bilsot - AMATEUR PHOTOGRAPHER - ...Λείπει μια Καρυάτιδα! Μα εμείς θα την φέρουμε πίσω!

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ο Παρισινός, ο Μινόρες (κεφ 12,13,14)

                                                 Ο Παρισινός, ο Μινόρες
 Κεφ.12  Η καρδιά της Ελλάδας πολεμά στα βουνά της Αλβανίας

Αξημέρωτα ακόμα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου, η Πόπη ξύπνησε για να πάει στην δουλειά. Εγώ ακόμα δεν είχα ανοίξει το μάτι. Το ίδιο και τα υπόλοιπα παιδιά.
Βγήκε το λοιπόν έξω στην αυλή  για να φέρει νερό από την κεντρική βρύση που βρίσκονταν έξω στην αυλή και μ’αυτό κάναμε την πάστρα μας, όταν άκουσε  μια ασυνήθιστη φασαρία για την τόσο πρωινή ώρα, έξω στο δρόμο.
Βρίσκει κάποιους γείτονες και τους ρωτά  τι ακριβώς συνέβαινε και είχε τέτοια αναστάτωση η γειτονιά μας.  Εκείνοι την ενημέρωσαν πως  λίγο πριν η Ιταλία μας είχε επιτεθεί. Αναστατωμένη, σχεδόν τρεμάμενη γυρίζει και ξυπνά πρώτα εμένα, η οποία ακόμη μέσα στη παραζάλη του ύπνου, δεν κατάλαβα το μήνυμα του φοβερού νέου και της απαντούσα ασυναρτησίες του τύπου να πάμε γρήγορα να δέσουμε την αγελάδα την Μαρίτσα.Είχα μείνει στο όνειρο… πως ήμουν στον Βόλο και προσπαθούσα να μαζέψω την αναθεματισμένη την αγελάδα μας!
-Βρε μάνα τι είναι αυτά που μου λες, αντέτεινε εκνευρισμένα.Έχουμε πόλεμο..ξύπνα! Έίμαστε με την Ιταλία σε πόλεμο!!! Η λέξη πόλεμος έπεσε σαν κεραυνός μέσα στην ησυχία του σπιτιού και ξύπνησε τα αδέλφια της. Δεν πέρασε πολύ ώρα και μέχρι να συνέλθουμε από το τρομερό μαντάτο, ακούστηκαν οι σειρήνες που επιβεβαίωναν με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο την πραγματικότητα.   

Στο ραδιόφωνο η φωνή του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου μετέδιδε το πρώτο ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου και κάθε λέξη, κάθε παύση του
μηνύματος τσάκιζε ραχοκοκαλιές:
«Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών… Μεταδίδομεν το πρώτο ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου. Αι ιταλικές στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής την σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις Αμύνονται του πατρίου εδάφους!»
«΄Αγιε μου Σπυρίδωνα, φώναξα το παιδί Μου! Τα παιδιά Μας!!!»

Στην πορεία όμως, ακολουθώντας πιστά το πρόγραμμα της Δευτέρας, πήρα το Καλλιοπάκι για να πάμε κανονικά στην δουλειά μας. Βγαίνοντας από το σπίτι βλέπω απέναντι στο μπακάλικο του Γερο-Τσάλτα, να γίνεται το αδιαχώρητο από τον κόσμο, που πήγαινε να ψωνίσει τα πρώτα χρειαζούμενα. Ο Γερο-Τσάλτας  είχε επιστρατεύσει  εκτός από τον γιο του Σταύρο, όλους τους φίλους του για να μπορέσουν να ξεπουλήσουν με ασφάλεια το εμπόρευμα των ραφιών του.
Ένα πραγματικό αγοραστικό ντελίριο είχε πιάσει τον κόσμο.
Μέχρι να φτάσουμε στην Ομόνοια, οι βομβαρδισμοί  της Ιταλικής αεροπορίας στον Πειραιά, ακούστηκαν έως την Αθήνα και τρομοκρατημένες γυρίσαμε πίσω. Απέναντι από το σπίτι μας Λένορμαν και Κωνσταντινουπόλεως όπως σου είπα, ήταν η ΒΙΟ.
Μια σκέψη τότε, μου καρφώθηκε στο νου και δεν μ’άφηνε να ησυχάσω:
Αν από την πρώτη μέρα οι  Ιταλοί βομβάρδισαν την Πάτρα, τον Ισθμό και το λιμάνι της πρωτεύουσας, δεν θα αργούσαν να βομβαρδίσουν και περιοχές της Αθήνας, υψίστης στρατιωτικής σημασίας.Η Βιομηχανία όπλων θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ένας από τους στόχους τους.Σε ένα τέτοιο σενάριο το δικό μας σπίτι βρισκόταν ακριβώς στον κύκλο του στόχου! Γεμάτη αγωνία, παίρνω τα παιδιά μου και με την σπιτονοικοκυρά μας την χήρα-Βάσω που είχε και κείνη ένα κορίτσι μικρό στην ηλικία πάνω-κάτω της Μιράντας μου, ξεκινούμε για το σπίτι της ξαδέλφης της που ήταν μακριά από το κέντρο της πόλης, στην Αγία Παρασκευή.
Ο Νικολός όμως επ’ουδενί να μας ακολουθήσει! Δεν είχε μια βδομάδα που είχε αγοράσει ένα ποδήλατο, και χωρίς αυτό δεν ξεκινούσε να πάει πουθενά!
Βρε καλέ μ’, βρε χρυσέ μ΄, εδώ κινδυνεύουμε, το ποδήλατο θα σκεφτούμε?
΄Αφησέ το μέσα στο σπίτι και όταν περάσει η μπόρα θα έρθουμε πίσω να το πάρουμε…τίποτα αυτός! Εκεί! Πείσμα!!!
-Ή θα πάρω το ποδήλατο μαζί ή δεν έρχομαι, να φύγετε μόνες σας να πάτε όπου θέλετε να κρυφτείτε. Εγώ δεν φεύγω από το σπίτι μας και δεν εγκαταλείπω το ποδήλατο. Πάει και τελείωσε θα μείνω πίσω να προσέχω τα πράγματά μας!
Πώς να παίρναμε το ποδήλατο μαζί;  Εδώ τρομάξαμε εμείς να φύγουμε με την συγκοινωνία, από τον κόσμο που ανέβαινε πάνω στα  τραμ, σε λεωφορεία, στα τρένα (κοντά ήταν και ο σταθμός Λαρίσης) κρεμασμένος σαν τα σταφύλια και κινούσε να πάει … όπου αλλού, θεωρούσε ασφαλέστερο τόπο.

Η ημέρα προχωρούσε και μαζί της ο πυρετός της πόλης δυνάμωνε.
Γέμισαν οι δρόμοι αρματωμένους στρατιώτες  και επίστρατους που έφευγαν για τις στρατιωτικές τους μονάδες .Οι θρήνοι του αποχωρισμού με τα πολεμικά τραγούδια που αντηχούσαν από κάθε γωνιά, από κάθε ανοικτό παράθυρο σπιτιού, από κάθε ταβέρνα, είχαν ενορχηστρώσει την όπερα του παραλόγου ενός λαού που ξεκινούσε έναν άνισο αγώνα κόντρα στον πανίσχυρο εχθρό, έχοντας όμως μια αισιόδοξη ορμή.Η Ελλάδα, κείνη την καταγάλανη Δευτέρα της 28ης Οκτωβρίου, έδειχνε ξεκάθαρα πως δεν δειλιάζει.  Είχε την πεποίθησή της, μοναχά στην νίκη!


Με τα πολλά φτάνουμε μόνο οι γυναίκες, (ο Νικολός πίσω φυλούσε το ποδήλατο), στο σπίτι της ξαδέλφης της κυρά-Βάσως στην Αγία Παρασκευή.
Το σπίτι της, τρομάξαμε να το βρούμε. Ήταν πέρα από την εκκλησία πάνω στο βουνό, στις παρυφές της βoρειοανατολικής πλευράς του Υμηττού εκεί που σήμερα έχω ακουστά πως στεγάζεται το ΣΔΑΜ(Στρατηγείο Διοικήσεως Ανατολικής Μεσογείου).Την θυμάμαι σαν τώρα, μια τεράστια μονοκατοικία, απομονωμένη από την κατοικήσιμη περιοχή.Η ξαδέλφη της Βάσως πολύ καταδεκτική και φιλότιμη,  μας φιλοξένησε όλους για δύο μέρες.Το βράδυ όμως που πέσαμε να κοιμηθούμε, άκουγα έξω από το παράθυρο του δωματίου μας συνεχή ποδοβολητά αλόγων. Πέρα, δώθε, πέρα…δώθε, όλο σχεδόν το βράδυ! Μα τι στο καλό συνέβαινε, αναρωτήθηκα και την επομένη το πρωί ρώτησα την ιδιοκτήτρια που μας φιλοξενούσε ποιοι ήταν οι καβαλάρηδες του μεσονυχτίου. Τότε λοιπόν ξεδιάλυναν όλα.Το σπίτι της ξαδέλφης ήταν κάτω ακριβώς από την μεραρχία Ιππικού, που κάποιες μονάδες της δεν είχαν φύγει ακόμα για την Μακεδονία και την Ήπειρο και αποτέλεσαν αργότερα την εφεδρεία του αρχιστράτηγου Παπάγου, στην γραμμή Μεταξά.Εμ’ εδώ, σκέφτηκα, είναι χειρότερα από το σπίτι μας. Οπότε την τρίτη μέρα πήρα τα κορίτσια μου και επέστρεψα πίσω στη γειτονιά μας.
Θα είχε περάσει η όγδοη μέρα του Νοέμβρη, όταν τα πρώτα νικητήρια μηνύματα από τα βουνά της Πίνδου ήρθαν να αναθαρρέψουν ψυχή και λογισμό μας!
Η γραμμή άμυνας στο Καλπάκι, κάτω από τις διαταγές του υποστράτηγου Κατσιμήτρου αναχαίτισε την Ιταλική εισβολή.Τις επόμενες δύο μέρες καινούργια πάλι ενθαρρυντικά νέα έρχονταν να αναπτερώσουν το ηθικό των πολιτών, πως η 8η Μεραρχία πέρασε από την άμυνα στην επίθεση! Θρίαμβος στο Καλπάκι!
Το ελαφρύ πυροβολικό μας θαυματούργησε. Το πεζικό μας αντιστάθηκε μέχρι οι Ιταλοί να σπάσουν τα μούτρα τους, εγκαταλείποντας άρματα και οπλισμό.
Ένας μάλιστα πυροβολητής κατόρθωσε μόνος του, να καταρρίψει δύο ιταλικά αεροπλάνα, έγραφαν οι πολεμικοί ανταποκριτές στις εφημερίδες της Αθήνας.
-Λες  ο πυροβολητής να ήταν  ο Πίπης μας?, φώναξα συνεπαρμένη  από τον ενθουσιασμό της νίκης. Πέσαν να με φάνε…κόρες και γιος!
-Ναι ο δικός σου γιος άλλαξε την πορεία της μάχης! Είπε η πρώτη ειρωνικά..
-Άλλος δεν υπήρχε! Μόνο το κουκουβαγιόπουλο που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου! Συμπλήρωσαν χοροδιακά οι  υπόλοιποι τρεις.
-Και όμως να δείτε, πως σε κείνα τα υψώματα θα βρίσκεται ο αδελφός σας και είμαι σίγουρη πως πολέμησε μαζί με τους συντρόφους του γενναία! ΄Ίσως γενναιότερα όλων! επέμενα εγώ και ταυτόχρονα άκουγα την καρδιά μου μέσα να πεταρίζει από αγωνία για το παλληκάρι μου που δεν είχα ιδέα πούθε βρισκόταν κείνο τον καιρό. Νάταν άραγε ακόμα ζωντανό ή πεθαμένο μέσα σε καμμιά χαράδρα, και εγώ  να τον ονειρευόμουν δοξασμένο πυροβολητή;
Δύο μήνες μετά και ενώ οι νικηφόρες μάχες του Ελληνικού στρατού συνεχίζονταν  (Κλεισούρα, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Πρεμετή, Πόγραδετς, Χειμάρρα) η απάντηση θα μου ερχόταν ολοζώντανη!
Ο γιος μου επέστρεψε με τιμητική άδεια και τον είχαν προαγάγει στον βαθμό του Ανθυπολοχαγού, διότι  ο πυροβολητής που είχε καταρρίψει τα δύο Ιταλικά αεροπλάνα στο Καλπάκι, δεν ήταν άλλος από τον Σπύρο Μας!!!

                                                        
                                           Ο Παρισινός, ο Μινόρες

Κεφ.13  Η Μαρίτσα και η συννεφιασμένη  Κυριακή 

Μέσα στην γενική εθνική ανάταση απ’ τις νικηφόρες μάχες των στρατιωτών μας, ο ερχομός του γιου μου, μ΄οδήγησε στους έβδομους ουρανούς!
Ήταν ο ήρωας της οικογένειας που επέστρεψε προπάντων σώος!
Ο Άγιος Σπυρίδωνας μου τον προστάτεψε…
Παρ’ότι τα τρόφιμα στην αγορά, σιγά-σιγά λιγόστευαν, εγώ ακόμα έφερνα  πάντα φαγητό  στο τσουκάλι.
Εξακολουθούσα να  δούλευω, τώρα πια σ’ένα άλλο ραφτάδικο, (η κυρά- Λευτερίτσα με τον άντρα της είχαν συγχωρεθεί από νωρίς).
Φτωχικό μεν το φαγητό μας, συνήθως όσπρια, αρκετό δε για να καλύψει την πείνα όλων!
Κείνη την ημέρα  λοιπόν, βράσαμε μια κότα προς τιμή του ήρωά μας και γιορτάσαμε με το ζουμί της την επιστροφή του.
Όταν καταλάγιασε η χαρά και τα παιδιά πήγαν για ύπνο, κάθισα με τον γιό μου να μου διηγηθεί τις μέρες εκείνες που πέρασε στα βουνά της Αλβανίας.Αφού μου περιέγραψε όλες τις λεπτομέρειες και την ένταση των δραματικών στιγμών που έζησε πολεμώντας με τους συντρόφους του για την λευτεριά, στο τέλος μου εκμυστηρεύτηκε ένα δίλλημα που τον απασχολούσε.Μετά την προαγωγή και παρασημοφόρηση, του προτάθηκε να γίνει μόνιμος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού.Διατηρούσε όμως πολλές αμφιβολίες για την σωστή απάντηση, που θάπρεπε να δώσει γυρίζοντας πίσω στην μονάδα του.
Πίπη μου, του λέω, όταν τελειώσει ο πόλεμος και δώσει ο Θεός να τελειώσεις τις σπουδές σου στην Νομική Σχολή, θα χρειαστούν παράδες για να ανοίξεις ένα δικηγορικό γραφείο. Εμείς γνωριμίες αυτού του κύκλου δεν έχουμε, φτωχοί άνθρωποι είμαστε, πώς θα τα βολέψεις; Καλύτερα θαρρώ πως είναι να δεχτείς την πρόταση και να γίνεις μόνιμος. Ο στρατός θα σε βοηθήσει να επιβιώσεις τις δύσκολες μέρες που δεν θα λείψουν μετά τον πόλεμο.
Έτσι ο Πίπης μου έγινε μόνιμος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και πολύ- πολύ αργότερα, δίνοντας εσωτερικές εξετάσεις πέρασε στην σχολή Πολέμου την οποία και ολοκλήρωσε επιτυχώς.
Δύο εικοσιτετράωρα μόνο έμεινε μαζί μας το παλληκάρι μου! Την Τρίτη μέρα έφυγε πάλι για το μέτωπο…
Το Πάσχα του 41 με βρήκε άνεργη και δυστυχή όπως εξ’άλλου ήταν ολόκληρος ο  πληθυσμός της Αθήνας.
Ένα Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά, ένα εντελώς άχρωμο Πάσχα που έμελλε σε λίγες μέρες να βαφτεί κατάμαυρο!
Οι ένοικοι της αυλής της κυράς-Βάσως δεν είχαν αλλάξει.  Δίπλα από τα δικά μας δωμάτια, έμεναν οι δύο αδελφές Νίτσα και Σούλα.Στην γκαρσονιέρα του επάνω ορόφου είχε στεγάσει την ζωή του το παράνομο ζευγάρι, όπως το φωνάζαμε, γιατί δεν ήταν στεφανωμένο.Απέναντι η σπιτονοικοκυρά μας Βάσω με την κόρη της, και στην άκρη της αυλή μας ένας μεσότοιχος χώριζε τα δικά μας απ’τα αμαρτωλά δωμάτια που έμεναν το Μαρικάκι και το Κατινάκι.Το Κατινάκι, το μικρότερο, είχε  έναν Εγγλέζο στρατιώτη «αρραβωνιάρη» ο οποίος  συχνά προμήθευε τα κορίτσια με τρόφιμα από την μονάδα του κι’αυτά δεν μπορώ να πω, όλο και κάτι τους περίσσευε και φίλευαν τα παιδιά της γειτονιάς.
Τελευταίως είχε μέρες να φανεί και όλοι αναρωτηθήκαμε τι έγινε ο Εγγλέζος  γείτονας. Δεν άργησε να μαθευτεί πως ο Τζέφρυ, και μαζί του όλα τα υπόλοιπα Εγγλεζάκια που είχαν έρθει με τον συμμαχικό στρατό στην Αθήνα, τα μαζέψανε και έφυγαν άρον-άρον αφήνοντας πίσω τους, διάφορους θησαυρούς.
Ένα τσουβάλι στρατιωτικά άρβυλα, ας πούμε  ήταν ένας πραγματικός θησαυρός τότε και ο κόσμος έτρεχε να μαζέψει ότι πολύτιμο είχαν  αφήσει βιαστικά πίσω τους. Έστειλα και γω τον Νικολό μήπως καταφέρει να εφοδιαστεί και κείνος κάτι… εκτός από την Φρίντα την μικρή χαριτωμένη σκυλίτσα του Φρέντυ, που ξώμεινε πίσω να χοροπηδά στις αυλές μας.
Είχα απλώσει την μπουγάδα μου, όταν άκουσα το κουδουνάκι της μεγάλης σιδερένιας εξώπορτας. Ο Νικολός θάναι υπέθεσα.Κάνω έτσι και αντί του Νίκου βλέπω δύο νέα κορίτσια, να στέκονται μπροστά ψάχνοντας κάτι-κάποιον να βρουν. Η πρώτη, η ψηλότερη η οποία ήταν και η ομορφότερη, με πλησιάζει και καλημερίζοντάς με, ρωτά, αν είμαι η κυρία Θεοδώρου.
– Η κυρία Θεοδώρου είμαι, εσείς ποια είστε? την ρωτώ με απορία
-Είμαι η Μαρίτσα απ’την Καβάλα η αρραβωνιαστικιά του Πίπη.Απ’εδώ η αδελφή μου Αφροδίτη.  Ο Πίπης, μου μήνυσε πως έπρεπε να φύγω από την πόλη μου και ήρθα κατά πώς με συμβούλεψε  με την αδελφή και τον αδελφό μου Παναγιώτη στην Αθήνα. Την αντρέσα σας μου την έγραψε ο Σπύρος. Είναι εδώ το Λενάκι;  Εκείνη με γνωρίζει…Εγώ έμεινα με το στόμα ανοικτό να την κοιτώ χωρίς να μπορώ να βγάλω μιλιά. Ούτε καν να φωνάξω το Λενάκι που την γνώριζε…!
Με τα πολλά, η Ελένη άκουσε τις κουβέντες μας και βγήκε έξω να υποδεχτεί την αρραβωνιαστικιά Μαρίτσα απ’την Καβάλα που εκείνη βέβαια γνώριζε, αλλά εγώ δεν είχα καν ακουστά.
Πράγματι ο γιόκας μου, είχε αρραβωνιαστεί την Μαρίτσα του, από την εποχή που έφυγε για την Καβάλα, πριν τον πόλεμο.Στην Ελένη είχε προλάβει να την γνωρίσει όταν την κάλεσε τον Αύγουστο του 40. Η Ελένη δεν πρόλαβε όμως να κάτσει πάνω από μία εβδομάδα, όπως σου είπα  γιατί  τορπίλησαν την ΄Ελλη. Έφτασε βέβαια η εβδομάδα για να γνωρίσει την μέλλουσα νύφη της. Σε μένα όμως δεν είπε κουβέντα.
-Και πού βρίσκεται τώρα ο Σπύρος, Μαρίτσα από την Καβάλα; Ξέρεις;
-Να σας πω σίγουρα, δεν γνωρίζω. Το μήνυμα μου το έφερε ένας στρατιώτης, το οποίο έλεγε πως περιμένουν επίθεση από τα Γερμανικά στρατεύματα, και ότι φρονιμότερο είναι να φύγουμε γιατί η Καβάλα βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα με την Βουλγαρία που είναι σύμμαχός τους.  Θα ήθελα να με φιλοξενήσετε το πολύ για  μία εβδομάδα μέχρι να βρουν τα αδέλφια μου σπίτι εδώ κοντά.
Μπορούσα να αρνηθώ την φιλοξενία στην μέλλουσα νύφη μου και τα αδέλφια της;  Όχι βέβαια, απλά έπρεπε να φροντίσω για τρία ακόμα πιάτα! Τελικά ευτυχώς γλίτωσα το εγκεφαλικό γιατί  δεν χρειάστηκε να μείνουν πάνω από μία μέρα μαζί μας τα αδέλφια της παρά μόνο η Μαρίτσα. Αλλά και μόνο για την επιπλέον φροντίδα της Μαρίτσας θα πρέπει να σου πω, ότι για μένα δεν ήταν κάτι το απλό, κείνη την εποχή φάνταζε σχεδόν κατόρθωμα! Τα αδέλφια της ήταν πολύ καλά παιδιά, είχαν φύγει  από την πατρίδα τους έχοντας κάνει το σχετικό κουμάντο και  σχεδόν την δεύτερη μέρα βρήκαν και νοίκιασαν σπίτι. Ο αδελφός της μάλιστα, βρήκε και έπιασε μια πρόχειρη δουλίτσα ως νεωκόρος και ψάλτης στην εκκλησία της ενορίας μας.  Ξημέρωσε η Συννεφιασμένη Κυριακή! Ναι… αυτή που έγινε παραπονεμένο τραγούδι από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ξημέρωσε με τον θόρυβο των αλυσίδων των Γερμανικών τανκς, που φανερώθηκαν στην Αθήνα από την Ιερά Οδό και συνέχισαν, ανεβαίνοντας την Μεγάλη Αλεξάνδρου του Μεταξουργείου για να καταλήξει η πομπή τους στο κέντρο της πόλης και να φτάσει να κυματίζει η σημαία τους με τον απεχθή αγκυλωτό σταυρό της στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.
Τα παραθυρόφυλλά μας καθώς και τα ρολά όλων των καταστημάτων της περιοχής, παρέμειναν παντάκλειστα και κατεβασμένα.                                                   Τόνιωθες όμως… πως πίσω από κάθε γρίλια παραθύρου, υπήρχαν διάπλατα μάτια που κοίταζαν φοβισμένα…Ούτε ένα σκυλί, μια γάτα έστω δεν φαινόταν στους έρημους δρόμους. Κάποιοι βέβαια αργότερα είπαν πως είδαν μερικούς νάχουν βγει έξω και να χειροκροτούν τα γερμανικά στρατεύματα καθώς παρήλαυναν με ύφος νικητή, αμείλικτου κατακτητή, μα τα δικά μου μάτια δεν είδαν όχι μόνο άνθρωπο να κυκλοφορεί έξω μα μήτε πουλί πετούμενο να πετά.
Ο Νίκος είχε πάλι βάλει το ραδιόφωνο…ακουγόταν ο εθνικός μας ύμνος και τα μάτια όλων θόλωναν από τα δάκρυα!


  
Δεν είχε περάσει πολύ ώρα από την διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων, όταν ένας θόρυβος βιαστικών βημάτων σταμάτησε μπροστά απ’την πόρτα μας.Αιώνες μας φάνηκε πως πέρασαν μέχρι να γυρίσει το μάνταλο και να φανεί στο άνοιγμα ο Σπύρος! Επιτέλους είχε επιστρέψει και πάλι σώος και αρτιμελής.
Δεν μας  άφησε ούτε καν να τον αγκαλιάσουμε, πέταξε  από πάνω του την στολή, που ήταν γεμάτη ψείρες και του ετοιμάσαμε ένα καυτό μπάνιο για να απαλλαγεί απ’αυτές. Τα στρατιωτικά μας είπε να τα μαζέψουμε και αφού τα απολυμάναμε, σχεδόν τα κρύψαμε στα ενδότερα της ντουλάπας.
Η στολή ενός Έλληνα αξιωματικού μπορούσε να γίνει κόκκινο πανί για τα ναζιστικά σκυλιά που είχαν εισβάλει και άπλωσαν μεμιάς τον τρόμο πάνω απ’ την μεγάλη πόλη.
Στην συνέχεια, βάλθηκε να ξεκολλά με τον αδελφό του τα πλακάκια της αυλής του διαδρόμου,  που οδηγούσε στην υπόγεια αποθηκούλα  που βρισκόταν δεξιά και κάτω από τα δωμάτιά μας.Εκείνος είχε ήδη καταστρώσει τα σχέδια του για τις ανάγκες του πρώτου καιρού.
Δεν ήμουν σίγουρη, πλην όμως με την άκρη του ματιού μου, για μια στιγμή μου φάνηκε πως είδα μια σκιά να παρακολουθεί τους γιούς μου από το επάνω όροφο καθώς ξεκολλούσαν τα πλακάκια του διαδρόμου της αυλής. Στον επάνω όροφο δεν έμενε κανείς άλλος εκτός από το παράνομο ζευγάρι, το οποίο πάντα διακριτικό φρόντιζε να μη κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του. Κοίταξα καλύτερα μα τίποτα δεν υπήρχε εκεί ψηλά στην γωνία να δικαιολογήσει την αμφιβολία μου.Τα μάτια μου θα νόμισαν ότι κάτι είδαν σκέφτηκα, ταραγμένη ίσως απ’την ταυτόχρονη επιστροφή του Σπύρου με την  εισβολή του κατακτητή.
Ο φόβος και η καχυποψία για τον διπλανό μας, ήρθε σχεδόν αμέσως και φώλιασε στην καρδιές μας, σκεπάζοντάς τες με σκουρόχρωμες κόλλες χαρτιού όμοιες με κείνες που υποχρεώθηκε ο Αθηναϊκός λαός να καλύψει τα τζάμια όλων των παραθύρων των σπιτιών για συσκότιση της πόλης, σύμφωνα με τις εντολές της δοσίλογης κυβέρνησης Τσολάκογλου που διόρισε ο καταχτητής.

                                                     Ο Παρισινός, ο Μινόρες

Κεφ.14             Ο Πεινάααααω 

Πρώτο μέλημα του Σπύρου, ήταν να προμηθευτεί από τον Γερο-Τσάλτα δυό κιούπια λάδι που παράχωσε κάτω από τα πλακάκια της υπόγειας αυλής, που είχε ξεκολλήσει. Το λάδι αυτό στάθηκε σωτήριο για τον πρώτο τουλάχιστον καιρό της μεγάλης πείνας.
Οι φακές και τα φασόλια είχαν γίνει πια το καθημερινό μας μενού.
Αν περίσσευε καμμιά κουταλιά ξαναζεστανόταν με μπόλικο νερό για να αυγατίσει, μέχρι πια που το περιεχόμενο έχανε κάθε ίχνος νοστιμιάς.Η επιβίωσή μας πλέον είχε αρχίσει να μπαίνει σε κίνδυνο.Ένα πρωινό, εγώ και η Μιραντούλα μας, ξυπνήσαμε με πρησμένη κοιλιά.Ευτυχώς που η κυρά-Βάσω η σπιτονοικοκυρά, μας έδωσε μερικές φλούδες λεμόνια να δαγκώσουμε και να πάρουμε έτσι μερικές βιταμίνες.Δύο φορές άνοιξε η ξεπεσμένη μπιζουτιέρια των «πάλαι ποτέ Παρισίων» για να ενισχύσει το στομάχι μας, με τον θησαυρό της.Πάει ο σταυρός του πατέρα μου, πάνε τα δαχτυλίδια δώρα του άντρα μου, η χρυσή καδένα που στόλιζε κάποτε τον νεανικό μου μπούστο, τα μαργαριτάρια της Κονδύλως αγορασμένα στα ταξίδια του Καπετάν-Κωνσταντή στις αγορές της Ανατολής, έφυγαν ακόμα και οι βέρες που ένωσαν για πάντα την ζωή μου με τον Παρισινό. Όλα έγιναν αλεύρι, όσπρια, σύκα, καρύδια, κάστανα και λάδι. Ένα μόνο σώθηκε!
Το ζευγάρι με τα διαμαντένια σκουλαρίκια που μου φόρεσε η αγάπη μου για να τον θυμάμαι την τελευταία μέρα της παραμονής μας στο Παρίσι, μπροστά από το παράθυρο της κάμαρής μας με φόντο τον Σηκουάνα.
Η μνήμη του άντρα μου δεν γινόταν να ξεπουληθεί, να θυσιαστεί για ένα πιάτο φακές!
Τα σκουλαρίκια αυτά, αργότερα πολύ αργότερα όταν η ειρήνη επέστρεψε στον κόσμο και η ευτυχία βρήκε πάλι το κατώφλι μου, μοιράστηκαν σε τρία κομμάτια. Τα έξι μικρά διαμαντάκια του ζευγαριού έγιναν ένα δαχτυλίδι για την Καλλιόπη. Το ένα από τα δύο μεγαλύτερα διαμάντια, δαχτυλίδι για την Ελένη και το δεύτερο κομμάτι, δαχτυλίδι για την Μιράντα. Μ’αυτά στόλισα τα χέρια των κοριτσιών μου και εγώ με την σειρά μου, όπως ακριβώς κάποτε είχε στολίσει την νιότη μου, ο πατέρας τους! Αν δεν κάνω λάθος, το δαχτυλίδι της Μιράντας στολίζει τώρα πια και το δικό σου όμορφο χεράκι… Χρέος σου λοιπόν είναι να το φυλάξεις μέχρι νάρθει η στιγμή να στολίσεις και συ με την σειρά σου το χέρι της δικής σου κόρης!Κι’αν ποτέ δεν αποκτήσεις κόρη, να το φυλάξεις για την εγγονή ή την δισέγγονη που εύχομαι να προλάβεις να γνωρίσεις όπως πρόλαβα εγώ.
Αυτά τα διαμάντια δεν μπορούν και δεν πρέπει να στολίσουν γυναικεία χέρια που δεν κυλά στο αίμα τους το αίμα του Παρισινού-του Μινόρε μου!
Κανά δυο φορές στις αρχές ακόμα της κατοχής, ο Σπύρος με την Καλλιόπη και τον Νίκο, πήγαν στους συγγενείς μας στο Βόλο και συγκεκριμένα στην θεία τους Βασιλική γυναίκα του Γιώργου Θεοδώρου.Η επαρχία άργησε πολύ, ίσως και ποτέ δεν ένιωσε τι θα πει πείνα όπως η Αθήνα. Η Γης δεν φτωχαίνει ποτέ, ακόμα και να την κάψεις αυτή πάλι θα βρει τρόπο να σου φτιάξει γεννήματα και να σε ταίσει.  Δεν ήταν τυχαίο πως όλοι οι εσωτερικοί μετανάστες της πρωτεύουσας και των μεγάλων πόλεων, που είχαν διατηρήσει την γεωργική οικογενειακή περιουσία, επέστρεψαν πίσω στα χωριά και στους τόπους τους. Η Βασιλική, νάναι ελαφρύ το χώμα που τώρα την σκεπάζει, δύο φορές μας ενίσχυσε με αγαθά πρώτης ανάγκης.
Ο Χειμώνας του ’41-42 ήταν ο χειρότερος! Η μπότα του κατακτητή δεν άφηνε ούτε ψίχουλο πίσω για τον άμοιρο ελληνικό λαό.Είναι αδύνατον να ξεχάσω εκείνα τα πρωινά που η ανάγκη μ’έβγαζε στην γύρα σχεδόν αξημέρωτα, προς αναζήτηση οποιαδήποτε τροφής που θα γέμιζε το τσουκάλι μας, τις εικόνες που αντίκρυζα περνώντας έξω από τη πόρτα του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα στην πλατεία Κουμουνδούρου.Τα πεταμένα  από βραδύς μωρά σχημάτιζαν θαρρείς μπόγους ανθρώπινων σκουπιδιών, τα παραπονιάρικα από την πείνα κλάματά τους, όσων είχαν επιζήσει από το δριμύ κρύο της νύχτας, γίνονταν λόγχες και ξέσκιζαν την  καρδιά μου.Τα υπόλοιπα, τα ασάλευτα, περίμεναν το καρότσι του Δήμου που περνούσε να μαζέψει όλα τα ανθρώπινα κουφάρια που δεν είχαν αντέξει και είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή…στις γωνιές, στα παγκάκια, στις αυλόπορτες, στα σκαλιά της εκκλησίας.
Έσκυβα το κεφάλι, έκλεινα τα αυτιά μου, και δυνάμωνα το βήμα να ξεφύγω γρήγορα από το τόπο του μαρτυρίου. Ήταν κάτι παραπάνω από τις δικές μου δυνάμεις, δεν άντεχα σ’αυτή την καθημερινή δοκιμασία, γι’αυτό και σύντομα σταμάτησα να  βγαίνω έξω από το σπίτι.
Από τα τέλη του ΄42 που ο στρατός μας υποχώρησε και ο Γερμανικός κατέκτησε την χώρα, ο Σπύρος, δεν κράτησε καμία επαφή με την υπηρεσία του.
Είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με το εμπόριο, ή καλύτερα με το εμπόριο της μαύρης αγοράς, όπως άλλωστε η πλειοψηφία των κατοίκων.   
Στην αρχή έφτιαχνε μικρά σταφιδόψωμα (ο Θεός βέβαια να τα κάνει σταφιδόψωμα) τα οποία πουλούσε σ’ένα πάγκο που είχε στήσει στην οδό Αχιλλέως. 
Όλη η Αχιλλέως γεμάτη από πάγκους που αντάλλασσαν τρόφιμα του ενός είδους με τρόφιμα του άλλου είδους. Αργότερα άρχισε να εμπορεύεται κάστανα. Αυτή η επιχείρησή του όμως φαλίρισε πριν καλά-καλά αρχίσει διότι κατά την διάρκεια του βρασμού των κάστανων, χέρια πονηρά και πεινασμένα έκλεβαν τα κάστανα μέσα από το τσουκάλι.Μετρούσε και ξαναμετρούσε, ο δόλιος, τον αριθμό των κάστανων με τον αριθμό των χρημάτων που είχε εισπράξει και πάντα ήταν μείον.
Ώσπου μία μέρα εντόπισε την χασούρα…!
Η αρραβωνιαστικιά Μαρίτσα από την Καβάλα, μαζί με την δικιά μας Λένη από τον Βόλο είχαν οργανώσει την ομάδα σαλταδόρων της κατσαρόλας του Πίπη από την Αθήνα. Η Θεσσαλία με  την Μακεδονία είχαν συμμαχήσει εναντίον της πρωτεύουσας, οπότε όταν εκείνος δεν κοιτούσε κατά την ώρα της υποτυπώδους συσκευασίας τους, πότε η μία, πότε η άλλη έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκλέβουν κάστανα  από τα οποία  έδιναν και μερικά, στα κρυφά πάντα, και στην μικρότερη την  Μιράντα.Η δε Λένη, δεν της έφτανε το κλέψιμο, είχε βαλθεί να του σπάσει και τα νεύρα του φουκαρά του Σπύρου την ώρα που μετρούσε, ξαναμετρούσε και όλο μείον τάβρισκε. Θυμάμαι  ακόμα τους στίχους του τραγουδιού, που εκείνη σιγοτραγουδούσε, ενώ η Μαρίτσα μπουκωμένη, για να μη φανερωθεί, της κρατούσε τον ρυθμό με το χτύπο του ποδιού… 
Μικροί μεγάλοι γίνανε
μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο τον ντουνιά
με δίχως πορτοφόλι

Ακόμα κι οι γυναίκες τους
τη μαύρη κυνηγάνε
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν
κανέναν δεν ψηφάνε

Πρωί και βράδυ τρέχουνε
στους δρόμους σαν κοράκια
πελάτες ψάχνουν για να βρουν
να γδάρουνε κορμάκια

Πουλήσαμε τα σπίτια μας
και τα υπάρχοντα μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί
να φάνε τα παιδιά μας.

Η Μιράντα δεν συμμετείχε στην αυτοσχέδια κομπανία των άλλων δύο, μέλημά της ήταν το σχολειό και οι σπουδές της στην μέση εμπορική σχολή Αθηνών(μικρή εμπορική την έλεγαν τότε)
Πάντα τα αδέλφια της φρόντιζαν και για το δικό της μερίδιο στον επιούσιο.
Ήταν η μικρή μας «πριγκίπισσα» !Το άξιζε όμως η καυμένη γιατί αρίστευε ακόμα και την εποχή των ισχνών αγελάδων.

Τον Χειμώνα του ΄42 τον ονόμασα Χειμώνα του Πεινάω!      

Ο Πεινάαααω ήταν ένας ψηλός μεσόκοπος άνδρας με φθαρμένο μαύρο κοστούμι και ξεσολιασμένα παπούτσια, μια φιγούρα που είχε ξεπέσει θαρρείς από τις επαύλεις της αριστοκρατίας στην πόλη των αθλίων.Με μάτια θολά, ταξιδεμένα στο άπειρο, γυρνούσε τους δρόμους και με φωνή βραχνή σαν γρύλισμα σκύλου, δήλωνε την πείνα του με ένα μακρόσυρτο Πεινάαααααω! . Πάντα όταν τον άκουγα να περνά απ’έξω μια κράμπα έπιανε το δικό μου άδειο στομάχι. Ήμουν σίγουρη πως δεν ήταν από την δική μου πείνα. Μερικές φορές μέσα στις τσέπες της ποδιάς μου, ξέμενε καμμιά μικρή χουφτίτσα σταφίδες, αποθηκευμένη εκεί πάντα για τα παιδιά. Αυτή  συνήθως έβρισκα και αμίλητη έτρεχα να  την περάσω στην δική του χούφτα. Εκείνος μηχανικά, ασυναίσθητα θα έλεγες χωρίς να ορθώσει κουβέντα την έσπρωχνε λαίμαργα στο στόμα του.Το ίδιο σκηνικό έβλεπα να επαναλαμβάνεται και από άλλες γυναίκες της γειτονιάς. Ό,τι είχε η κάθε μια, ό,τι της περίσσευε που συνήθως δεν περίσσευε τίποτα, το έδινε στον Πεινάω.
Η φωνή του Πεινάω έσβησε για πάντα την Άνοιξη του ’42. Όπως ακριβώς έσβησαν και  οι φωνές 300.000 ανθρώπων από τον λιμό πού είχε πέσει στις μεγάλες πόλεις.      
  Πάνω στα κουφάρια των Ελλήνων που σωριάζονταν σαν ψόφια κοτόπουλα στα καροτσάκια του Δήμου, η διεθνής κοινή γνώμη παρέμενε αδιάφορη.
Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπιζαν την τραγωδία μας με αλληλοκατηγορίες. Οι Άγγλοι υποδείκνυαν τους Γερμανούς ως  υπαίτιους του εγκλήματος εφ’όσον λεηλατούσαν την χώρα και οι Γερμανοί τους Άγγλους που εφάρμοζαν την στρατηγική αποκλεισμού εμποδίζοντας την ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στους πεινασμένους Έλληνες.
Αναγκαστικά μόνη της η Ελλαδίτσα οργάνωσε συσσίτια μέσω διάφορων επιτροπών, ενώσεων ή υπηρεσιών του Ερυθρού Σταυρού, για να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς την πείνα και να ζήσει τα παιδιά της. 



Μας μοιράστηκαν ατομικά δελτία με τα οποία μας χορηγούνταν  40 δράμια  ψωμί κατ’άτομο και 15 κουταλιές φασόλια μαγειρεμένα χωρίς λάδι.
Αυτό ήταν όλο  το φαγητό που μας αναλογούσε! Πώς να χορτάσουν μόνο μ’αυτά, τα στόματα των παιδιών που μεγάλωναν σαν κρινάκια λεπτά στην άγρια μπόρα των καιρών!
Τα δελτία όλων τα τακτοποιούσα  στο πρώτο συρτάρι της ξύλινης ντουλάπας μας για να είναι πάντα εύκαιρα.Κείνη την ημέρα όμως ήταν αδύνατο να τα βρω.
Από δω, τα δελτία, από κει τα δελτία, βρε ποιος τα πήρε από δω που τάχα βάλει, τα δελτία δεν μπορέσαμε τελικώς να τα βρούμε! Αναγκαστικά πήγα και δήλωσα απώλεια.Με μεγάλη ταλαιπωρία κατάφερα να βγάλω για όλους καινούργια.
Μετά από κανένα δίμηνο, πώς κάνει έτσι και σπάει το πρώτο συρτάρι.                    Στην κόχη λοιπόν του σιδηρόδρομου που το κρατούσε στα τοιχώματα της ντουλάπας, φάνηκαν τα χαμένα δελτία που είχαν παραπέσει. Οπότε ξαφνικά και ανέλπιστα, βρεθήκαμε όλοι με διπλά δελτία, που σήμαινε πως μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε διπλή μερίδα φαγητού.Πότε πήγαινα εγώ, πότε η Πόπη, πότε ο Νίκος ξεγελούσαμε τον φούρναρη και παίρναμε διπλή μερίδα ψωμί και φαγητό για τον καθένα μας.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη τρεις και η κακή του μέρα! Η κακή μέρα έτυχε ευτυχώς σε μένα! Συνειδητοποιεί ο φούρναρης την απάτη και ειδοποιεί τον χωροφύλακα. Δέσμια λοιπόν με παίρνει για το αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Στον δρόμο, όμως καθώς πηγαίναμε άρχισα την κλάψα.
-Δεν με λυπάσαι παιδάκι μου, γριά γυναίκα- έχω πέντε παιδιά ορφανά να θρέψω και…. Ο χωροφύλακας με λυπήθηκε έτσι μικροκαμωμένη, ταλαίπωρη που ήμουν ντυμένη στα μαύρα, και μ’άφησε να φύγω, λέγοντας:
-Γιαγιά πήγαινε σπίτι σου χωρίς να σε δει ο φούρναρης που σε κατέδωσε και άλλη φορά να μην επιχειρήσεις ξανά να κάνεις τέτοιες παρανομίες!
Γύρισα στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα. Bγάζοντας το παλτό και κρεμώντας το στον καλόγερο η ματιά μου έπεσε στον μεγάλο καθρέφτη της εισόδου.
Μέσα σ’ αυτόν, διέκρινα πράγματι μία γριά 54 χρονών!

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

O Παρισινός,ο Μινόρες (κεφ 9,10,11)

                                              Ο Παρισινός, ο Μινόρες

Κεφ.9       Ο Θάνατος παραφυλούσε


Η μοίρα μου τελικώς δεν άφησε στα δώρα της πολλά καλά το βράδυ της γέννησής μου. Σώθηκαν μόλις στα σαράντα μου χρόνια!
Το διπλό θανατικό που έπεσε στο σπίτι μου, μ’άφησε παντέρημη με πέντε παιδιά στην αγκαλιά, το μεγαλύτερο 12 χρονώ και το τελευταίο ακόμα στο βυζί μου.   Στην κηδεία της μητέρας μου ούτε που μπόρεσα να πάω. Δεν κατάφερα ούτε το ύστατο χαίρε να της δώσω, ούτε να της κλείσω καν τα μάτια, γιατί άφησε την τελευταία της πνοή στην κλινική από μία φοβερή γαστρεντερίτιδα που την αφυδάτωσε χωρίς να προλάβουμε να καταλάβουμε και να προλάβουμε.
Η  ειρωνεία είναι πως την ημέρα της κηδείας του Γιάννη άκουσα την μητέρα μου να του φωνάζει πως πολύ σύντομα θα πήγαινε να τον βρει για να τον περιποιείται. Δεν ξέρω αν είχε προαισθανθεί το τέλος της, πάντως ο θάνατός της ήρθε το ίδιο γρήγορα και αναπάντεχα με κείνον του ανδρός μου. Η μοίρα πλέον με είχε στοχεύσει για τα καλά και με δοκίμαζε με τα πιο δύσκολα προβλήματα.
Η απελπισία ήρθε και φώλιασε σε ψυχή και λογισμό μου, κυριολεκτικά μου  έκλεψε όλες μου τις δυνάμεις! Το πρώτο καιρό δεν ήθελα να βλέπω άνθρωπο! Αμπάρωσα την δυστυχία στο σπιτάκι μου, την μπογιάτισα με μαύρο και άφησα όλα τα πράγματα να κυλήσουν κατά πως το ήθελαν και τα όριζαν εκείνα! 
Το γάλα μου στέρεψε για το μωρό που το άφησα στις φροντίδες της Καλλιοπίτσας το οποίο δύστυχο, αισθάνθηκε το βάρος του καθήκοντος της φύσης του, απέναντι στα μικρότερα αδέλφια της, μεγάλωσε πριν την ώρα της και ανέλαβε με τον μεγαλύτερο αδελφό της το κουμάντο του σπιτιού.
Τότε συνέβη κάτι που με ταρακούνησε όσο δεν φαντάζεσαι.΄Ερχεται μια μέρα η πεθερά για να βοηθήσει τάχα στις δουλειές του σπιτιού και στις ανάγκες των παιδιών που είχαν συσσωρευτεί λόγω δικής μου αδυναμίας. Στον ρου της συζήτησης λοιπόν, μου πρότεινε να σκεφτώ ως σώφρονα λύση, την υιοθεσία των δύο μικρών μου κοριτσιών. Εκείνη την στιγμή δεν μπορείς να φανταστείς πώς ένιωσα. Κυρίως για το γεγονός ότι είχα αφήσει την εικόνα στον περίγυρο, μιας γυναίκας που αδυνατούσε να τα βγάλει  πέρα μόνη της στο μεγάλωμα των πέντε παιδιών. Σηκώθηκα επάνω και σε πολύ αυστηρό ύφος που δεν άφηνε περιθώρια ούτε για ένα αντιγύρισμα της κουβέντας, γύρισα και της είπα: «Αν ποτέ μητέρα,  έρθουν τα παιδιά μου στο κατώφλι σου και σου ζητήσουν φαγητό, να μη τους δώσεις, δεν έχεις καμία υποχρέωση εσύ ως γιαγιά τους, η υποχρέωση αυτή είναι αποκλειστικά δική μου, και μη φοβάσαι, δεν θα χρειαστώ την βοήθεια κανενός σας!  Και τώρα με συγχωρείς αλλά με περιμένει η δουλειά μου και σένα το σπίτι σου…»
Βουτηγμένη στο βαρύ πένθος  και κάτω από τον φόβο της αποτυχίας μετά από τα άπονα λόγια της πεθεράς μου, χώθηκα στο εργαστήρι και έδεσα τα δάχτυλά μου με την τρύπια δαχτυλήθρα του ανδρός μου και το βελόνι!
Σε τι κατάσταση τραγική επέτρεψαν οι καταστάσεις να φτάσω, εγώ η Μαρία η θυγατέρα του καπετάν-Κωνσταντή, ώστε να μου προτείνουν ως οικονομική λύση να δώσω τα παιδιά μου! Αυτό δεν μπορούσα να το ανεχτώ και έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα κάνω τα πάντα ώστε η χρεία ποτέ να μη με αναγκάσει να χτυπήσω καμία πόρτα συγγενών του άντρα μου. Το στοίχημα το έβαλα και το κέρδισα μέχρι τέλος! Έως και τα χρήματα για τα στέφανα της κηδείας, που του έκαναν τα αδέλφια και οι γονείς του, τα πλήρωσα εγώ χωρίς ποτέ να τους ζητήσω ούτε μία δραχμή. Έτσι έπεσα με τα μούτρα στην δουλειά, και πάσχιζα να τελειώσω όλες τις παραγγελίες του αδικοχαμένου Παρισινού, με τέτοια μανία αφήνοντας τα χέρια μου αφύλαχτα στις βελονιές που ξέφευγαν από την βιασύνη. Ίσως-ίσως αυτή η αδικαιολόγητη βιασύνη τώρα που το σκέφτομαι να ήταν και μια μορφή αυτοτιμωρίας! Χίλιες τύψεις τυραγνούσαν την ψυχή μου, πως δεν αξιολόγησα σωστά την αδιαθεσία του Γιάννη και τον άφησα σχεδόν αβοήθητο στις λανθασμένες υποδείξεις του γιατρού.
Κάθε βελονιά στα χέρια μου, κάθε μάτωμα και ένας μικρός εξαγνισμός, μία μικρή συγχώρεση από τον εκλιπόντα! Βυθισμένη θαρρείς στις δικές μου ενοχές αλλά και στις χίλιες σκέψεις για το μέλλον μας λησμόνησα το χρέος που έστεκε απαιτώντας το μερίδιο στην ζωή. Ξέχασα τα παιδιά μου! Το μωρό ευαίσθητο ακόμα, πρόωρα εκτεθειμένο από την θαλπωρή της μητρικής μου αγκαλιάς στο πένθιμο περιβάλλον που εγωιστικά είχα επιβάλλει, έπαθε όπως είπε ο γιατρός, μαρασμό και σταμάτησε να πίνει το ξένο γάλα. Κατά την αυστηρή εντολή του, ξεκρεμάσαμε τις μαύρες κουρτίνες του σπιτιού, αλλάξαμε τα μαύρα ρούχα με εντονότερα χρώματα και το Καλλιοπάκι συνέχισε το δύσκολο έργο της περιποίησής του.
Ζωή όμως ζητούσε από την μάνα του και όχι από μια παιδούλα όπως ήταν ακόμα η αδελφή του.
Σουρούπωνε όταν άκουσα τις σπαρακτικές φωνές της Καλλιόπης μου, μάταια να το καλεί να επιστρέψει στον Κόσμο μας! Πέταξα από πάνω μου τα παντελόνια που έραβα και ανέβηκα τρέχοντας τις εσωτερικές  σκάλες του σπιτιού που ένωναν το εργαστήρι με το κυρίως σπίτι, να δω τι είχε συμβεί.
Η Καλλιόπη κρατούσε στην μικρή αγκαλιά της το άψυχο βρέφος και γύρω της σαστισμένα τα άλλα δύο μικρότερα, να σιγοκλαίν’ κι’αυτά ανήμπορα να κατανοήσουν το καινούργιο κακό που είχε έρθει να μας βρει.
Το μόνο που θυμάμαι, είναι τις δυνάμεις… όσες είχαν απομείνει να με εγκαταλείπουν και ύστερα τις μορφές των γυναικών της γειτονιάς που είχαν ακούσει τις φωνές και τα κλάματα των παιδιών και είχαν προστρέξει σε βοήθεια! Πέθανε, πέθανε βεβαίωνε η μια γειτόνισσα την άλλη που άρπαζε με την σειρά της στην αγκαλιά το βρέφος το οποίο δεν άφηνε κανένα ίχνος αναπνοής.
Δύο απ’αυτές ανέλαβαν να φωνάξουν ένα γιατρό και τον τελετάρχη της γειτονιάς, που είχε μάθει πια το δρόμο του σπιτιού μου. Ο γιατρός άργησε νάρθει, τον πρόλαβε ο τελετάρχης που πληροφορημένος από τις γειτόνισσες έφερε και μία μικρή ξύλινη κούνια-φέρετρο και το απόθεσαν μέσα σ’αυτό.
Το μωρό ασάλευτο κείτονταν σαν μικρό αγγελούδι που ξέπεσε από τους ουρανούς… στην άπονη γωνιά μου. Δεν είχε απομείνει ούτε ένα δάκρυ, να φύγει από τα ταξιδεμένα μάτια μου. Τα είχε στραγγίσει όλα ο χαμός του άνδρα και της μητέρας μου!
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει και πόσος κόσμος είχε εισβάλλει στο σαλόνι που κείτονταν το φέρετρο του παιδιού μου, όταν άκουσα το αγοράκι της Μαρικούλας της Σμυρνιάς, που είχε έρθει μαζί με την μάνα του να μοιρολογήσει την αβάφτιστη θυγατέρα μου, να της μιλά χαϊδεύοντας το μετωπάκι της  και να την παρακαλεί να ξυπνήσει για να παίξουν! Οι αθώες παιδικές ψυχές δεν υποτάσσονται εύκολα μπροστά στον θάνατο. Τον περιφρονούν γιατί τον αγνοούν! Δεν ξέρω αν βοήθησε το παιδικό κάλεσμα για παιχνίδι του μικρού Αχιλλέα πάντως τότε το μωρό σάλεψε και ο Αχιλλέας το πρόσεξε βάζοντας φωνούλα δυνατή πως το μωρό μας δεν ήταν πεθαμένο! Πάνω στην στιγμή εκείνη έφτασε και ο παπάς της ενορίας που είχε ήδη κληθεί.Αρπάζει το μωρό από το φέρετρο, το σηκώνει ψηλά και σχηματίζει το σχήμα του σταυρού με το σώμα του παιδιού, στον αέρα!
«Στον όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, το όνομα αυτής?» Φώναξε και κοίταξε στα μάτια την γυναίκα που στέκονταν ακριβώς δίπλα του και δεν ήταν άλλη από την Ουρανία την νοικάρα μας.
Η Ουρανία ήταν μια τριαντάχρονη Αθηναία, δημόσιος υπάλληλος στο επάγγελμα, ελεύθερη, μοντέρνα για την εποχή της  και με πολλές γνωριμίες στην ανώτερη κοινωνία της πόλης. Είχε νοικιάσει την κάμαρη της άλλης πλευράς του σπιτιού μας. «..Και το όνομα αυτής?» επανέλαβε επιτακτικά ο παπάς, κοιτώντας στα μάτια την σαστισμένη Ουρανία που είχε χρησθεί ξαφνικά νονά ενός ξέψυχου βρέφους που μέχρι κείνη την στιγμή το κλαίγαμε!
«Μιράντα!! Φώναξε και σταυροκοπήθηκε μεγαλόσχημα.
« … Και το όνομα αυτής Μιράντα!» επανέλαβε ο παπάς που στην συνέχεια συνειδητοποιώντας το ξενικό του ονόματος, δυστρόπισε και γυρνώντας προς την νονά της προτείνει: -Πες της και ένα ελληνικό όνομα βρε παιδί μου…οπότε η μοντέρνα νονά, επέλεξε ένα εξίσου ασυνήθιστο όνομα που κατά την γνώμη της κάλυπτε την γκάμα των ελληνικών ονομάτων και φώναξε: «Πες την και Μαργαρίτα!»   Έτσι και τα τρία μου κορίτσια απέκτησαν διπλά ονόματα!
Καλλιόπη-Αικατερίνη, Ελένη-Κονδυλία και Μιράντα-Μαργαρίτα!
Τα πρώτα όμως τους έμειναν και στόλισαν, όπως μόνο κορίτσια ξέρουν να στολίζουν, την υπόλοιπη ζωή μου.
Σύμφωνα πάντα με την γνωμάτευση του γιατρού, επιτέλους έσωσε να ‘ρθει και ο γιατρός, η Μιράντα μας, είχε πάθει νεκροφάνεια!
Χρειάστηκε μια σειρά ενέσιμων φαρμάκων για να ενισχυθεί ο αδύνατος αμυντικός μηχανισμός του οργανισμού της και σιγά-σιγά με τις προσπάθειες όλων μας άρχισε το κοριτσάκι μας να παίρνει τα πάνω του.
Δεν πρόλαβε να χρονίσει καλά-καλά άντε πάλι αρρώστησε με το συκώτι του.
Άντε πάλι… ακριβές θεραπείες στους γιατρούς, άντε πάλι να το βαστά αγκαλιά και να το τρέχει το Καλλιοπάκι, σε ιατρικές επισκέψεις μέχρι που το μωρό μας ξεπέρασε όλα τα προβλήματα και η υγεία του σιγουρεύτηκε.
Για να βγουν όμως όλα κείνα τα έξοδα αρχικά των δυο κηδειών και αργότερα των γιατρών και των θεραπειών του μωρού, μόνο από τα δικά μου χέρια, καταλαβαίνεις πως χρειάστηκε να ματώσω στην δουλειά.   

                                             
Το ’32  μας ήρθε επίσημα το επισφράγισμα της εθνικής μας φτώχειας, με την κήρυξη ξανά δεύτερης χρεωκοπίας!
Κυβερνήσεις ανέβαιναν, κυβερνήσεις κατέβαιναν, είχα χάσει πλέον τον λογαριασμό αν ήταν ακόμα στην εξουσία ο Βενιζέλος, ή ο Τσαλδάρης για ο Πλαστήρας! Το μόνο που ήξερα ήταν πως οι τιμές στα πάντα τραβούσαν την ανηφόρα και εγώ αγκομαχούσα να τα βγάλω πέρα και να θρέψω τα στόματα των παιδιών μου. Έτσι πήρα την απόφαση, να αδειάσω το δεύτερο υπνοδωμάτιο του σπιτιού, να στριμώξω και τα πέντε παιδιά στο δικό μου υπνοδωμάτιο ώστε να ελευθερωθεί  ακόμα ένα και να νοικιαστεί μαζί με το εξωτερικό και το ημιυπόγειο της γιαγιάς Κοντύλως.
Το σαλόνι το άφησα στην δική μας χρήση για την μελέτη του Σπύρου.
Ο Σπύρος ήταν ένας άριστος μαθητής. Πανέξυπνος με μεγάλο θυμητικό σε αντίθεση με το Καλλιοπάκι που από μικρό δεν έπαιρνε τα γράμματα.
Γάνιαζε τον πατέρα της πριν ακόμα αυτός μας αφήσει χρόνους να της μάθει δυο αράδες Ιστορία. ΄Ωσπου να στρίψει στην γωνία, γυρνούσε πάλι πίσω με κλάματα γιατί την είχε ήδη ξεχάσει!
Ο Νικολός πάλι ήταν παιδί ζόρικο, αεικίνητο, δεν έστρωνε εύκολα κώλο… που λένε, στην καρέκλα! Προτιμούσε το παιχνίδι, τα σκαρφαλώματα και τις ζουζουνιές!Τα άλλα δυο τα μικρά είχαν γίνει αυτοκόλλητα.
Το Λενάκι μας, πήγε καμμιά βδομάδα στην πρώτη τάξη μετά όμως αρνιόταν να πάει μόνο του στο σχολειό και άφησε να περάσει μια ακόμη χρονιά ώστε να μεγαλώσει η Ριτούλα (έτσι φώναζε χαϊδευτικά ο Σπύρος την Μιράντα) ώστε να τελειώσουν μαζί την πρώτη Δημοτικού. Πραγματικά οι δύο μικρές είχαν γίνει αχώριστες. Δεν πήγαινε πουθενά η μία χωρίς την άλλη. Ούτε δίδυμες να ήταν!
Τις έβλεπα να μεγαλώνουν με καμάρι και καμιά φορά μου έρχονταν τα λόγια της γιαγιάς τους,  τότε… που είχε τολμήσει να προτείνει την υιοθεσία τους και αίφνης αγρίευα τόσο πολύ που το πρόσεχαν οι μικρές και με κοίταζαν γεμάτες απορία.
Η αγελάδα που μας είχε αγοράσει πριν πεθάνει ο άνδρας μου, αρρώστησε και ψόφησε, οπότε αναγκάστηκα να αγοράσω καινούργια. Μια αγελάδα τότε, κόστιζε αρκετά χρήματα, οπότε ήρθε η πρώτη χρεία  ώστε ν’ανοίξει η κομψή μπιζουτιέρα που είχα από το Παρίσι φερμένη. Το πλατύ βραχιόλι δώρο του άντρα μου στο γάμο μας καθώς και το μεγάλο κωσταντινάτο της μάνας μου έγιναν Ιφιγένειες για την …τιμή της Μαρίτσας!Έτσι βάφτισε την καινούργια αγελάδα μας ο Νικολός!

                                                      


                                                          Ο Παρισινός, Ο Μινόρες

Κεφ.10             Η Οδύσσεια ξεκινά

 Η χηρεία είναι μεγάλη τιμωρία για τον άνθρωπο! Οι άντρες δεν την καταφέρνουν εύκολα, τις περισσότερες φορές, την ξεπερνούν με έναν δεύτερο γάμο.
Οι γυναίκες είμαστε ανθεκτικότερες σ’αυτήν και στο νησί μου υπήρχε παράδοση
Οι περισσότερες χήρευαν εφ’όσον  η πλειοψηφία των ανδρών ήταν ναυτικοί και χάνονταν στα μακρινά τους ταξίδια.
Η μάναμ’ δεν την άντεξε, δεν προσπάθησε καν να την αντιμετωπίσει και ξαναπαντρεύτηκε δημιουργώντας τόσες πολλές συνέπειες σε μένα.Κάτι παρόμοιο δεν θα επέτρεπα να ξανασυμβεί  ποτέ στα δικά μου παιδιά.Άντρας ξένος στο σπίτι μου δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναμπεί!Τις γυναικείες μου ανάγκες τις έσβηνα μέσα στο καντήλι της Παναγίας.Ζητούσα βοήθεια απ’ την δύναμή της και προσευχόμουν μπροστά στο εικόνισμά της να με κρατά γερή και ανθεκτική σ’όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζα. Για τα πέντε παιδιά μου έγινα μάνα και πατέρας! Προσπάθησα το καλύτερο για όλους!
Ο Σπύρος μου  αποφοίτησε απ’το εξαετές Γυμνάσιο που εφάρμοσε το 1929 ο Αλ. Δελμούζος,  με λίαν καλώς.Ήταν, όπως σου έχω ήδη αναφέρει, πολύ καλός μαθητής.Βέβαια δεν ήταν μόνο ένας άριστος μαθητής είχε γίνει και ένας πανέμορφος νεαρός, έχοντας κληρονομήσει το αρχοντικό παράστημα και την γοητεία του πατέρα του! Όπως ίσως φαντάζεσαι τα φλερτ και οι πρώτες ερωτικές του κατακτήσεις έρχονταν βροχή. Τα κοριτσόπουλα της γειτονιάς σειρά έκαναν να κλέψουν μια ματιά του, λίγο απ’την προσοχή του. Αυτός όμως δεν είχε μάτια για άλλη εκτός απ’την Βαίτσα.Η Βαίτσα ήταν μία δεσποινιδούλα, λίγο μικρότερη από τον Σπύρο μου και έμενε με την οικογένειά της, δύο τετράγωνα παρακάτω από το σπίτι μας.Ο έρως λοιπόν της Βαίτσας, χτύπησε για πρώτη φορά με τα βέλη τον γιόκα μου και του αναστάτωσε συθέμελα την ψυχή.
Βλέποντας εγώ την τρικυμία που είχε αρχίσει να φουσκώνει την καρδιά του, μήνυσα σε μια συγγένισσα μας, την Λεβάντα που ήταν εγκαταστημένη στην Αθήνα, να ψάξει να βρει ένα δωμάτιο κάπου κοντά της, έτσι ώστε να το νοικιάσουμε και να στείλω τον Σπύρο εκεί, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Νομική Σχολή. Έτσι και έγινε…
Ο Σπύρος με βαριά καρδιά έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στο πρώτο έτος της Νομικής.Τότε τα παιδιά δεν έδιναν εξετάσεις για να περάσουν στο Πανεπιστήμιο.
Με την βαθμολογία τους, που στον Σπύρο μου ήταν υψηλότατη, πήγαιναν και έκαναν την εγγραφή τους. Σαν πόσα παιδιά νομίζεις, κείνο τον καιρό, κατάφερναν να πάρουν απολυτήριο Γυμνασίου?
Στο εξάμηνο επάνω λοιπόν, νάσου πίσω ο Σπυράκος μου!
-Τι  έγινε Πίπη μου, πώς και ήρθες πάλι πίσω? Μήπως δεν σ’άρεσε η Σχολή σου, μήπως δεν βολεύτηκες στο δωμάτιο που πιάσαμε? Μήπως δεν φτάνουν οι παράδες που σου στέλνω?
- Όχι μάνα…όλα εντάξει αλλά να πώς να στο πω? Επιθύμησα την Βαίτσα και δεν θέλω να συνεχίσω το Πανεπιστήμιο. Νάτα μας!!! Λίγα είχα ως τώρα, μούρθαν και οι Βαίτσες κατακέφαλα!
-Πίπη μου, γλύκανα όσο μπορούσα την φωνή μου, Βαίτσες θα συναντήσεις πολλές στην ζωή σου, δουλειές όμως όχι! Οι δυνάμεις οι δικές μου δεν αρκούν, είμαι μια χήρα γυναίκα που προσπαθώ με το βελόνι να ταίσω τα στόματα των αδελφών σου και να σπουδάσω εσένα για να με βοηθήσεις μια στάλα και συ όταν έρθει η ώρα ώστε να υποστηρίξω τους υπόλοιπους. ΄Οπως είσαι λοιπόν, μάζεψτα και επιστροφή πίσω στο χρέος και στο σκοπό σου! Και απ’αυτόν δεν θα παρεκκλίνεις στο ελάχιστο, μέχρι νάρθεις και να μου πεις ότι τον πέτυχες!
Με τα πολλά, μάζεψε ο Πίππης τα υπάρχοντά του και γύρισε απογοητευμένος στην Αθήνα. Εμένα όμως μ’έτρωγε η ανησυχία.Ο Πίπης δεν με είχε πείσει ότι θα ξεχνούσε την Βαίτσα του.Από την άλλη η  κατάσταση στο Βόλο, δεν ήταν η καλύτερη.Η αγροτιά πνιγμένη στα χρέη, η ανεργία και τα φτηνά μεροκάματα είχαν εξαντλήσει τον κοσμάκη. Αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στην δική μου δουλειά.
Οι παραγγελίες λιγόστευαν, τα ενοίκια πότε μου τα πλήρωναν, πότε μου τα χρωστούσαν, οι ανάγκες όμως των παιδιών μου δεν μπορούσαν να περιμένουν.
Η Μαρίτσα από την μεγάλη μας περιποίηση ψόφησε κι’αυτή, οπότε πήρα την μεγάλη απόφαση!
Θα περίμενα να ολοκληρώσουν τα παιδιά την σχολική τους χρονιά και το καλοκαίρι θα μετακομίζαμε  όλοι στην Αθήνα.
Στην πρωτεύουσα υπήρχαν πολλά ραφτάδικα, εργοστάσια, κάποια δουλειά θα βρισκόταν για μένα και για το Καλλιοπάκι που είχε σταματήσει στο εντωμεταξύ  το σχολείο και μάθαινε δίπλα μου την τέχνη.Ο Νικόλας συνέχιζε το σχολείο, τι συνέχιζε δηλαδή…μία πήγαινε δέκα δεν πάταγε! Άσε που μούπε μια γειτόνισσα πως τον πήρε το μάτι της να τριγυρνά με τα παιδιά κάποιων σιδηροδρομικών, στην διαδήλωσή τους που ξεκίνησε με την μεγάλη απεργία!  Ώρα είναι σκέφτηκα, να μου βγει κανένας κομμουνιστής, σαν τον μπάρμπα του τον Θόδωρο, να τρέχω και να μη φτάνω…
Την τελευταία Κυριακή πριν την μετακόμισή μας στην Αθήνα, θέλησα να χαρίσω στα παιδιά μου μία δυνατή όμορφη ανάμνηση, από τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Πόσο καιρός θα περνούσε μέχρι την στιγμή που θα ξαναγυρίζαμε πίσω δεν γνώριζα. Η διαίσθησή μου έλεγε πως αυτή η στιγμή θα αργούσε πολύ για όλους μας, ίσως και  ποτέ να μην ερχόταν.  


Μία βόλτα με τον τρομερό Μουτζούρη, μέχρι τις Μηλιές του Πηλίου, ήταν το καλύτερο δώρο και η μεγαλύτερη χαρά που μπορούσα να τους προσφέρω.
Με την αστική συγκοινωνία, φτάσαμε στα Λεχώνια και από κει, ανεβήκαμε πάνω στον θρυλικό Ιάσωνα, που αγκομαχώντας άρχισε να ανεβαίνει τις ανθισμένες πλαγιές του Βουνού μας.Μέσα από κατακόκκινες τσιτόνιες, πασχαλιάτικες αγριοβιολέττες και πράσινα λιόδεντρα, μετρούσαμε τα χωριουδάκια ένα-ένα που ξεφύτρωναν πίσω από γέρικα πλατάνια και τρεχούμενα νερά. 
Τα τιτιβίσματα των πουλιών, καλωσόριζαν τις φωνούλες των παιδιών  που χαρούμενα τιτίβιζαν κι’αυτά απολαμβάνοντας  το ταξίδι με επιφωνήματα άