκων. Έπειτα περνά στην Σαλαμίνα. Πρόσταξε όλα τα καίκια να φύγουν απο την Σαλαμίνα και να μαζευτούν στην Ελευσίνα και κανένα δίχως την άδειά του να μην έχει το λεύτερο να βολτετζάρει στο Σαρωνικό. Τα κανόνισε όλα τούτα και επιστρέφει στο στρατόπεδο της Ελευσίνας. Το στρατόπεδο του Καραισκάκη διέφερε απο άλλα ελληνικά, είχε μεγαλοπρεπείς σκηνές(απ'αυτές που παράτησε φεύγοντας ο Ομέρ πασάς). Κάθε αυγή τραβούσαν στην σκηνή του οι καπεταναίοι για να πάρουν οδηγίες του.Έξω απο την σκηνή του φύλαγε με το καριοφιλάκι στον ώμο η Μαριώ, που τους κέρναγε ένα φλυτζανάκι καφέ.
Ένα πρωί σηκώνεται και βλέπει να τριγυρνά, δίχως άρματα και να χαζεύει, τον Λομβέρδο
.-Έλα εδώ! του φωνάζει.-Τι είσαι εσύ; τον ρωτά
.-Άνθρωπος, του απαντά.
-Και τι θες εδώ;
-Ήρθα να σεργιανίσω. Μα ο Λομβέρδος δε λογάριασε καλά-κάτι τέτοια δεν τα σήκωνε ο Καραισκάκης.
-Και τι το πήρες ωρέ, τ'ορδί, για καφενέ να σεργιανάς; Άιντε τράβα να μη βάλω τα παλληκάρια να σε διώξουν με τα λιθάρια. Κάτι πάει να μουρμουρίσει ο Λομβέρδος μ'ανάβει πιότερο ο Καραισκάκης.
- Πετάξτε τον με μιας όξω απο το ορδί! φωνάζει. Εγώ στ'ασκέρι μου αργούς ανθρώπους να γκεζερούν δεν τους θέλω. Αυτοί χαλάνε τα παλληκάρια και τα ορδιά. Είναι κιοτήδες! Έρχουνται όχι για να γκαρδιώσουν τ'ασκέρι μα να σπείρουν φόβο! Κανένας σας να μην τους σιμώνει, γιατί έχουνε ψώρα!...είπε κι'άλλα, μαζί και αστεία. Όσο οξύθυμος ήταν τόσο γρήγορα έλειωνε ο θυμός του και τότες περιγελούσε την αιτία που τον έκαμε να εξαφτεί.
Μέτρησε ακριβώς την δύναμή του. 3.500 είχε το ασκέρι του.
ΤΙ ΚΟΙΜΟΣΑΣΤΕ ΚΕΡΑΤΑΔΕΣ;
Ένα θαμποχάραμα καβαλάει το άλογό του και παίρνει μαζί του έναν πολεμιστή του Μεσολογγιού τον κυρ-Μπαμπά και τράβηξαν κατά τον κάμπο. Πέρασαν πίσω απο τούρκικα πόστα και παρατηρούσε προσεχτικά όλα τα μέρη να τα ξέρει αν η περίσταση το καλούσε. Κάποια στιγμή σιμώνουν  ένα τούρκικο ταμπούρι και βλέπουν μέσα σ'αυτό τυς Τούρκους να κοιμούνται.Τραβάει τότες ο Καραισκάκης την πιστόλα του ρίχνει μία στον αέρα και φωνάζει: -Tι κοιμόσαστε, κερατάδες; Μα ώσπου να ξυπνήσουν οι Τούρκοι και να καταλάβουν τι έτρεξε δεν πρόλαβαν να δουν, μοναχά δυο καβαλάρηδες να χάνονται στο βάθος.....
-Ετοιμαστείτε ωρέ Ελληνες και έρχουνται οι Τούρκοι. Ήταν ο Κιουταχής που έφτανε μέ τρακόσιους καβαλαραίους και ίσαμε οκτακόσιους πεζούς, Αρβανίτες και Χαλδούπηδες, να δει ποιοι ήσαν και πόσοι ήταν αυτοί που πιάσανε την νύχτα εκείνο το πόστο.
-Απάνω τους παιδιά,φωνάζει και τους φάγαμε τους μουρντάρηδες! Χυμάνε σαν σίφουνας με γυμνωμένα σπαθιά και τις πάλες. Δειλιάζουν οι ντελήδες. Τους παίρνουν στο κατόπι οι δικοί μας και τους ξεμπροστιάζουν.....απόμειναν νικητές οι Ελληνες. Ο Καραισκάκης ευχαριστήθηκε γιατί τούτος ο πρώτος πόλεμος γκάρδιωσε τ'ασκέρι του, ήξερε πως αυτά ο Κιουταχής τα λογάριαζε για παιχνίδια και πως την άλλη μέρα θάκανε το πραγματικό του κίνημα...

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ
Έπειτα απο τούτη την μάχη Τούρκοι και Έλληνες ταμπουρώθηκαν .Ανάμεσα στα δυο δικά μας  στρατόπεδα, τόνα στο Κερατσίνι του Καραισκάκη και τ'άλλο της Καστέλλας βρίσκονταν οι Τούρκοι στον Πειραιά. Οι  Έλληνες κοίταζαν πώς να σμίξουν κι οι Τούρκοι πώς να τους εμποδίσουν. Ήταν τόσο κοντά που άνοιγαν κουβέντες και πειράζονταν, βρίζονταν και πιάνανε κάποτε και πετροπόλεμο. Σ'ένα τέτοιo τράκο,κινδύνεψε ο Καραισκάκης και σκοτώθηκε ο ήρωας του Μεσολογγίου Παναγιώτης Σωτηρόπουλος. Οι κλεισμένοι στην Ακρόπολη και ξέχωρα ο Φαβιέρος που δεν έβλεπε την ώρα πότε θάβγαινε απο το μπλοκαρισμένο κάστρο, στέλνουν μήνυμα πως τάχα δεν έχουν τροφές και οι απόξω να κάνουν ότι έπρεπε για να τους λευτερώσουν. Ο Καραισκάκης όμως αυτά τάκουγε βερεσέ, γνώριζε πως δεν ήταν αλήθεια, και ήθελε να κρατήσει τον Κιουταχή σ'αυτήν την δύσκολη θέση. Οι κακοί όμως δαίμονες της πατρίδας μας οι ξένοι και οι ντόπιοι πράκτορές τους, σκάβανε κιόλας το λάκκο όπου μέσα σ'αυτόν θάπεφτε ο ήρωάς μας! Ναι τότε ολόκληρη Ελλάδα, που ο λαός της πολέμαγε 6 ολόκληρα χρόνια ενάντια σε μια αυτοκρατορία, που την βοηθούσαν μ΄όλους τους τρόπους τόσες ξένες δυνάμεις, είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω στον γύφτο, τον μούλο, περιμένοντας απ'αυτόν την σωτηρία  της. Κι η σωτηρία θα'ρχόταν κι η Ελλάδα θα νικούσε και θ'αποχτούσε τη λευτεριά της με τα ίδια της τα όπλα αν.....
ΚΟΧΡΑΝ
Ποιός ήταν αυτός ο Thomas Cochrane earl of Dundonald, που θάσωζε την Ελλάδα με τα στρατηγήματά του και πυροτεχνήματα τα θαλασσινά που χρίστηκε αρχιναύαρχος απο την Συνέλευση της Τροιζήνας στις 2  του Απρίλη; Ένας ευγενής λόρδος που λάτρεψε το χρήμα, που για να το αποκτήσει ήταν έτοιμος να πουληθεί και στον διάολο. Στους ναπολεόντιους πολέμους , κυβερνήτης σε κουρσάρικο καράβι του εγγλέζικου στόλου, που αφού τσέπωσε παραδάκι τόριξε στην πολιτική.  Οργάνωσε με τυχοδιώκτες χρηματιστηριακά κόλπα, που τανακάλυψαν, του ξήλωσαν τα γαλόνια, τον έριξαν φυλακή. Μετά βρέθηκε διεθνής μισθοφόρος, τα θαλάσσωσε και ξαναγύρισε για κακή μας τύχη στην Αγγλία το 1825 την εποχή που πήραμε το δεύτερο δάνειο. Ο ιδεολόγος λόρδος μυρίστηκε πως τούτη η δουλειά είχε ψωμί και γίνηκε με μιας φλογερός φιλέλλην.Τα ταιριάζει λοιπόν με τον μεσίτη του δανείου και κλείνει συμφωνία να υπηρετήσει την επαναστατημένη Ελλάδα αντί 57.000 λίρες, βάζει κι'άλλες 123.000 λίρες στο χέρι για αγορά ατμοκίνητων καραβιών και θάφευγε για την Ελλάδα. Οι μήνες όμως πέρναγαν το Μεσολόγγι έσβηνε απο την πείνα, κι'αυτός καλοπερνούσε στην Λόντρα και μετά έκανε κρουαζιέρα στην Μεσόγειο με ένα της εποχής γιοτ! Ήρθε με κάτι σκούνες που έγερναν, τελικώς, κατόπιν εορτής κι'αυτό γιατί τα ξυπόλητα παλληκάρια του Καραισκάκη είχαν σηκώσει πάλι τ'άρματα στην Ρούμελη κι'αυτό δεν σύμφερνε με κανένα τρόπο την Αγγλία, η Επανάσταση έπρεπε να περιοριστεί στον Μοριά. Κι αυτόν τον τυχοδιώκτη μισέλληνα τον παρουσίασαν σωτήρα στον δύσμοιρο λαό! Τίμησε αυτό τ'ανάξιο και ξενόδουλο κράτος τον ευγενέστατο λόρδο που μας ονόμαζε τους "μεγαλύτερους δειλούς απ'όσους συνάντησε ποτέ!"και την ημέρα του θανάτου του Καραισκάκη (τι τραγική σύμπτωση) μέσω της Γενικής Εφημερίδας της Ελλάδος έβαλαν τον σοφό δάσκαλο Φιλ.Μάγνη-ανάθεμα την κούτρα του-να υμνολογήσει μ'ενα ποίημα του τον λόρδο που εκείνος πια θάσωζε την Ελλάδα!!!
ΤΣΟΡΤΣ
Στους Εγγλέζους, δεν έφτανε που πήραν με τον Κόχραν στα χέρια τους τον στόλο μας. Για να δέσουν καλά τον γάιδαρό τους στην Ελλάδα, τους χρειάζονταν και η ξηρά, όμως φοβούνταν τον Κολοκοτρώνη και τον Καραισκάκη με τον καθάριο πατριωτισμό τους. Ξέρανε πως μόνο τούτοι οι δυο δεν θα δέχονταν ποτέ να γίνουν όργανά τους. Τοποθέτησαν λοιπόν και τον Τσόρτς αρχιστράτηγο, στέλνοντας στον Καραισκάκη μια έτοιμη αναφορά να κάνει στην Σεβαστή Εθνική Συνέλευση να διορίσει τον Τσόρτς αρχιστράτηγο και να δίνει απο πριν την υπόσχεση πως θα τον υπακούνε όλοι τυφλά. Ο αγνός ήρωάς μας,παρ'όλο που κοίταζε με φιλύποπτο μάτι τους ξένους, υπογράφει την αναφορά στις 2 του Μάρτη στο Κερατσίνι, για να μην φανεί πως χόλιασε γιατί του παίρνανε την αρχιστρατηγία. Και έτσι στις 3 του Απρίλη ορκίζεται ο Τσόρτς στην Συνέλευση της Τροιζήνας γενικός αρχηγός "πασών των κατά ξηράν δυνάμεων"
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
 ...ο Καραισκάκης ξεκαθάρισε στον Κόχραν πως δεν αλλάζει σχέδιο!
-Εμείς είμαστε έτοιμοι, του λέει, να βάλουμε σε πράξη το σκέδιο που σας έδωσε ο Περραιβός στον Πόρο και το δεχτήκατε και τάξατε να τ'ακολουθήσετε κι'όπου είναι το μόνο σωτήριο. Μ'αυτό ο Κιουτάγιας βρίσκεται χαμένος. Κλείστε του σεις τον κόρφο του Έβριπου και τ'άλλα αφήστε τα σε μας.
-Όπου εγώ άρχω, πάσα άλλη αρχή παύει! του αποκρίνεται ξερά και μεγαλόπρεπα ο Κόχραν.
-Τούτο έχω να πω, του λέει ο Καραισκάκης, είτε ν'αποφασίσετε να βάλουμε σε πράξη το σκέδιο το δικό μας, όπου σίγουρα μ'αυτό θα νικήσουμε, είτε αφήστε μας μόνους ν'αντιβγούμε στον οχτρό όπως εμείς ξέρουμε. Πετάγεται με μια θεατρική χειρονομία ο Κόχραν και του φωνάζει στα ελληνικά
-Εκ των κεράτων τον ταύρον!
-Ποιος του την έμαθε τούτη την φράση; o Mάσον ή ο Μαυροκορδάτος! ένα απ'αυτά τα δυο τσιράκια του όπωσδήποτε. Πείτε του πως δεν τα ξέρει καλά τα πράγματα. Τον μπγα(ταύρο) για να τον κάνουν ζάφτι δεν τον πιάνουν απο τα κέρατα, γιατί τρυπάει και σε πετάει κει πάνω...Τον πιάνουν απο τ'αρχίδιατ' με το συμπάθιο, και τότες παραλά και πέφτει κάτου!
-Χρωστάς ν'ακολουθάς ότι σου λέμε! φωνάζει ο Κόχραν
Κι ο αγράμματος γύφτος δίνει στον λόρδο τούτη δω την έξοχη απάντηση:
-Εγώ σέβουμαι κι ακούω, μα το συμφέρο της Ελλάδας δεν το προδίδω!!!
Μια μέρα έρχεται ένας Φράγκος γιατρός να τον κοιτάξει γιατί πάλι αδυναμία ένιωθε ο καπετάνιος.
-Οι δυνάμεις σου, στρατηγέ, πέσανε πολύ του λέει εξετάζοντάς τον.
Τινάζει τότες τα σκεπάσματα ο Καραισκάκης και ο γιατρός μένει ξερός, βλέποντάς τον αλλαφιασμένο.
-Ο πούτζος μου έπεσε ωρέ! κι'όχι οι δυνάμεις μου! και βγαίνει έξω στο στρατόπεδο να ελέγξει...βλέπει έναν Ευρωπαίο αξιωματικό να κάνει χαρακώματα, εκείνος όμως ήξερε τα κλειστά ταμπούρια που ακόμα κι'αν οι κιοτήδες θέλανε να το σκάσουν δεν μπορούσαν.
-Τι είναι αυτά που φτιάνεις; τονε ρωτά
-Χαράκωμα
-Μπα! και γιατί το κάνες έτσι;
- Αυτό εδώ το μέρος του ξηγάει με μεγάλη σοβαρότητα είναι το πρανές, τούτο είναι το προπέτασμα εκεί είναι η βάσις, έτσι μας διδάσκουν εμάς τα βιβλία μας στρατηγέ!
-Ολα καλά μα πού είναι οι κώλοι; τον ρωτά χτυπώντας τα πισινά του;
Ο Ευρωπαίος τάχασε.-Ναι ωρέ παιδί μου του ξαναλέει πού ναι οι κώλοι που θα καθήσουν στο ταμπούρι σου και θα βαστάξουν, ειδέ όσα σχέδια θέλεις κάνω κι'εγώ!

Η ΝΙΚΗ
Την αυγή 13 Απρίλη κινάει ο Κόχραν με την φρεγάδα" Έλλάς" και τ'άλλα καράβια να μπει στο λιμάνι. Ο Καραισκάκης σύναξε στο Κερατσίνι τ'ασκέρι που περίσσευε απο τα ταμπούρια και παραγγέλνει στους δικούς μας στην Καστέλλα νάναι έτοιμοι να χτυπήσουν!.... ο Καραισκάκης και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης χυμάνε και παίρνουν το Παλιόκαστρο, χυμάει και ο Βάσσος και τα στρατόπεδα σμίξανε. Οι μόνοι που δεν πρόλαβαν να φύγουν ήταν οι Τούρκοι του Αη Σπυρίδωνα που βρέθηκαν απο παντού μπλογκαρισμένοι. Νά κι έρχονται και οι Σουλιώτες με 450 νοματαίους απο τα Μέγαρα. Όλοι  τους με μιας ξεχάσανε την πείνα τους, την γύμνια τους και τρέχουν χαρούμενοι να ανταμωθούν και να διαλύσουν τον οχτρό! Εκείνη την ημέρα ο Καραισκάκης γνώρισε την τελευταία μεγάλη ώρα της ζωής του! Το βράδυ ξομολογήθηκε ανοίγοντας την καρδιά του στον Νοταρά και στον Κλίμακα. Για μια στιγμή ωσάν νάβγαζε όλο το κακό προαίσθημα πούχε  εκείνη την βραδυά είπε:
-Ήθελα να πέθαινα κι ο ήσκιος μου να σταθεί σ'εκείνο το ψηλό μέρος για να ιδώ αυτούς όλους που θα πέσουν στην θάλασσα άμα λείψω...

Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΩΡΑ
Μόλις μισόκλεισε ο Καραισκάκης τα μάτια του, ακούστηκαν να πέφτουνε ντουφέκια. Απόρησε γιατί είχε προστάξει απο το πρωί να μη δώσουνε την παραμικρή αφορμή οι δικοί μας στους οχτρούς, μια και το ίδιο βράδυ θα γινόταν το γενικό κίνημα!
-Τι τρέχει ωρέ! χτυπιούνται στο Βοιδολίβαδο, φέρε τ'άλογο! προστάζει και φεύγει στυλώνοντας το κορμί του, αφήνει τελευταία παραγγελία φωνάξτε την καβαλαρία του Χατζημιχάλη να μ'ακολουθήσει.
 Καλπάζει και φεύγει προς τη δόξα και τον θάνατο!
Τι είχε συμβεί, ο Κόχραν μέθυσε τους νησιώτες και κάποιους μισθοφόρους Κρητικούς πούχε μαζί του στα ταμπούρια του και τους άφησε να πάνε σε ένα κοντινό τούρκικο ταμπούρι να τους προκαλέσουν. Έτσι κι'εγινε το γλέντι άναψε με μπαταριές, βλέπει απο το πόστο του που ήταν λίγο παρακάτω, ο Νικηταράς τον κίνδυνο, ανεμίζει το μπαιράκι του και κατεβαίνει με τον νταιφά του και κορώνει ο πόλεμος.
Μπροστά σ'αυτόν τον χαλασμό ο Καραισκάκης στην μέση της καβαλλαρίας προσπαθεί να σώσει τους αφύλακτους μεθυσμένους και ενώ είχε καταφέρει να ηρεμήσει τα πράγματα ξαφνικά να και τρώει ένα βόλι στο βουβώνα απο τα πλάγια κι ομπρός απο τ'αριστερά προς τα δεξιά κι'απο πάνω προς τα κάτω. Πέφτει απ' το άλογο και τρέχουν να τον συντρέξουν.-Δεν είναι τίποτα τους φωνάζει μ'όση δύναμη του απομένει και ξανακαβαλικεύει. Με την παλάμη του κρατά την λαβωματιά, μα δεν αντέχει άλλο. Τον πάνε στην γολέτα Σπαρτιάτης να τον κοιτάξουν οι γιατροί, μα αυτός ξέρει και δυο χοντρά δάκρυα κυλάνε στο σκελετωμένο του πρόσωπο.
Τον κατεβάζουν στ'αμπάρια στρώνουν ένα τσούλι καταγής και τον ξαπλώνουν. Βλέπουν οι γιατροί την πληγή του και δηλώνουν πως δεν έχει γιατρειά στον Κόχραν, που πρώτος έτρεξε να τον ιδεί. Μόλις είδε την κατάσταση του Καραισκάκη καταχαρούμενος παίρνει τον Μαυροκορδάτο που εκείνη την στιγμή αριβάρισε και βγαίνουν στο Πασαλιμάνι, συνάζοντας όλους τους καπεταναίους για να τους αλλάξει το σκέδιο και να φύγουν σύμφωνα με το δικό του σχέδιο. Οι καπεταναίοι σαστίζουν, ο Γενναίος απορεί και του λέει:
 -Μα πως τώρα πούχομε τον αρχηγό μας του θανατά εσύ μας φωνάζεις ν'αλλάξουμε τα σχέδια μας;
 -E τότε παίρνω τα καράβια μου και φεύγω, εκβιάζει ο Κόχραν, παίρνει τον Μαυροκορδάτο και ανεβαίνει στην φρεγάτα του.
Πριν περάσουν 48 ώρες η επαναστατημένη Ελλάδα θα γνώριζε τη μεγαλύτερη καταστροφή έπειτα απο τόσους αγώνες...

ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ο Χατζηπέτρος και ο Γρίβας ανεβαίνουν στο καράβι απο μέρους όλων, να δούν για τελευταία φορά τον ετοιμοθάνατο.
-Ελάτε να σας φιλήσω,ωρέ! Γονάτισαν και φιληθήκανε
-Ξέρω τον αίτιο κι αν ζήσω παίρνουμε χάκι(εκδίκηση),ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσει τον πούτζο κι'αυτός! τι κέρδισε;
Σαν άκουσαν τον βαρύ τούτο λόγο απο τον αρχηγό τους, γυρεύουν επίμονα να τους πει ποιον υποπτευόταν πως τονε δολοφόνησε.
Μα κείνος σώπασε, γιατί δεν ήθελε εξ'αιτίας του να αιματοκυλιστεί η Ελλάδα πάλι.
"-Μην κλαίτε και μην απελπιζόσαστε, εγώ πήρα κι'άλλες πληγές και ξέρω μόνος μου ποια θάναι η θανατερή . Αν ίσαμε το βράδυ βγω στο αναγκαίο, είμαι καλά, αν δεν έβγω είμαι κακά και πεθαίνω.
 Όπως κι αν είναι εγώ πάγω στην Αίγινα, όπου ελπίζω να γιατρευτώ, αν όμως πεθάνω...σας παραγγέλνω σ'εσάς που σταθήκατε οι παντοτινοί σύντροφοί μου, να μένετε μονιασμένοι, γιατί έχετε με πολλούς οχτρούς να παλέψετε.Τίποτες δεν θα πάθετε αν σταθείτε αχώριστοι.Να βάλετε τα δυνατά σας να φυλάξετε τα πόστα σας και να λευτερώσετε την Αθήνα!
Όσο για μένα είτε ζήσω είτε πεθάνω το ίδιο κάνει, εκείνο μόνο που μ'αφήνει λύπη είναι πρώτα τα αδύναμα παιδιά μου-μα έχω όλη την πίστη πως θα τα συντρέξετε- κι έπειτα εσείς που δεν ξέρω αν θα βρείτε το δίκιο σας. Τώρα πάρτε χαρτί και γράψτε: το ντουφέκι μου και τα άτια μου να πάνε στο παιδί μου τον Σπύρο. 6000 γρόσια μου θέλει ο Νοταράς Ιωάννης να πάνε στην οικογένειά μου. 15000 γρόσια έχει ο Μήτρος του Σκυλοδήμου για τον Κασινίκα και λοιπούς, Δαγκλή και άλλους αξιωματικούς. Αυτό ήτανε όλο το βιός μου. Ήθελα νάχω όλο το έθνος εδώ μπροστά μου για να του πω το τι αξίζετε εσείς...μια επιθυμιά ακόμα έχω, αν πεθάνω σας ζητώ να με θάψετε σε μεγάλη εκκλησιά"(όχι σε ερημοκκλήσι και χαθούν τα λείψανά μου)
Σαν άκουσαν τα λόγια του ξέσπασαν σε δυνατά κλάματα όλοι τους!...
...Απόμεινε η Μαριώ δίπλα του, που σύμφωνα με την παράδοση, φώναξε έναν παπά και την πάντρεψε με κάποιο απο τα παλληκάρια του για να μην μείνει έρημη και απροστάτευτη!
Απο κείνη την ώρα βάρυνε και παραμιλούσε, μέχρι τις 3 τα μεσάνυχτα που άρχισε το χαροπάλεμα και στις 4 το πρωί 23 Απριλίου 1827, ανήμερα του Αη -Γιωργιού ξεψύχησε το μέγα τέκνο της Ελλάδας, ο Γεώργιος Καραισκάκης!

ΤΟΝ ΚΛΑΙΕΙ Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Όταν το θλιβερό μαντάτο έφτασε στη Συνέλευση της Τροιζήνας, ήταν σαν να χτύπησε αστροπελέκι. Ο ήρωας του Μοριά, ξεσπάει σε λυγμούς και μοιρολογάει για ώρες τον ήρωα της Ρούμελης, κλαίγοντας σαν γυναίκα.
-Ωρε Έλληνες ντουφεκάτε 3 φορές στην μνήμη του Καραισκάκη! φωνάζει  και οι αγωνιστές του αδειάζουν τα καριοφίλια τους στον αέρα και δάκρυα τρέχουν απο τα μάτια τους!
Οι καπεταναίοι κουβαλάνε στις πλάτες τους ένα άδειο νεκροσέντονο τυλιγμένο με μαύρο πανί και πάνω σ'αυτό ένα στεφάνι απο δάφνη. Πίσω ακολουθούν αρχιερείς, πολιτικοί, πολεμάρχες, αγωνιστές και λαός. Ο Σπυρίδωνας Τρικούπης εκφωνεί τον επιτάφιο λόγο.
Ποιό στέκει το συμπέρασμα; Ο Καραισκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα κι εμπνευστές  της σατανικής δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσόρτς κι ο Μαυροκορδάτος.
Ο μεγάλος ήρωας του '21 ήταν ο Λαός. Τον αγώνα τον πότισε με το αίμα του και το'θρεψε με τις θυσίες του. Έπειτα μονάχα απ'αυτούς έρχουνται οι Κολοκοτρώνηδες και οι Μακρυγιάννηδες, οι Νικηταράδες και οι Παπαφλέσσηδες κι οι Ανδρούτσοι και οι Διάκοι και οι Μπουμπουλίνες και Κανάρηδες οι Μιαούληδες και τόσοι άλλοι! ΚΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΥΣ  ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ, ο μπάσταρδος τούτος ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ!
 ΤΕΛΟΣ
(Τα παραπάνω αποσπάσματα και των τεσσάρων επεισοδίων του αφιερώματος, ήταν απο το Βιβλίο:ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ του Δ. ΦΩΤΙΑΔΗ (Εκδόσεις  Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ (συνέχεια Νο3)

(Mάης 1826-Φλεβάρης 1827)
ΤΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ;
Στις 16 του Μάη 1826, έφτασε η φρουρά του Μεσολογγίου στ'Ανάπλι. Βροντάνε τα κανόνια στην Μπεζιριάν, Τοπράκ και Κιζντάρ ντάπιες του Παλαμηδιού και παρακάτω του Ιτς-Καλέ, της Ακροναυπλίας, για να τη χαιρετήσουν κι ο λαός τρέχει απο παντού να δει και να καμαρώσει τα κοσμοξακουστά παλικάρια. Οι πολιτικάντες δεν άργησαν να κάνουν την δουλειά τους, βάζοντας λόγια ανάμεσά τους να τους διχάσουν κι έτσι πιο εύκολα να βρούν στήριγμα σ'αυτούς. Και δε στάθηκε δύσκολο να τα καταφέρουν γιατί ποτέ οι Σουλιώτες κι οι Ρουμελιώτες καπεταναίοι δεν τα πήγαιναν καλά.
 Σπάζουν λοιπόν την ένωση που είχαν κάνει και χωρίζονται στα δυο. Μια μέρα στις 8 του Ιούνη 1826, όταν στην κεντρική πλατεία τ'Αναπλιού ήταν πήχτρα ο κόσμος κι όλοι λέγανε πως απο ώρα σε ώρα θα ξέσπαγε καμιά αρπαγή ή εμφύλιος πόλεμος, ο δάσκαλος Γεννάδιος ανεβαίνει στο πεζούλι του περίφημου πλατάνου κι αρχίζει να μιλάει στον λαό και στους αγωνιστές. Τους προσκαλεί να πάνε να πολεμήσουν, για να λευτερωθεί η πατρίδα και να σώσουν απο τη σφαγή και την ατίμωση γυναίκες, παιδιά γονιούς αδερφάδες...μα δεν υπάρχουν χρήματα θα ειπήτε. Ας δώσει ο καθένας μας ότι ημπορεί και έχει. Ιδού πρώτος εγώ καταθέτω τις τελευταίες 4 λίρες που μου απόμειναν! Δεν έχω άλλον οβολόν, τον εαυτό μου έχω και τον πουλώ! Ποιος θέλει διδάσκαλον επι 4 έτη για τα παιδιά του; Aς καταβάλει εδώ το τίμημα!...τα λόγια του βρήκαν τον δρόμο προς την καρδιά του λαού και ρίχνουν μπροστά στα πόδια του Γεννάδιου άλλος χρήματα κι'άλλος ότι ακριβό είχε επάνω του. Ο Υψηλάντης δίνει όλα τα χρυσά και τ'ασημένια όπλα του. Μέσα σε λίγη μονάχα ώρα μαζεύτηκαν 150.000 γρόσια....  ο Γεννάδιος είχε μαζέψει τα παιδιά του σκολιού σε μια άκρη και τους φωνάζει: Παιδιά μου όποιος δεν εκστρατεύσει τι να γίνει;-Ανάθεμα! και το αθώο αίμα μας να πέσει στο κεφάλι του! Σαν άκουσαν οι αγωνιστές τούτη τη φωνή των παιδιών άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν: Εκστρατεύουμε, παιδιά μας, εκστρατεύουμε!
'Επειτα απο δυο μέρες στις 17 Ιούνη φτάνει στ'Ανάπλι ο Καραισκάκης. Αφού έμπασε δύναμη στο Παλαμήδι να τ'ασφαλίσει να μείνει στα χέρια των Καρελιτών, καταπιάνεται με θαυμαστή δραστηριότητα, κι ας ήταν βαριά άρρωστος, να φέρει σε τέλος το γενικό του σχέδιο. Αυτός δεν ήρθε στ'Ανάπλι για να γίνει αρχηγός ενός τοπικού κόμματος ούτε για ν'ανάψει καινούργιο εμφύλιο πόλεμο. Καταλαβαίνει πως φυλάγοντας τις πέτρες του Παλαμηδιού δε σώζεται η Ρούμελη. Για να μη μείνει όξω απο τυχόν συμβιβαστική συνθήκη που θάμενε ελεύθερος μόνο ο Μοριάς, πρέπει να κρατηθεί η Αθήνα και να ξαναπάρει τ'άρματα η Στερεά Ελλάδα. Ο κίνδυνος στέκεται τρανός για όλους! Λίγο ακόμα και η Επανάσταση σβήνει. Μονάχα αν τα ταιριάξουν κι ενωθούνε Ρουμελιώτες, Σουλιώτες, Μοραίτες υπάρχει ελπίδα. Στέλνει λοιπόν γραφή στον Κολοκοτρώνη. Μόλις πήρε ο Θοδωράκης το γράμμα του, φεύγει για το Άργος και του μηνά πως τον καρτερά....ξεκινά προς αντάμωσή του ο Καραισκάκης , ο Κίτσος Τζαβέλας κι άλλοι μικρότεροι καπετάνιοι....Βαριά αναστενάζει ο Γέρος του Μοριά και δάκρυα τρέχουν απο τα μάτια του.:"Eίμαστε για κλάμματα μπροστά στα τόσα δεινά της πατρίδας, πάμε ωρέ Καραισκάκη να κουβεντιάσουμε να τα σιάξουμε τα πράγματα!" και μπαίνουν σ'ένα άδειο τζαμί που ήταν παρακεί.-"Με συμβουλεύανε να φέρω τα ρουμελιώτικα ασκέρια, του ξομολογιέται ο Καραισκάκης, να πλιατσικολογήσουν τον Μοριά. Άν ακούσεις απο κανένα τίποτα, μη βάλεις βάση σε τέτοια κεραταριά. Μονάχα αν ενωθούμε σώνεται η πατρίδα!"-Το ξέρω, του απαντά ο Κολοκοτρώνης, εσύ κι άλλος κανείς μπορείς ν ασηκώσεις στ'άρματα τη Ρούμελη. Θα σου δώσω για τούτο το σκοπό τον Γενναίο μου, τον Νικηταρά και ....΄"τινάζονται πάνω ο Μοριάς κι η Ρούμελη, αγκαλιάζονται, φιλιούνται κι ορκίζονται να'ναι για πάντα ενωμένοι!
Τούτη η συνάντηση δεν καλοάρεσε ούτε στους πολιτικάντηδες μα ούτε και στον Θ. Γρίβα, που τάχε χαλασμένα με τον Γέρο απο τότες που παντρεύτηκε τη χήρα του γιου του Πάνου, κόρη της Μπουμπουλίνας. Έλεγε πως ο Γέρος κράτησε τα γιορτάνια, τις πέτρες τα δαχτυλίδια και τις γούνες πλιάτσικα που η Μπουμπουλίνα πήρε απο τις χανούμισσες της Τριπολιτσάς και τάδωσε προίκα στην θυγατέρα της. Οι Παλαμηδιώτες λοιπόν, οδηγημένοι απο τον Γρίβα δεν δέχονταν τούτη την συμφωνία που είχε σκοπό ν' ένώσει τ'Αρματα ενάντια στους πολιτικάντηδες και στους καλαμαράδες όπως έλεγε ο Λαός. Οταν γύρισε απο το Άργος στ'Ανάπλι ο Καραισκάκης βρίσκεται μπροστά σ'ένα άλλο κακό. είχε αρχίσει στην Κόρινθο εμφύλιος για το ποιος θ'αρπάξει τα εισοδήματα της σταφίδας και το ποιος απο τους Νοταραίους(Γιάννη-Παναγιώτη)θα'παιρνε γυναίκα την Σοφίτσα, την όμορφη κόρη του Θεοχαράκη Ρέντη....και μέσα σε τούτο το πέσιμο και το κατάντημα ένας χτικιάρης που πολλές φορές δεν μπορεί να σύρει και να σύρει απο την αδυναμία τα πόδια του, γυρεύει να τον κάνουν αρχιστράτηγο της προσκυνημένης Ρούμελης!-"Δώστε μου την αρχηγία, λέει σ'όλους και μη μου δώσετε τίποτα άλλο"! Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι και ακούγοντας ο Καραισκάκης απο το στόμα του Ζαίμη του παλιού του εχθρού απο τον δεύτερο εμφύλιο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλα!
Ζαίμης: Η πατρίδα γυρεύει σήμερα απο μας να μονοιάσουμε!
Καραισκάκης: Ναι το γυρεύει αδελφέ ! και ρίχνεται στην αγκαλιά του...οι παλαιοί καπεταναίοι τον λογάριζαν παρείσαχτο στην τάξη τους και τον λέγανε μούλο. Οι πολιτικάντηδες τον κυνήγαγαν για προδότη. Τώρα για πρώτη φορά παίρνει ένα χαρτί στο χέρι που στην πράξη σήμαινε πως αυτός έπρεπε να βγάλει μ'όποιον  τρόπο μπορούσε, τα κάστανα απο την φωτιά. Και όμως νιώθει απέραντη ικανοποίηση που του εμπιστεύονται να σώσει την πατρίδα που βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού...
Τρέχει πάνω-κάτω, για να ετοιμάσει την εκστρατεία στη Ρούμελη. Ο Κωλέττης του συσταίνει τον Παναγιώτη Σούτσο, ο Καραισκάκης ενθουσιάζεται, γιατί όλα τα παλληκάρια του '21 είχαν μεράκι να γραφτούν τα κατορθώματά τους, για να μπορούν να τ'ανιστορούν εκείνοι που θάρθουν. Του ζήτησε να τον ακολουθήσει,-έλα του λέει σιμά, πάω να λευτερώσω την Αθήνα, εγώ θα πολεμώ κι εσύ θα γράφεις!(κι ο Σούτσος κράτησε την υπόσχεσή του έπειτα απο 16 χρόνια απο κείνη την συνάντηση έγραψε ένα δράμα με τον τίτλο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ"
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ο Κιουταχής, σέρνοντας μαζί του 6000 πέζουρα, 2000 καβαλαρία και 20 κανόνια και λουμπάρδες, φτάνει στα τέλη του Ιούνη 1826, στην Αττική δίχως να βρεί αντίσταση απο κανέναν. Στις 3 Ιούλη στήνει το τσαντίρι του στα κάτω Πατήσια στην σημερινή στάση Λεβίδη, όπου κείνο τον καιρό είχε νερό και στέρνες. Απο τούτη την μέρα άρχισε το στενό μπλόκο της Αθήνας, που βάσταξε ίσαμε το Μάη του άλλου χρόνου. Στον Σέγγιο(έτσι έλεγαν τότε τον λόφο του Φιλοπάππου) έστησε τα κανόνια του και χτυπούσε την Ακρόπολη, κάνοντας μεγάλη ζημιά στ'αθάνατα μάρμαρα . Πολλές απο τις πληγές που βλέπεις τώρα, επισκέπτη της Ακρόπολης, στις κολόνες του Παρθενώνα και στ'άλλα μνημεία τότε έγιναν! Γκρεμίστηκε τότε  και το Ερεχθείο και υπήρξαν  μερικά θύματα (το θυμάμαι καλά  και εγώ ως Καρυάτιδα).
 Έτσι εκείνα τα κανόνια του Κιουταχή συμπλήρωσαν την καταστροφή του Βενετσιάνου Μοροζίνη και του Εγγλέζου Ελγίνου, κι ίσως να μην απόμενε σήμερα τίποτε πάνω στον Ιερό Βράχο, αν στις 12 του Ιούλη δεν έσωζε απο την καταστροφή τον Βράχο, ο λαγουμιτζής Κώστας Χορμοβίτης. Ο Κιουταχής έβαλε ξακουστούς λαγουμιτζήδες να ανοίξουν λαγούμια κάτω απο την Ακρόπολη να τάδενε γερά με μπαρούτι και μετά να τίναζε τον Βράχο ολάκερο. Μα ο Χορμοβίτης τους αχρήστεψε όλους και έφερε σ'απόγνωση τον Κιουταχή, που του υποσχόταν χρυσάφι όσο το βάρος του κορμιού του, αν γινόταν δικός του! Μα ο Κωσταντής δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή κάτι παρόμοιο και χάλασε τα σχέδια του Κιουταχή. Μα ποιος να κάτσει να στεναχωρηθεί μέναν ταπεινό, ωσάν αυτόν τον αγωνιστή; τόσο ταπεινό που η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια ούτε καν ξέρει πως πολέμησε στην Ακρόπολη, μα τονε φέρνει σκοτωμένο στο Μεσολόγγι! Φρούραρχος του καστρου ήταν ο Γκούρας με 300 νοματαίους. Έτσι άμα ο Κιουταχής έμαθε πως ο Καραισκάκης έφτασε στην Σαλαμίνα, βιάστηκε
με κάθε τρόπο να πάρει την πολιτεία.
Μόλις έφτασε ο Καραισκάκης στη Σαλαμίνα, τρέχουν ο Βάσσος και ο Κριεζώτης, καπεταναίοι της Στερεάς, όπου δεν είχαν πέσει σε "καπάκια" με τους Τούρκους, να τονε δούν ...το ίδιο βράδυ μαζεύονται οι αρχηγοί σε πολεμικό συμβούλιο, αποφασίζουν να πιάσουν τον Πειραιά, για νάχουν λεύτερη την θάλασσα πίσω τους, κι εκεί να ταμπουρωθούν.
Ο Φαβιέρος όμως δεν συμφωνεί μαζί τους.  Ο Καραισκάκης αναγκάζεται, μπροστά σε τούτη την στενοκεφαλιά του Φράγκου, να δώσει τόπο στην οργή για να μη σκορπίσει το στράτευμα, αν κι'έβλεπε πόσο επικίνδυνη ήταν η θέση του Χαιδαρίου. Στ'αναμεταξύ ο Φαβιέρος, δίχως διαταγή του αρχηγού στέλνει το α΄τάγμα με διοικητή τον Φραντσέζο Robert,να χτυπήσει την Τούρκικη καβαλλαρία.....το τάγμα απόμεινε την πιο κρίσιμη στιγμή δίχως κεφαλή και οι ντελήδες δεν χάνουν την ευκαρία και ρίχνουνται σαν σίφουνας σμπαραλιάζοντας τους δικούς μας! Ο Καραισκάκης βλέποντας πως αν απόμειναν δίχως βοήθεια θα χάνονταν όλοι, αποφασίζει να τρέξει ο ίδιος να τους γλιτώσει.-"Βαράτε μέσα στον σωρό σημαδεύοντας ψηλά!" φωνάζει καβαλάρης, τα παλληκάρια του. Όταν είδαν οι ντελήδες τούτη την ορμή και την απόφαση πισωδρομάνε....
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ-ΚΙΟΥΤΑΧΗ
 ...Το βράδυ που γύρισαν απο το Χαιδάρι στην Ελευσίνα, όλοι ξέπνοι απο την κούραση πέσαν να κοιμηθούν μα του Καραισκάκη οι έγνοιες δεν τον άφηναν ήσυχο. Τράβηξε ολομόναχος στην ακρογιαλιά κι άρχισε να βολτετζάρει στην αμμουδιά. Οταν καταλάγιασε η τρικυμία της ψυχής του αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει και τότε μέσα στην ησυχία της καλοκαιριάτικης νύχτα πήρε την σωτήρια σκέψη να φύγει απο την Αττική, όπου ξένοι και δικοί μας αντενεργούσαν στα σχέδιά του, και να τραβήξει στην προσκυνημένη Ρούμελη να την ξανασηκώσει στ'άρματα.
Την άλλη μέρα παίρνει πρόσκληση να πάει στην γαλλική ναυαρχίδα του Δεριγνί, που ήταν αραγμένη ανάμεσα στην Ψυτάλλεια(τότες Λιψοκουτάλα) και τ'Αμπελάκια. 
Τραβάει και μόλις βγήκαν στην κουπαστή της φρεγάτας βλέπουνε Τούρκους! Παραξενεύτεται και βάζοντας το χέρι στο σπαθί  λέει στον Χρηστίδη
-Ωρέ μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά ;
- Δεν το πιστεύω αρχηγέ του αποκρίνεται ο Χρηστίδης. Τους οδηγούν στο σαλόνι και νά! Θρονιασμένοι σιμά στο Δεριγνύ ο Κιουταχής και ο Ομέρ της Καρύστου. Ο Κιουταχής θησαυρούς τούδωσε για να τον προσκυνήσει... μα ο Καραισκάκης γύρισε στον Ρωμιό προδότη που είχε ο πασάς γραμματικό του:
-Bόλια έχω για τον Κιουταχή σου, βόλια μοναχά! Μερικοί είπανε πως τούτη την συνάντηση τη σκάρωσε ο Δεριγνύ για να δει το πώς θα φερθούν ο πασάς και ο επαναστάτης όταν ακαρτέρευτα θα συναπαντιόνταν. Στέκεται φανερό πως ο Κιουταχής γύρεψε απο τον Δεριγνύ να σμίξει πάνω στην φρεγάτα του με τον Καραισκάκη, θέλοντας να γνωρίσει απο κοντά τον πιο άξιο καπετάνιο των Γιουνάνηδων, με την κρυφή ίσως ελπίδα να τον πάρει μαζί του. Σύμφωνα με την παράδοση γίνηκε και τούτο πάνω στην φρεγάτα του Φράγκου. Όταν ο Καραισκάκης έσμιξε μαζί τους στην φρεγάτα, βρόντηξαν ξαφνικά σε χαιρετισμό τα κανόνια της ναυαρχίδας και ο ήρωάς μας ασυνήθιστος ανατινάχτηκε ξαφνιασμένος, Τότε ο Δεριγνύ τον ρώτησε πειραχτικά:
-Φοβήθηκες στρατηγέ; Δαγκάθηκε ο Καραισκάκης. Σε μια δυο μέρες βγήκε στην στεριά  ο Δεριγνύ να επισκεφθεί τον καπετάνιο.
 Αφού φάγανε και ήπιανε ζήτησε κλείνοντας το μάτι,  απο τον Ζαφείρη τον καφέ και το γιασεμί του. Τόφερε ο Ζαφείρης και κοντά έβαλε στα πόδια του στρατηγού ένα βαρέλι γεμάτο μπαρούτι, για να ανάψει τάχα το τσιμπούκι του! Οι ξένοι τρομαγμένοι, πετάχτηκαν επάνω και ο Γάλλος δεν ήξερε στα μάτια του άν έπρεπε να πιστέψει! Φωνή μεγάλη βάζει:
-"Τι κάνεις εκεί, θα μας κάψεις!!" Μέσα στα μάτια τότε τον κοίταξε ο Καραισκάκης και τούπε με χαμόγελο:
-"Φοβήθης, Αμιράλη;"
Όταν έπειτα απο την μάχη του Χαιδαρίου, γύρισαν οι Έλληνες στην Ελευσίνα, παίρνει ο Φαβιέρος το ταχτικό και περνάει στα'Αμπελάκια της Σαλαμίνας, λέγοντας πως αν μείνουν οι σολντάτοι του μαζί με τά άταχτα στίφη του Καραισκάκη θα χαλάσουν...ε όλα τούτα κάνανε να λυθεί η γλώσσα του Καραισκάκη και τι δεν του'συρε του Φαβιέρου,ζεβζέκη(ανόητο, ελαφρόμυαλο) τον ανέβαζε αχμάκη(οκνηρό αργόστροφο, κουτό) τον κατέβαζε.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΟΥΡΑ
35 ετών ήταν μοναχά ο Γκούρας, όταν το βόλι τον βρίσκει στο μηλίγγι κι έμεινε ξερός στον τόπο.Την θέση του την πήρε η γυναίκα του, η όμορφη Ασήμω! Η επιτροπή της Ακρόπολης το πρώτο πούκανε ήταν να γράψει στον Καραισκάκη την θλιβερή είδηση και τον προσκαλεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά να μπάσει καινούργια δύναμη στο κάστρο. Τα γράμματα απο φόβο να μην τα πιάσουν οι Τούρκοι τα στείλανε με μυστικό τρόπο, ο γραμματικός του Γκούρα ο Κωνσταντίνος Αθανασίου, που όπως είχε μανία να δίνει γνώμη για όλα και παράσταινε τον διπλωμάτη ο Καραισκάκης τούβγαλε το παρατσούκλι Μετερνίχο(απο τον Μέτερνιχ) Το γράμμα φτάνει στον καπετάνιο και βλέπει να του τόχει υπογράψει ο Γκούρας( είχε έτοιμες απο πριν, όλες  τις γραφές με την υπογραφή του Γκούρα, ο Αθανασίου).
 Ο Καραισκάκης, χωρατεύοντας λέει:  Πού τόξερα εγώ ο έρμος πως ο Μετερνίχος έμαθε τον Γκούρα τόσα γράμματα, που να γράφει και πεθαμένος!" 
Κατάλαβε πως πιότερο ακόμα κι απο πριν ήταν ανάγκη να' μπαινε δύναμη στο κάστρο με κεφαλή μπροστά.
Το κάστρο της Αθήνας κινδυνεύει, αν το πάρουν κι αυτό οι Τούρκοι είναι δικιά τους ολάκερη η Ρούμελη. Στέλνει λοιπόν τον Κριεζώτη με 400 νοματαίους στις 11 του Οκτώβρη, και σώζει το Κάστρο για την ώρα!
 Αφού σιγουρεύτηκε το κάστρο της Αθήνας, ο Καραισκάκης ετοιμάστηκε ν αφύγει απο την Αττική και να τραβήξει ψηλά στην Ρούμελη να την σηκώσει στ'άρματα....
ΤΟ ΒΡΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ
...Mια μέρα ο Καραισκάκης στέλνει ένα μαντατοφόρο να φωνάξει τον Βασίλη Μπούσγο, που τον είχε αφήσει στο Κακόσι, νάρθει προς βοήθεια. Ο μαντατοφόρος όμως φοβήθηκε να περάσει. Όταν το βράδυ ο Καραισκάκης έφτασε στην Ράχη βλέπει τον Μπούσγο να κάθεται αργός, νόμισε πως δείλιασε και γι'αυτό δεν έτρεξε στο μήνυμά του.
-Το βρακί της Κατερίνας! Φέρτε μου το βρακί της Κατερίνας! φωνάζει. Έσερνε μαζί του ένα γυναικείο παλιόβρακο, που ήταν γνωστό σ'όλο το ασκέρι με τ'όνομα "το βρακί της Κατερίνας", που το φόραγε στους φοβιτσιάρηδες.
-Για ποιον το θες καπετάνιε; τον ρωτάει ο Μπούσγος, που ήταν αληθινό παλληκάρι!
-Για σένα κιοτή! Σε φώναξα να τρέξεις στον πόλεμο και συ κάθεσαι εδώ χαζεύοντας!
 Ο Μπούσγος γίνεται θεριό, κάνει ένα βήμα πίσω και τραβάει πιστόλα.
-Στην άναψα κερατά! του λέει πότε ωρέ με φώναξες και δεν ήρθα;  Όταν κατάλαβε ο Καραισκάκης ότι το φταίξιμο δεν ήταν του Μπούσγα αλλά του μαντατοφόρου, πικράθηκε που τον πρόσβαλε άδικα και του ζήτησε συγχώρεση:
-Συμπάθε με ωρέ Μπούσγο που σε κατηγόρησα εγώ ο χαμένος! Έλα να φιληθούμε αδέλφι!...
ΑΡΑΧΩΒΑ
Δίχως το Μεσολόγγι η Επανάσταση θα συντριβόταν, το 1825.  Δίχως τις νίκες του Καραισκάκη στην Ρούμελη ο Κιουταχής θα βρισκόταν το Φθινόπωροτου 1826 στο Μοριά. Ποτέ νίκη δεν γιορτάστηκε τόσο στο '21 όσο η νίκη της Αράχωβας. Τα μίση ξεχάστηκαν για λίγο και οι τοπικισμοί παραμερίστηκαν. Οι αγωνιστές που μένανε αργοί φιλοτιμήθηκαν και γύρευαν να πολεμήσουν να δοξαστούν κι αυτοί. Ο γιος της καλογριάς, ο μούλος κι ο γύφτος όπως τον έλεγαν οι μικρόψυχοι άνθρωποι, είχε χαρίσει τον καιρό που χρειάζονταν η Επανάσταση, για να λευτερωθεί η πατρίδα. Όταν η είδηση έφτασε στην Αίγινα(πρωτεύουσα τότε) γίνηκε στις 28 Νοέμβρη πάνδημη δοξολογία! Οι καμπάνες χτύπαγαν χαρούμενα και ο λαός γιόρταζε την νίκη του Καραισκάκη στην Αράχωβα!
...έπειτα απο την νίλα των οχτρών στην Αράχωβα, ο Καραισκάκης στέλνει τον Δράκο στα Σάλωνα και τον Δυοβουνιώτη, Ρούκη και Περαραιβό στην Βελίτσα(Τιθορέα) Τον νταιφά του Κώστα Μπότσαρη τον στέλνει να ταμπουρωθεί στο Δίστομο, κλειδί για όλα εκείνα τα μέρη κι 'αυτός τραβά για την Yπάτη.  Το σχέδιό του είναι να στεναχωρήσει απ'όλες τις μεριές τους Τούρκους. Μα μια τρομερή νεροποντή ξεκίνησε και κόντεψε όλους να τους πνίξει. Τα παλληκάρια μέσα σ'αυτή την αντάρα άρχιζαν να βρίζουν τον αρχηγό τους που λάτρευαν, γυρεύοντας να ξεθυμάνουν
.- Το κέρατό του, λέγανε, θα μας φάει ούλους ο μούλος!
 Μα αυτός ο χτικιάρης όλο το βράδυ δεν κοίταξε πως να προφυλαχθεί παρά έτρεχε στο μπουλούκι του να το βοηθήσει στα ξύλα να ανάψουν φωτιά να στεγνώσουν και να ζεσταθούν, τους έλεγε αστεία, τους εμψύχωνε.  Την άλλη μέρα για να τους ξεκουράσει και να γιατροπορέψει όσους είχαν αρρωστήσει, τους πήγε στην Αγόριανη...
ΛΕΥΤΕΡΗ Η ΡΟΥΜΕΛΗ
.... Ο Καραισκάκης ορδινιάζει το ασκέρι του μπροστά στο τούρκικο ασκέρι του Ομέρ πασά και  το τσακίζει  Χαλάει και ο καιρός και οι πασάδες και η μπέηδες φοβισμένοι σαν τους κλέφτες, παρατώντας το κανόνι τους κι όρθιες τις σκηνές τους  φεύγουν, χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο... Ο Ομερ τράβηξε με γρήγορη πορεία μην τον προλάβει ο Καραισκάκης στην Λειβαδιά και γυρίζει ταπεινωμένος στην Εύβοια.
Η Ρούμελη είχε τώρα σχεδόν ολόκληρη λευτερωθεί. Όταν στις 25 Οκτώβρη 1826, ο Καραισκάκης κίνησε απο την Ελευσίνα, όλη η Στερεά Ελλάδα  στέναζε κάτω απο τον Τούρκικο ζυγό. Τώρα αρχές του Φλεβάρη του 1827, απο τον Αμβρακικό κόλπο ως την Αθήνα δεν υπήρχαν πια Τούρκοι εξόν σε τρία θαλασσινά κάστρα, το Μεσολόγγι, τη Βόνιτσα και τη Ναύπακτο.
Τέλος  του 3ου μέρους
                                  συνεχίζεται...

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

O ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ (συνέχεια Νο 2)

(1821-1826)
Ο ΣΗΚΩΜΟΣ
 Όταν οι πρώτες ειδήσεις για το κίνημα του Υψηλάντη φτάσανε στο Μοριά, κανείς πια δεν μπορεί να βαστάξει τον λαό. Στις 21 του Μάρτη ο τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς ξεσηκώνει τους Πατρινούς, παίρνουν την πολιτεία και αναγκάζουν τους Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο. Το μεγάλο αυτό νέο αντηχάει κεραυνός απο την μιά στην άλλη άκρη του Μοριά κι έπειτα απο 2 μέρες στις 23 του Μάρτη, ο Κολοκοτρώνης κι ο Παπαφλέσσας μπαίνουν στην Καλαμάτα. Η Επανάσταση λοιπόν δεν άρχισε, όπως το θέλει η επίσημη παράδοση στις 25 του Μάρτη στην Αγία Λαύρα με τελετές και με δοξολογίες.
ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ
Στις Σπέτσες και στην Ύδρα ξεχώριζαν 3 τάξεις των νοικοκυραίων, των καπετάνιων και των μαρινέρων. Οι νοικοκυραίοι ήταν οι εφοπλιστές της εποχής, είχανε τα καράβια οι ίδιοι όμως δεν ταξίδευαν.Οι καπετάνιοι στέκονταν οι άνθρωποι της εμπιστοσύνης τους που θαλασσοδέρνονταν και οι μαρινέροι ήταν ο φτωχός λαός, που ,όπως τα νησιά είναι μικρά και άγονα, ζούσε μόνο απο την δούλεψή τους στα καράβια.
Στην Ύδρα υπύρχαν τότε τα πιο πολλά και τα πιο μεγάλα πλεούμενα. Οι νοικοκυραίοι με γεμάτες τις στέρνες τους ασήμι και χρυσάφι, που τα μάζεψαν στα πολυτάραχα χρόνια των ναπολεόντειων πολέμων, ραχάτευαν μέσα στα παλατάκια τους που δεύτερα δεν υπήρχαν σ'όλη την Ελλάδα. Πρώτες οι Σπέτσες, με τις δραστήριες ενέργειες του  Γιώργη Πάνου κι άλλων που είχαν μπει στο μυστικό της Φιλικής, λυγίζουν τους δισταγμούς των νυκοκυραίων και τα σπετσιώτικα καράβια ανεβάζουν την παντιέρα της λευτεριάς (μπλε  με κόκκινο σιρίτι ολόγυρα και σταυρό στην μέση που στηριζόταν σ'αναποδογυρισμένο μισοφέγγαρο) Στα Ψαρά, επαναστάτησαν δίχως την παραμικρή αντίδραση απο κανέναν και με μεγάλο ενθουσιασμό και με επικεφαλής τον Ναύαρχο Νικολή Αποστόλη, χάρισαν την πρώτη σημαντική θαλασσινή νίκη του '21.
Στην Ύδρα όμως οι νυκοκυραίοι μένουν ασυγκίνητοι και σταθεροί στην απόφασή τους να μην ανακατευτούν.Βλέποντας τούτη την κατάσταση, ο μικροκαπετάνιος Φιλικός Αντώνης Οικονόμου και ο Γκίκας, αποφασίζουν να ρίξουν την αριστοκρατική διοίκηση του νησιού και να κυρήξουν την επανάσταση
Στην Ρούμελη και στη Θεσσαλία ακολούθησαν τα ίδια και χειρότερα. Ο λαός μ'αρχηγούς τον Θανάση Διάκο, τον Οδυσσέα Αντρούτσο, τον Πανουργιά κι άλλους πατριώτες αναγκάζει με το μαχαίρο στο λαιμό, τους κοτσαμπάσηδες να πάψουν ν'αντενεργούνε στην επανάσταση. Στον Όλυμπο όμως οι προύχοντες καλούν σε βοήθεια του Τούρκους και κατορθώνουν να πνίξουν το σηκωμό.
Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΧΟΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Όταν ο Καραισκάκης έφυγε απο την Λευκάδα, πήγε στη Βόνιτσα. Δεν μπόρεσε όμως να τη σηκώσει στ'άρματα, γιατί οι καπεταναίοι σ'εκείνα τα μέρη λογαριάζανε μεγάλο τον κίνδυνο, γιατί βρίσκονταν σιμά στα φουσάτα του Χουρσίτ. Με τα λίγα παληκάρια που είχε μαζί του, τραβάει  στα Τζουμέρκα  και χτυπάει τους Τούρκους, τον καιρό που ο Ανδρούτσος ξεπάστρευε στη Ταράρνα τον ντερβέναγα. Στ'αναμεταξύ οι Τούρκοι βάζουν παντού λεπίδι στους ραγιάδες να τους τρομοκρατήσουν. Σφάζουν και καίνε στην Πόλη, στην Σμύρνη, στο Αιβαλί, στην Ανδριανούπολη, στην Κρήτη, στην Κύπρο, στην Κω στη Θράκη στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Στην Άρτα γεμίζουν τα μπουντρούμια, ανάμεσά τους και ο Μακρυγιάννης.
Ο πόλεμος εκείνα τα χρόνια δε γινόταν μονάχα με ντουφέκια και με σπαθιά, μα και με φωνές, με καυχησιές με βρισιές και χοντρά πειράγματα. Γύρευαν να πάρει ο ένας τον αέρα του άλλου κι αυτό, πολλές φορές στεκόταν το πιο αποφασιστικό απ'όλα. Μέσα στο ξάναμμα της μάχης τους φωνάζει ο Καραισκάκης:
-Oυχά κιοτήδες, σταθείτε ωρέ να πολεμήσετε!
- Ποιος είσαι εσύ ωρέ, που θα μας πεις κιοτήδες;
- Είμαι ο γιος της καλογριάς και σας χέζω ούλους!
- Εμάς γκιαούρη χέζεις;
- Eσάς μεμέτηδες!
-Περίμενε μπάσταρδε να σε πιάκουμε, να σε σουβλίσουμε και τότες βλέπεις τι θα κρένει  οπισινός σου!
-Εμένα ωρέ θα σουβλίσετε; Αμ τότες σταθείτε ν΄ακούσετε απο τώρα τι κρένει ο πισινός μου! Πηδάει πάνω σ'ένα βράχο, ξεβρακώνεται, τουρλώνει γυμνό τον κώλο του στους οχτρούς και φωνάζει: Να ωρέ Τούρκοι!...κάτω όμως απο τον βράχο ήταν κρυμμμένος μέσα σε πατουλιά, κάποιος Τούρκος. Σημαδεύει και του ρίχνει. Το μολύβι τρυπάει το μπούτι του Καραισκάκη και βγαίνοντας τον χτυπάει σ'ένα πιο πίζουλο ακόμα μέρος στην φύση, για να μάθει πως και τα πιο ηρωικά αστεία έχουνε τα όριά τους! Η πληγή όπως τότε δεν ξέρανε απο αντισηψίες, κακοφόρμισε και ο Καραισκάκης τράβηξε για το Λουτράκι της Κατούνας, το μικρό λιμανάκι στις νότιες ακτές του Αμβρακικού, όπου έμεινε ώσπου να γιάνει η λαβωματιά του.
ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ
.... Ο πιο διαβολεμένος απ'όλους τους Φαναριώτες που ήρθανε στην Ελλάδα, στάθηκε ο Μαυροκορδάτος. Το τι κακό έκανε αυτός ο άνθρωπος σε τούτον το τόπο δεν λέγεται. Και δεν το πλήρωσε μονάχα η γενιά του '21, παρά  μέχρι τώρα το δικό του πνεύμα μας κυβερνάει και δεν μας αφήνει να προκόψουμε. Ηταν θρέμμα μιας απο τις πιο επίσημες φαμελιές της Πόλης που απόχτησε υπηρετώντας τον Τούρκο πλούτια, τιμές και οφίτσια. Μεγάλωσε μέσα στον πλούτο, έμθε καλούς τρόπους, γράμματα και ξένες γλώσσες (4)....
'Αμα γιατρεύτηκε ο Καραισκάκης απο την λαβωματιά ξαναγύρισε στον Πέτα και στο Κομπότι. Την 1 του Σεπτέμβρη 1821 Έλληνες και Αρβανίτες κάνουνε σάρτια(συνθήκη) να πολεμήσουν μαζί. Οι Αρβανίτες ποτέ δεν χώνεψαν τους Τούρκους. Γύρευαν πάντα την ανεξαρτησία τους κι αυτό το είχαν μεσοπετύχει με τον Αλή Πασά, που τον λογάριαζαν για δικό τους σουλτάνο. Τούτη η συμμαχία στάθηκε μεγάλη ωφέλεια στην Επανάσταση.
....Τα ΣΟΥΛΤΑΝΙΚΑ ασκέρια που είχανε συναχτεί να χαλάσουν τον Αλή πασά ήτανε πια λεύτερα να πέσουνε πάνω στην επαναστατημένη Ρωμιοσύνη.  Οι προκομμένοι πολιτικάντηδες, τα μεγάλα καλπάκια κι οι Φαναριώτες, έπειτα απο την πρώτη επιτυχία τους στην Συνέλευση της Επιδαύρου, όπου κατάφεραν να μπουν στην μπάντα οι Φιλικοί και να ρίξουν σε δεύτερο πλάνο τον Δημήτρη Υψηλάντη, βάζουν την κρίσιμη εκείνη στιγμή σχέδιο να σπρώξουν τον έναν να φάει τον άλλον, να μείνουν αυτοί να διαφεντέψουν τον τόπο. Σκαρφίζονται να ερεθίσουν τον Αντρούτσο να ξεκάνει τον Υψηλάντη κι έπειτα κατηγορώντας τον για εγκληματία, να χαλάσουν κι'αυτόν. Μ΄'ένα σμπάρο δυο τρυγόνια..., μα όταν είδαν πως δεν πιάστηκε στην φάκα, αρχινούν άλλο τροπάρι, τον κατηγορούν για άτολμο στρατηγό και επίβουλο της πατρίδας και τον καλούν να δώσει λόγο για την αναντρεία του και να δικαστεί.....επικυρηγμένος απο τους πολιτικάντηδες, μόλις έμαθε πως ο Δράμαλης έκαψε την Θήβα .."ξαναβρίσκει όλη τη λεβεντιά του"και πιάνει τα περάσματα να μην αφήσει να διαβούν εφοδιοπομπές απο την Λάρισα στην Κόρινθο...
... Ο Καραισκάκης σαν έμαθε πως οι Τούρκοι βρίσκονταν στο Βραχώρι και δεν μπορούσαν να περάσουν το πλημμυρισμένο ποτάμι, με μιας κατάλαβε πως θ'αναγκάζονταν να τραβήξουν κατά πάνω.
Μ'οχτακόσια παλληκάρια τρέχει να πιάσει τα στενά του Σοβολάκου, πάνω απο τον Αη Βλάση. Τούτη η πορεία στάθηκε μια απο τις πιο ξακουστές για τη γρηγοράδα της μέσα σε τρομαχτικές δυσκολίες. Στο δρόμο τους βρισκόταν το μοναστήρι της Τατάρνας. Στάθηκαν να ξαποστάσουν κι ο Καραισκάκης μπήκε μια στιγμή στην εκκλησιά για να προσευχηθεί. Στάθηκε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, σταυροκοπήθηκε και λέει: Tώρα θα σε ιδώ Μαυρομάτα, αν νικήσουμε  θα σε προσκυνώ για Παναγιά, ειδέ...και με τούτη την φοβέρα έφυγε και τράβηξε για το Σοβολάκο. Φτάσανε πριν τους Τούρκους. Ταμπουρώθηκαν μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά και μόλις φάνηκαν οι οχτροί τους φώναξε να μη προχωρήσουν γιατί θα τους χτυπήσουν!-Ποιοί είστε τους ρωτάνε. -Είμαστε ο νταιφάς του Καραισκάκη του καπετάνιου των Αγράφων!...
Ο ΧΤΙΚΙΑΡΗΣ
Έπειτα απο την νίκη του Σοβολάκου ο Καραισκάκης γρικήθηκε με τον Στουρνάρα που ήταν καπετάνιος στ'αρματολίκι του Ασπροπόταμου....
Ο Καραισκάκης απο καιρό βασανιζόταν απο ένα πάθος που είχε στο στήθος του. Οι τόσες κακουχίες που πέρασε στη ζωή του γίνηκαν αιτία να βλαφτούν τα πνευμόνια του. Ήταν χτικιάρης! Μέχρι τότε δεν είχε πάρει σοβαρά την αρρώστια του."Είμαι ζαμπούνης"έλεγε γελώντας και κοροιδεύοντας τον εαυτό του. Πίστευε πως η θέρμη που τον έκαιγε θα του πέρναγε με τα διάφορα γιατροσόφια. Κατάντησε σκέλεθρο και δεν μπορούσε να σύρει μήτε τα πόδια του. Αναγκάστηκε τότε να μείνει σ'ένα μοναστήρι κάτω απο την ελπίδα να συνεφέρει....εκείνη την δύσκολη στιγμή φάνηκε ο ήρωας Μάρκος Μπότσαρης. Ήταν 30 χρονών, ξανθός με γαλανά μάτια άνδρας ωραίος, τραγούδαγε , έπαιζε κιθάρα και κανένας δεν τον πέρναγε στο πάλεμα και στο λιθάρι! Ο καπετάνιος των Αγράφων πρώτη φορά έφευγε όταν οι άλλοι πήγαιναν να πολεμήσουν, άφησε τον Μάρκο με τα παλληκάρια του και τράβηξε κατά κάτω στο μοναστήρι του Προυσού να γιατροπορευτεί. Όσο κοιτόταν άρρωστος στο μοναστήρι κάποιος καλόγερος του λεει πως για να βρει την υγειά του πρέπει να τάξει στην Παναγιά. -Καλά, μα τι να δώσω; To μοναστήρι χρειαζόταν μουλάρι και ο καλόγερος του ζήτησε το μουλάρι του. - Ε της το τάζω!Μετά απο λίγες μέρες ένιωσε καλύτερα, θυμήθηκε το τάμα, πήρε το μουλάρι και τόδωσε, μα δεν κρατήθηκε και είπε πάλι το σατυρικό του λόγο:" Πού να τόξερα εγώ τόσους μήνες πως ήθελες μουλάρια τάματα για να με γιάνεις.."
Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Ο πιο βαθύς καημός του Μαυροκορδάτου ήταν να δοξαστεί σε κάποια μάχη και ν'αποδείξει έτσι πως ένα μεγάλο πολιτικό και στρατηγό είχε η Ελλάδα. Σκαρφίζεται λοιπόν μια "μυστική " εκστρατεία να ξαφνιάσει τον εχθρό και προστάζει τους καπετάνιουςπου βρίσκονταν στο Μεσολόγγι ν ασηκώσουν τους νταιφάδες τους και να ξεκινήσουν για τον Μαχαλά Ο Καραισκάκης βρισκόταν στο Αιτωλικό, σαν έμαθε τα σχέδια γίνηκε μπαρούτι.Τίποτα δεν τον εξόργιζε τόσο, όσο η επιμονή του πολιτικάντη να θέλει σώνει και καλά να παραστήσει τον στρατηλάτη. Άρχιζε λοιπόν να φωνάζει στους καπεταναίους που ξεκίνησαν, σύμφωνα με του Μαυροκορδάτου την διαταγή και να τους αντικόβει  αποκαλώντας τον Μαυροκορδάτο τζογλάνι του Ρείζ εφέντη (υπουργού των Εξωτερικών του σουλτάνου), τεσσαρομάτη (γιατί φορούσε γυαλιά) και να αμφισβητεί την κυβέρνησή του, λέγοντας ότι δεν τους ξέρει όλους αυτούς ! Τάμαθε ο Μαυροκορδάτος, λησμόνησε τον πόλεμο μα ένα πια λογάριαζε πώς να τον εκδικηθεί! Επιασε μετά απο λίγες μέρες το ανεψίδι του, απο το σόι της γυναίκας του, που είχε στείλει σε αποστολή και τόκαναν οι μπράβοι του μαύρο στο ξύλο! Άμα τον είδε ο Καραισκάκης σ'αυτά τα χάλια γίνηκε θεριό, πιάνει τους προεστούς του Μεσολογγίου, βάζει δική του φρουρά στο Βασιλάδι το νησί- κλειδί της λιμνοθάλασσας. Ο Μαυροκορδάτος τρίβει τα χέρια του, τούτος ο ξεροκέφαλος του'δωσε την ευκαιρία που ζητούσε...
ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ
Συνάζεται την 1η Απρίλη το κριτήριο στην εκκλησία της Παναγιάς στο Αιτωλικό. Ο δεσπότης κάθεται στο θρόνο του και οι άλλοι κριτές στα στασίδια.  Προδότης της πατρίδας ο Καραισκάκης! Αναρωτιούνται όλοι αν θα παρουσιαστεί ο Καραισκάκης, να δικαστεί μα νάτος μπαίνει στην εκκλησιά με τις πιστόλες του και στο σελάχι του αραδιασμένα τα φυσέκια!
-Πείτε μου ορθός θα σταθώ ή θα καθίσω;- Kάτσε του αποκρίνεται ο δεσπότης, αφού είσαι άρρωστος!
-Καραισκάκη η πατρίς εσχάτως λαβούσα υπ'όψιν τα κινήματά σου, σήμερα σε προσκάλεσε εις το κριτήριον, εφάνης αχάριστος εσχάτως! Είθε να είσαι αθώος, οι λόγοι όμως τους οποίους έλεγες εις τον μεν και εις τον δε και αι υστεριναί πράξεις σου, δίδουν  δικαίας υποψίας εις το έθνος εναντίον σου!....
- Aπ'όλα τούτα που με κατηγορούν είδηση δεν έχω! Το Βασιλάδι τόπιασα γιατί ήθελα να πάρω γδικιωμό απ'αυτούς που δείρανε τον άνθρωπό μου! Θύμωσα, δεν καρτέρησα, μα μετά μετάνοιωσα και πήγα στην δουλειά μου.....
Διάφοροι άρχισαν να τον κατηγορούν για άλλα κι'άλλα λόγια που τους είπε κάποτε και παρόμοια...
Τότε εκείνος απαντά:-Aν βάλετε θεμέλια στα λόγια που λέω εκατό ζωές νάχω δε γλιτώνω!
ΓΑΛΑΝΗΣ ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ: Βρε ξέρουμε πως λες όλο λόγια, μα γιατί τα λες;
ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ: Τόχω χούι! κυρ Πάνο
ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ: Αμ γιατί τόχεις χούι, που είσαι 50 χρονών;
ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ: Αμ δεν μπορώ να το κόψω, κυρ Πάνο. Κι εσύ είσαι 80 χρονών μα το χούι δεν τ'αφήνεις να γαμείς- και δεν μ'ακούς, γαμείς, γαμείς κι'απ'αυτό θα πάς!
Μόλις τόπε αυτό το χωρατό,  ο κόσμος όλος και οι κριτές πήγαν να λιποθυμήσουν απο τα γέλια, διαλύθηκε το ψευτοδικαστήριο και η κατηγορία αναιρείται μα η ρετσινιά έμεινε...
Ο Καραισκάκης βρισκόταν στο στρώμα, όπως τον έκαιγε η θέρμη του χτικιού του, όταν απόφαση πάρθηκε απο το κουβέρνο να τον διώξουν απο το Αιτωλικό. Γυρεύει να τον αφήσουν 5-6 ημέρες ν΄ετοιμαστεί.  Του δίνουν διωρία μόνο 48 ώρες! Την άλλη μέρα κιόλας σηκώνεται και παίρνοντας μαζί του 80 παλληκάρια ξεκινά να φύγει. Αποχαιρετά λυπημένος τους συναγωνιστές του, μοιράζοντάς τους ένα μαντήλι με λίγα φλουριά μέσα για να τον θυμούνται. Καθώς πέρναγε απο το σπίτι πούχε κονιάσει ο Μαυροκορδάτος και βρίσκονταν συναγμένοι οι καπεταναίοι, σταματάει και μπαίνει μέσα. Τον κοιτάζουν όλοι ξαφνιασμένοι.Τότε γυρνά στον Μαυροκορδάτο και του λέει: - Ε ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσία μου την έγραψες στο χαρτί, μα εγώ ελπίζω γρήγορα να  σου την γράψω στο κούτελο, να φανεί ποιος είσαι! Χτυπά με τα 4 δάχτυλά του το κούτελό του και δείχνει με τ'άλλο τον Μαυροκορδάτο. -Εδώ! του φωνάζει . Ο πρίγκηπας τσιμουδιά δεν βγάζει. - Έχετε γειά καπεταναίοι!- Ώρα σου καλή του αποκρίνονται. Φεύγοντας απο το Αιτωλικό ήταν του θανατά! Δεν μπορούσε να σταθεί στητός πάνω σε μουλάρι και του φτιάνουν ένα ξυλοκρέββατο απο κλαδιά και έτσι ξαπλωμένο τον κουβαλούν σε μια καταπληκτική πορεία που άρχισε 3 του Απρίλη και τελείωσε 24 του Μάη, στο παλιό καπετανιλίκι του στ'Αγραφα εκεί ο Μαυροκορδάτος τόχε δοσμένο στον Ράγκο.... η κατασχύνη της πατρίδας που σύντρεξε άρρωστο τον Καραισκάκη!
Μετά απο πολλές περιπέτειες και άμα κάπως συνέφερε πάει στο στρατόπεδο των Σαλώνων. Τον δέχονται όχι μόνο με χαρά μα και τον κάνουν αρχηγό τους.
ΣΤ'ΑΝΑΠΛΙ
Σαν είδε ο Καραισκάκης πως ο Μαυροκορδάτος αρνήθηκε να τον συγχωρέσει, (του ζήτησε γραπτώς συγγνώμη), παίρνει την απόφαση να πάει ο ίδιος στ'Ανάπλι να σβήσει την ρετσινιά της προδοσίας που του κόλλησαν, μα σαν έφτασε εκεί βρήκε να φυσάει "οίστρος ακολασίας". Είχαν ξεχάσει και τον πόλεμο και τους Τούρκους και την Επανάσταση κι ο νούς και ο λογισμός τους ήταν πώς θα φάει ο ένας τον άλλον πολιτικάντη, και μάλιστα τώρα που επιτέλους ήρθανε δυο δόσεις του πρώτου δανείου, που τις υποδέχτηκαν με παράτες, ζουρνάδες, νταούλια και σημαιοστολισμούς! Βαβούριζε η πολιτεία μελίσσι απο μπαγαπόντες και μπράβους που είχαν τρέξει απο παντού και ζούσαν με την απαντοχή κάτι ν'αρπάξουν! Τον ίδιο καιρό βρισκόταν στ'Ανάπλι κυνηγημένος απο τους προκομμένους κυβερνήτες κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Απο πού να βρούν το δίκιο τους; Tούτοι λοιπόν οι δυο κατετρεγμένοι ήρωες βλέποντας πως αν μένανε στ'Ανάπλι θα τους τρώγανε οι καλαμαράδες, φεύγουν για το Άργος...
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΗΡΘΕ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΩ;
Στο δρόμο για τ'Ανάπλι, ο Καραισκάκης συνάντησε κάπου γύρω στην Τριπολιτσά, μια ορφανή Τουρκοπούλα, λεβεντόκορμη στρογγυλοπρόσωπη καστανομάλλα, γεμάτη νιάτα και υγεία. Πρόσπεσε θαρρετά στον καπετάνιο και ζήτησε να την προστατέψει. Την συμπόνεσε και την πήρε μαζί του. Την βάφτισαν και την βγάλανε Μαριώ. Η κοπέλλα ένιωσε άπειρο θαυμασμό για τον ήρωα, μα και κείνος δεν έμεινε ασυγκίνητος βλέποντας την αφοσίωσή της, την τόλμη και την αντοχή της στις κακουχίες.  Επειδή όμως μια γυναίκα δεν μπορούσε ποτέ να γυρνά μέσα στο ασκέρι η Μαριώ ντύθηκε πολεμιστής και την φώναζαν Ζαφείρη. Ο Ζαφείρης πια έγινε η ορντινάντσα του καπετάνιου.  Στάθηκε ο προστάτης άγγελός του! Θα βρεθεί δίπλα του να πολεμά στην μάχη της Αράχωβας, στο πλευρό του κατέβηκε στην ναυραρχίδα του Κόχραν, θα την καμαρώσουμε στο στρατόπεδο του Πειραιά και να μιλά με τους τρανούς καπετάνιους του ΄21. Ένας αμοιβαίος θαυμασμός και μια τέτοια αφοσίωση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας κρύβει πάντα τον έρωτα και αν αυτό αληθεύει, σε τίποτα δεν λερώνει τον ήρωα! Η Μαριώ η Τουρκοπούλα, δίπλα στον Καραισκάκη, στέκεται το λούλουδι που φύτρωσε μέσα απο τους αγώνες και τα αίματα για την λευτεριά μας να τους χαρίσει την ομορφιά του!
Η ΜΑΡΙΩ ΚΑΙ Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ
Ο Κιουταχής έχει μπλογκάρει το Μεσολόγγι.  Ο οχτρός τραβάει κατά την Άμφισσα κι ο λαός βλέποντας τ'ασκέρι νάρχεται το παίρνει πως είναι Ελληνες, μα όταν κατάλαβαν πως είναι Τούρκοι πανικόβλητοι φεύγουν! Μα οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες μ'αρχηγό τον Καραισκάκη φτάνουν στις αρχές του Μάη  στην ακρογυαλιά του Διακοφτού,  περνούν  απέναντι  και με αποφασιστικότητα τσακίζουν  τους Τούρκους και τους κυνηγούν μέχρι την Άμφισσα. Οι Τούρκοι δεν είχαν πια καρδιά να τραβήξουν κατά κάτω.
Ο καπετάνιος έχει στο μυαλό του ενα τολμηρό σχέδιο, προκρίνει να πάει στο Μεσολόγγι. Τα χτυπήματα στις εφοδιοπομπές του Κιουταχή δεν φέρνουν αποφασιστικό αποτέλεσμα. Πριν περάσει στο Μεσολόγγι περνά απο τον Κάλαμο όπου βρίσκεται η φαμελιά του
Κάποια στιγμή έρχεται η καπετάνισσα και του κάνει παράπονα για τα παλληκάρια του λέγοντάς του :
-Ti πράματα είναι αυτά που κάνουν οι άντρες σου, παλεύουν τις ψυχοκόρες μου στο μαγειριό!
O Kαραισκάκης προστάζει τότε να του φέρουν τον μπερμπάντη να τον διορθώσει...και βλέπει να του κουβαλάνε τον Ζαφείρη. Ξεσπάει σε γέλιο πλατύ!-Γελάς; του κάνει απορημένη η Γκόλφω.- Δεν είναι άντρας, της αποκρίνεται είναι η Μαριώ και της λέει την ιστορία της. Μα η Γκόλφω αντί να ησυχάσει μπήκε σε πιότερες έγνοιες. Πικαρισμένη άρχισε να τον ρωτά τι την ήθελε και την κουβάλαγε μαζί του και παρόμοια ... ο Καραισκάκης μπήκε στο νόημα και της λέει ένα απο κείνα τα χοντρά αστεία του που μ'αυτά κατάφερνε να ξερματώσει τους άλλους απο το θυμό τους:"- Eγνοια σου, μωρή, μη μου χολιάζεις, έχω και για τα  σένα!...." έπειτα απο 9 μήνες γεννήθηκε ο γυιός του Σπύρος. Είχε ακόμη δύο κόρες.
Η πιο γλυκειά του ώρα ήταν εκείνη που για να ξαποστάσει λίγο απο τους κόπους έβρισκε τον καιρό και φώναζε : -Μωρέ Ζαφείρη φτιάσε έναν καφέ! Κι' αυτή του τον έφερνε περιποιημένο μέσα σε ζάρφι και σε δίσκο, τούδινε έπειτα το" γιασεμί" του-το απο ξύλου γιασεμιού τσιμπούκι του και καθόταν δίπλα του να κουβεντιάσουν, όσο εκείνος ήσυχα κάπνιζε αφήνοντας να λασκάρει λίγο το κορμί του απο την κούραση και τις έγνοιες του.
Όπως σωστά παρατηρά ο Βλαχογιάννης, στους αγωνιστές εκείνου του καιρού, ήταν βαθιά ριζωμένη η πρόληψη , πως έπρεπε  στις παραμονές μιας μάχης, νάναι καθαροί απο παράνομους έρωτες, γιατί αλλιώς έφερνε γρουσουζιά. Ποτέ λοιπόν δε θα στέργανε να κουβαλάει ο καπετάνιος τους την ερωμένη μαζί του και μέσα στην φαμελιά του!
Μα όλ'αυτά για τον γιο  της Καλογριάς δεν ήταν παρά μια ώρα γαλήνης ανάμεσα σε δυο καταιγίδες. Αφού έμεινε λίγες μονάχα μέρες στον Κάλαμο, ξαναμπήκε στο καίκι να πάει στο Μεσολόγγι.
Στ'ακρογιάλι τον αποχαιρέτησαν οι δικοί του, που αλοίμονο τον βλέπανε για τελευταία φορά...
Τέλος  του 2ου μέρους
συνεχίζεται....

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

O ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ (No 1)

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη
δώστου κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν'αρχινίσει...

Η ΖΩΗ
Σαν τα παραμύθια αρχίζει τούτη η ιστορία. Στο κεφαλοχώρι του Ροβιτσιού της Άρτας, τη Σκουληκαριά, ζούσε πριν 200 και παραπάνω χρόνια μια θεληματικιά κοπέλα η Ζωή Ντιμισκή, αδελφή του κλέφτη Κώστα Νιτιμισκή και ξαδέλφη του καπετάν Γώγου Μπακόλα. Παντρεύτηκε έναν ξενοτοπίτη, τον Γιαννάκη απο το Μαυρομάτι της Καρδίτσας. Την πήρε νύφη με τα λαγούτα και την πήγε στο δικό του χωριό.Μα τούτο το στεφάνωμα στάθηκε άτυχο και μετά απο λίγο χρόνο πέθανε ο άντρας της και την άφησε χήρα,νέα κι άτεκνη.
Θες η φτώχια,θες η συνήθεια, την έκαναν να καλογερέψει και να μπει καντηλανάφτισσα στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη, που γνώριμος της συγγενής ήταν ο γέρος ηγούμενος. Το αίμα της όμως έβραζε κάτω απο το ράσο της και γύρευε της ζωής τα δικαιώματα... εκεί γύρω στα 1780, κονάκιασε στο μοναστήρι, ο φοβερός Δημήτρης Καραίσκος, αρματωλός του Βάλτου. Λιμπίστηκε την ομορφιά της,την έμπλεξε στα δίχτυα του και πλάγιασε μαζί της. Ευλογημένη ώρα! Η Ελλάδα της χρωστάει έναν απο τους πιο λαμπρούς και αγνούς ήρωες του '21.
Οι μήνες περνούσν και το γκάστρι πια δεν κρυβόταν. Να γεννήσει στο μοναστήρι ήταν σκάνδαλο κι αμαρτία. Την πήγανε σε μια σπηλιά και σ'αυτή όπως τ'αρκούδια,έφερε στον κόσμο το παιδί της. Τ'αφαλόκοψε μοναχή της,συγυρίστηκε η ίδια και το φάσκιωσε με κάτι παλιοκούρελα που είχε μαζί της. Ανοιξε τον κόρφο της κι έφερε τα χείλια του μωρού στη ρόγα του βυζιού της. Του χαμογέλασε. Ήταν Μάης κι ολούθε γύρω στη σπηλιά ανθοβολούσε ο βράχος...
Αφού κάθησε η λεχώνα λίγο καιρό στη σπηλιά, όπου της έφερνε τροφή ο γέρος ηγούμενος, παράδωσε το παιδί στη γυναίκα κάποιου Σαρακατσάνη τσέλιγκα, Πουλιάνα τηνε λέγανε να το βυζάξει κι αυτή πήρε των αματιών της κι έφυγε ντυμένη πάντα στα καλογερίστικα.
 Γύριζε απο σπίτι σε σπίτι πουλώντας κεριά,μοσχολίβανο, σταυρούς,εικονίσματα...ο κόσμος όμως μικρός, σιγά-σιγά μαθεύτηκε το μυστικό της και καθώς ήταν νια και όμορφη άκουγε απο τους άνδρες χοντρά πειράγματα κι απο τις γυναίκες λόγια φαρμακωμένα...Μα η Ζωή δεν τοβάζε κάτω, αποκρινόταν με μια πιο βαριά ακόμα βρισιά και μ'ένα πιο τσουχτερό λόγο. Απ'αυτήν λένε πως πήρε ο Καραισκάκης την άτσαλη γλώσσα που είχε ως το τέλος του.
 Το μωρό άρχισε να μπουσουλάει...ποιανού είναι αυτό το μούλικο ρώταγαν τους Σαρακατσαναίους τσελιγκάδες που τόχαν. Κι' έπαιρναν την απάντηση: Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ. Αυτό στάθηκε το πρώτο όνομά του.Και δεν λησμονήθηκε ποτέ. Τον ακολούθησε ίσαμε το θάνατο. Κι'έπειτα πέρασε στην Ιστορία.
ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΤΕ, ΒΡΕ!
Μεγάλωνε το παιδί ανάμεσα στους ξένους,τρώγοντας ξύλο και μπομπότα. Ένα κουρέλι σκέπαζε το κορμί του ότι καιρό κι αν έκανε. Τα γυμνά πόδια του συνήθισαν ν'αντέχουν στις κοφτερές πέτρες και στις τσουκνίδες. Έμαθε να κάνει βαριά θελήματα, πιο πάνω απ'ότι άντεχε η ηλικία του.
 Η χαρά του η μεγάλη ήταν άμα βοσκούσε τα πρόβατα.Φτώχια όλα, τα πάντα, και μιζέρια γύρω του, μα η δική του ζωή ήταν η πιο άχαρη απ'όλες! Και τούτη την σκοτεινή εικόνα δεν την λησμόνησε ποτέ του. Συνήθιζε να λέει:" Οποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει πριν δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλοίμονο στον δούλο..." μαύρα κι άραχλα στάθηκαν τα παιδιά του χρόνια. Η μάνα του ως φαίνεται πέθανε άμα ήταν 8 ετών. Τότε όλα γύρω του έγιναν κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί πιότερο και γύρευαν με αδιάκοπη δούλεψη να τους πληρώνει το ξεροκόμματο που τούδιναν.
Και τότε παίρνει την μεγάλη απόφαση, παρατάει τους Σαρακατσαναίους και τραβάει 5 ώρες δρόμο για την Γράλιστα στην σημερινή Καρδίτσα. Εκεί λίγο πιο κάτω απο το χωριό στην σπηλιά του Λώλου στήνει το πρώτο του λημέρι. Είχε την γη για στρώμα,προσκέφαλο την πέτρα. Τα μόνα άρματά του ήταν η σβελτάδα κι η καπατσοσύνη του. Εκλεβε φρούτα κι'αρπαζε καμμιά κότα. Απέκτησε κακή φήμη. Οι μάνες σ'αυτά τα μέρη, ακόμα ως χτες, λέγανε στους κανακάρηδές τους αμα τους βλέπανε ν'αλητεύουν:"Σαν τον Καραισκάκη καταντήσατε, βρέ!
Τίποτα άλλο δεν έβλεπες πάνω σε τούτο το πρόωρα βασανισμένο παιδικό πρόσωπο, παρά δυο μικρά  μάτια βαθουλωτά να σπιθίζουν...
ΗΞΕΡΕ ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ;
Και τώρα θα με ρωτήσετε ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του; Σ'όλη του την ζωή ποτέ δεν έκρυψε πως ήταν μπάσταρδος, γιος μιας καλογριάς. Καμμιά φορά όταν μάλωνε με κανέναν, μετάνιωνε και έλεγε:
"Τι θυμώνεις ωρέ! Κι εγώ σάματις τι είμαι; ΄Ενας μούλος είμαι!
Και ο γραμματικός και βιογράφος  του Γ.Γαζής, το βεβαιώνει πως συχνά τον άκουγε να περηφανεύεται πως ήταν μούλος.-Ε!ωρέ, έλεγε όπως τ'αγρια μπολιασμένα δένδρα βγαίνουν καλύτερα απο τα ήμερα, όμοια και τα μπάσταρδα παιδιά κάποτες βγαίνουν καλύτερα απο τα γνήσια. Για τον πατέρα του δεν στάθηκε ποτέ σε κανέναν να μιλήσει. Ηξερε μα δεν μίλαγε. Πάνω στην σφραγίδα του, που έχει χρονολογία 1816, βρίσκεται χαραγμένο τ'όνομα Καραίσκος, Καραίσκο τον έγραφε κι η γυναίκα του.Μα μια εξήγηση υπάρχει: αρνήθηκε απο περηφάνεια τον πατέρα του, που ενώ ήταν τρανός, τον παράτησε να τονε φάνε οι άνθρωποι και θεριά και ποτέ δεν ξέτασε τι απογίνηκε. Ότι γίνηκε το χρώσταγε μόνο στον εαυτό του και προτίμησε να'ναι παιδί" αγνώστου πατρός". Όταν απόχτησε δική του οντότητα, προτίμησε το υποκοριστικό παιδικό όνομα απο του πατέρα του, ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ (μικρός Καραίσκος, το παιδί του Καραίσκου)
ΣΤΟ ΚΛΑΡΙ
Όλες οι μαρτυρίες που έχουμε βεβαιώνουν πως δεν πρέπει να ήταν περισσότερο απο 15 χρονών όταν πρωτογίνηκε κλέφτης. Άρχισε να κάνει παρέα με τα χωριατόπουλα, φτιάσανε μια ψευτοσυμμορία, που αρπάζανε γίδια και τα σούβλιζαν κι'έπιαναν το χορό και το τραγούδι, λογαριάζοντας τους εαυτούς τους τρανούς κιόλας κλέφτες.
 Σαν έμαθε ο μπουλούκμπασης πως κάτι καινούργια αγκάθια φυτρώσανε στα βουνά πήρε τους τζοανταραίους του και τα κυνήγησε. Μα ο μικρός μας δίνει το πρώτο πολεμικό του πρόσταγμα: Bαράτε παλληκάρια! και τους πήρανε στο κατόπι και ακόμη τρέχουν!
Όμως τ'αγουρο κλεφτόπουλο δεν άργησε να πέσει στα δίχτυα των ντερβεναγάδων. Αμα τον πιάσανε, τονε βάλανε στο φάλαγγα και του δώσανε τόσες ξυλιές, όπου τον κάνανε τούμπανο τα πόδια του. Επειτα τονε στείλανε στον Αλή πασά να βγάλει απόφαση.  Τον έριξε στα μπουντρούμια, στις αλυσίδες και το κούτσουρο. Ηταν ως 16 ετών. Όταν ο τύραννος πια λογάριασε πως το παλιόπαιδο θα'βαλε γνώση, πρόσταξε να το βγάλουν απο τα σίδερα. Ήταν τυχερός, ίσως να μη γινόταν αυτό που γίνηκε αν δεν περνούσε απο τέτοιο σχολειό που ήταν η αυλή του Αλή πασά. Εκεί έμαθε δυο κολυβογράμματα, ίσα να βάζει την υπογραφή του με τον τρόπο αυτόν: καραησκάκης . Στα Γιάννενα τότε στην αυλή του πασά βράζανε τα πάντα. Αναγκαστικά αδελφωμένοι ήσαν Αρβανίτες,Ρωμιοί, Κονιάροι και Χαλδούπηδες....
.....Ο Καραισκάκης που να ήταν τότε 23-25 ετών, έγινε τζοανταραίος στον Αλή Πασά
. Στα χρόνια που έμεινε στα Γιάννενα, είχε γνωρίσει πια απ' την καλή και την ανάποδη τον κόσμο. Είδε ότι δύο δρόμοι  υπήρχαν...ο ένας να σκύψεις το κεφάλι σου και να γλύφεις τον τύραννο σαν σκυλί και ο άλλος ήταν το μονοπάτι της λευτεριάς, παρέα με τον Θάνατο.
 Όταν λοιπόν άρχισε να ακούγεται και να δοξάζεται το όνομα του Κατσαντώνη, φτερούγισε η καρδιά του. Δεν την βαστούσε πια τούτη την ζωή. ΄Παράτησε και τζοαντάραγα και σεράι και πασά και Γιάννενα, ροβόλησε την Ήπειρο, πέρασε το Βάλτο κι ανέβηκε στ'Άγραφα.
Βρήκε το λημέρι του Κατσαντώνη και του ζήτησε να τον πάρει στ'ασκέρι του. Ο καπετάνιος τον κοίταξε ύποπτα σαν τζοανταραίος που ήταν του πασά, μα στάθηκε η θέρμη της φωνής του παιδιού αιτία να τον κρατήσει κοντά του ο Κατσαντώνης. Στην αρχή τον είχανε παράμερα, ώσπου να βεβαιωθούν τι άνθρωπος ήταν, όμως εκείνος με την αξιοσύνη και παλληκαριά του, τ'ανοιχτόκαρδο γέλιο και τ'αστεία του, την εξυπνάδα και την σβελτοσύνη  κέρδισε την εμπιστοσύνη μα κυρίως την αγάπη του καπετάνιου και των άλλων. Έμεινε μαζί του, έμαθε τον κλεφτοπόλεμο κοντά του, βαφτίστηκε μαζί με τ'ασκέρι του σε αναμετρήσεις με τον Τούρκο, χτύπησε τον Βεληγκέκα(φοβερό οπλαρχηγό του Αλή) και έγινε γνωστός σ'όλη την Ρούμελη, την Ηπειρο, Αρβανιτιά κι Ελλάδα πως έφαγε με τον Κατσαντώνη τον φοβερό Βεληγκέκα. Το τέλος του Κατσαντώνη ήρθε απο προδοσία και σύμφωνα με την αφήγηση του Παπαηλιόπουλου, που ΄τον είδε να ξεψυχάει, μέσα στο παραλήρημά του φώναζε:-Ερμα γρόσια...έρμα γρόσια! Αυτές όλες στάθηκαν οι σπουδές του Καραισκάκη. Το δημοτικό το πέρασε κυνηγημένο μπασταρδάκι στο Μαυρομάτι και στην Γράλιστα, το γυμνάσιο το'βγαλε στα Γιάννενα του Αλή Πασά και τον πόλεμο τον έμαθε στη στρατιωτική ακαδημία του Κατσαντώνη, που την τέλειωσε με άριστα, πρωτοπαλλίκαρό του!

ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

....Το μεγάλο μυστικό της Φιλικής Εταιρίας,έφτασε στα Γιάννενα και τρύπωσε στο Ίτσ Καλέ, το φοβερό κάστρο. Σιγά-σιγά μπαίνουν σ'αυτό γραμματικοί, μπουλουκμπασήδες,τζοανταραίοι και γιατροί του βεζίρη. Ο Μάνθος, ο Νούτσος, ο Κροκίδας,ο Τουρτούρης, ο Λοιδωρίκης,ο Κωλέττης, ο Αντρούτσος, ο Διάκος, ο Βαρνακιώτης, ο Καραισκάκης κι άλλοι πολλοί. Το σεράι του Αλή πασά γίνεται μια απο τις φωλιές της Φιλικής Εταιρίας. Καθόντουσαν κοντά στον αφέντη, τον προσκυνάνε, μα δουλεύουν πια για έναν άλλονε σκοπό, για την λευτεριά της πατρίδας.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ:
Στα Γιάννενα όταν ήταν ο Καραισκάκης παντρεύτηκε την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, όμορφη γυναίκα,που η φαμελιά της κράταγε απο το Πιατόπουλο του Βάλτου. Μερικοί λένε πως η Γκόλφω στάθηκε μια απο τις "τσούπρες" του πασά.  Δεν μπορούμε όμως μήτε να το βεβαιώσουμε μήτε να το αρνηθούμε. Κείνο που ξέρουμε είναι πως ο Αλής αφού χαιρόταν για κάμποσο τις τσούπρες του, που πολλές ήταν απο τζάκια, φρόντιζε έπειτα ο ίδιος να τις παντρέψει....όπως και νάναι ο Καραισκάκης την αγαπούσε την Γκόλφω κι έλεγε πως ένα απο τα καλά που καζάντισε σε τούτη την ζωή ήταν πως πήρε όμορφη γυναίκα! Ο Καραισκάκης στεκόταν τότε ένας άνδρας ίσαμε 35 χρονών. Ανάστημα μέτριο, κοκαλιάρης, μακροπρόσωπος και με βαθουλωμένα μάγουλα, μάτια μικρά όπου χωμένα βαθιά στις κόγχες τους σπινθοβολούσαν, μουστάκι μαύρο κοντό και μακριά μαλλιά ριγμένα στη ράχη του, δόντια μικρά και σάπια κι αρρωστιάρης. Τόσο μελαψός, ωσάν τους γύφτους που βλέπουμε ακόμα στον τόπο μας. Γι'αυτό και του κολλήσανε το παρατσούκλι "γύφτος". Τέτοιο σουλούπι είχε ο ήρωάς μας. Μα τέτοια καρδιά κρύβανε τα στήθια του, που φάνταζε στα μάτια του λαού ωσάν η προσωποποίηση της λεβεντιάς!


ΜΑΖΩΞΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Τα πρώτα μηνύματα για το σηκωμό είχανε πια φτάσει στην Ελλάδα. Οι πιο σημαντικοί καπεταναίοι της Ρούμελης και της Δυτικής Ελλάδας, που είχανε μπει στο μυστικό της Φιλικής  Εταιρίας, παίρνουν την είδηση να τα παρατήσουν όλα και να πάνε στην αγγλοκρατούμενη Λευκάδα. Στις αρχές του Γενάρη του 1821, μαζεύονται σ'αυτή: Ανδρούτσος,Πανουργιάς,Καραισκάκης,Τσόγκας,Κατσικογιάννης,Κίτσος.  Ο Καραισκάκης αφήνει την φαμελιά του στον Κάλαμο ένα μικρό νησάκι.
Κάνανε σύναξη στο σπίτι του ποιητή Ιωάννου Ζαμπέλιου, που είχε μπει στο μυστικό της Φιλικής απο το 1817, κι ήτανε κεφαλή στη Λευκάδα.  Για να ρίξουν στάχτη στα μάτια των Εγγλέζων αρχίζουν απο ένα τρανό τσιμπούσι, πίνουν, τραγουδούν και χορεύουν. Έπειτα κλείνουν τις πόρτες και πιάνουν την κουβέντα για την επανάσταση και την λευτεριά. Συμφωνήσανε να μείνουνε στην Λευκάδα ίσαμε τις παραμονές της επανάστασης και τότες ο Ανδρούτσος κι ο Πανουργιάς να τρέξουν για να σηκώσουν στ'άρματα την Ανατολική Ελλάδα, κι ο Βαρνακιώτης, ο Καραισκάκης, ο Τσόγκας και ο Στουρνάρας την Δυτική. Άμα τα ταίριαξαν αυτά, τραβάνε όλοι μαζί σ'ενα ερημοκκλήσι και μπροστά στις εικόνες ορκίζονται να κρατήσουν τα όσα τάξανε. Έπειτα απ'αυτό λούφαξαν. Μονάχα την τελευταία Κυριακή της Αποκρηάς, στήνουν πάνω στον φαρδύ το δρόμο χορό και με λεβέντικα κλέφτικα τραγούδια τον σέρνουν ίσαμε την πλατεία του Αη-Σπυρίδωνα. Οι Λευκαδίτες, βλέποντας τόσα ξακουστά ονόματα των αρμάτων, ενθουσιάζονται. Τους ακολουθούν παίζοντας τα παλαμάκια και τα μάτια ολονών δακρύζουν απο ελπίδα...  
ΤΕΛΟΣ 1ου μέρους
                                                                                          Συνεχίζεται......
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ: ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ (Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος Α.Ε.)

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

ΔΩΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

To Πάσχα πλησιάζει! Χαρείστε στα παιδιά μας όμορφα βιβλία που θα τα ταξιδέψουν στους κόσμους της αγαπημένης Άλκης Ζέη!
 Προτείνω:
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ: Ο Πέτρος, ένα αγόρι εννιά χρονών, είναι πολύ λυπημένος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Η μεγάλη αδελφή του, η Αντιγόνη, θέλει να του δώσει το κουτί με το βραχιόλι της για να το θάψει. Ο Πέτρος συλλογιέται να το χώσει στη χαραμάδα ενός δοκαριού. Δεν πρόλαβε όμως. Το άλλο πρωί τον ξύπνησε απότομα η μαμά του."-Σήκω,νάσαι ντυμένος. Έγινε πόλεμος!Δεν ακούς τις σειρήνες; Ήταν 28 του Οχτώβρη του 1940. Ο Πέτρος ξέρει τον πόλεμο μέσα απο τα βιβλία του. Τον μαγεύουν οι ήρωες, οι ασπίδες,τα ξίφη,οι νίκες! Άραγε,έτσι νάναι και στ'αλήθεια; O Πέτρος ζει τον πόλεμο, την κατοχή, την αντίσταση μαζί με τους γονείς του,την αδελφή του, τον παππού του και την χελώνα του το Θόδωρο. Κι εμείς τον παρακολουθούμε,σαν κινηματογραφική ταινία,στο μεγάλο του περίπατο μ'όλες τις αληθινές του πια περιπέτειες,απο τον Οχτώβρη του 1940 ως τον Οχτώβρη του 1944,που η Ελλάδα ελευθερώθηκε!
Το έργο θα συναρπάσει μικρούς και μεγάλους!

ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΤΗΣ ΒΙΤΡΙΝΑΣ:  Η Μέλια και η Μυρτώ είναι δύο κοριτσάκια που ζουν το 1936 σ'ένα νησί του Αιγαίου. Ο παππούς τους διηγείται αντί για παραμύθια μύθους και θρύλους για τους αρχαίους Έλληνες. Ο ξάδελφός τους ο Νίκος,φοιτητής απο την Αθήνα,τις μαγεύει με την ιστορία ενός τίγρη-το καπλάνι , όπως το λένε στο νησί-που βρίσκεται βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα στην μεγάλη σάλα του σπιτιού τους. Λίγο-λίγο μπλέκονται στο παιχνίδι του καπλανιού της βιτρίνας μικροί μεγάλοι, ύστερα απο κάποιο συνταρακτικό γεγονός που συγκλόνισε τους πάντες, μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού στις αρχές του Αυγούστου! Οι εφημερίδες είχαν κάτι μεγάλες φωτογραφίες ενός χοντρού με γυαλιά, που ο μπαμπάς τους είπε πως αυτός είναι ο δικτάτοράς τους! Ένας δικτάτορας που έμοιαζε με βάθρακα!!!...

Η ΜΩΒ ΟΜΠΡΕΛΑ: Η Ελευθερία,ένα δεκάχρονο κορίτσι,ζει με τους γονείς της και τα δίδυμα μικρότερα αδέλφια της στο Μαρούσι. Τότε, το τελευταίο καλοκαίρι πριν απο τον πόλεμο του 1940. Λιγοστά τα παιχνίδια τους: βόλοι, σβούρες, σκοινάκι,γιο-γιο κι'ένα ζευγάρι πατίνια με καρουλάκια που τους τα δάνειζε το ξένο παιδί απο τη Γαλλία, που ήρθε να μείνει στο πάνω πάτωμα του σπιτιού τους, κι έγινε ο αχώριστος φίλος τους. Παίζουν όλοι μαζί και σκαρώνουν με την φαντασία τους χίλιες δύο ιστορίες που μαγεύουν και τους ίδιους. Και πόσα άλλα δεν θα έκαναν και δε θα ονειρεύονταν αν δεν τους εμπόδιζαν οι μεγάλοι! Οι μεγάλοι και τα παιδιά. Δυο κόσμοι μακρινοί,σχεδόν απλησίαστοι.Με τους δικούς τους νόμους και τις δικές τους αλήθειες ο καθένας. Πώς λοιπόν να καταλάβουν οι μεγάλοι ότι μια μωβ ομπρέλα μπορεί να κάνει την φαντασία των παιδιών να καλπάζει αχαλίνωτη;
Ο ΨΕΥΤΗΣ ΠΑΠΠΟΥΣ: Το τελευταίο έργο της συγγραφέως, που γυρίστηκε και σε τηλεοπτική σειρά.
Ένας αλλιώτικος παππούς κι ένας δεκάχρονος εγγονός, ο Αντώνης. Ο παππούς, συνταξιούχος ηθοποιός, γύρω στα ογδόντα, πληθωρικός σε συναισθήματα, γνώσεις και εμπειρίες και με ιδιαίτερες συνήθειες, εξάπτει τη φαντασία του Αντώνη με τις ιστορίες που του διηγείται από τη ζωή του. Όλα αυτά του Αντώνη του φαίνονται τόσο υπερβολικά και απίστευτα που αναρωτιέται: αλήθεια, ψέματα; Μια τρυφερή σχέση παππού και εγγονού, όπου μέσα από τα γεγονότα αναδεικνύεται η προσπάθεια του αγοριού να κατανοήσει τον παππού και να τον κάνει να νιώθει περήφανος για κείνον.


ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ-ΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΕΣ:
H AΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ: Σκέφτεσαι εκείνες τις ιπποτικές μυθιστορίες με τους μεγάλους έρωτες, τις περιπέτειες, όταν οι εραστές χάνονται και αναζητούνται διασχίζοντας τον κόσμο. Έτσι και η Ελένη φτάνει στα πέρατα του κόσμου για να ξανασμίξει με το μυθικό αρραβωνιαστικό! Μονάχα που οι σημερινοί ήρωες δεν έχουν να παλέψουν με δράκοντες και με καστρόπυργους, αλλά με τις συμπληγάδες της Ιστορίας! Αυτή ορίζει τη μοίρα τους,ρυθμίζει και τις ερωτικές συμπεριφορές, πλάθει πρόοτυπα ή θαμπώνει την λάμψη των ανθρώπων...
Πρόσωπα κοινά,αθέλητοι πρωταγωνιστές ή ανίδεοι κομπάρσοι του δράματος. Αντίσταση, εμφύλιος,διώξεις. Μεγάλα οράματα και διαψεύσεις, διάλυση πολλών ψευδαισθήσεων. Η Ελλάδα, ο Κόσμος!
Το έργο η ανθρώπινη φωνή της Άλκης Ζέη
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:http://vimeo.com/7577920
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925.
 Καταγόταν απο την πλευρά του πατέρα της απο την Κρήτη και απο την πλευρά της μητέρας της απο την Σάμο, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Ανηψιά της μεγάλης μας Διδώς Σωτηρίου.
Παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργο Σεβαστίκογλου, που πέθανε το 1991. Απέκτησαν δύο παιδιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο κινηματογραφικό ινστιτούτο της Μόσχας στο τμήμα σεναριογραφίας. Απο το 1954-1964 έζησε σαν πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Το 1964 επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα για να ξαναφύγουν πάλι όλοι μαζί με τον ερχομό της Χούντας το 1967. Αυτή την φορά ο τόπος διαμονής τους ήταν η Γαλλία και συγκεκριμένα το Παρίσι.
Ασχολήθηκε απο πολύ νωρίς με το παιδικό διήγημα  και δημιούργησε τους ήρωες του κουκλοθέατρου "Μπάρμπα Μυτούση" τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα..
Μαζί με τη Ζωρζ Σαρρή, με την οποία γνωρίζονταν από τα σχολικά τους χρόνια, καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος.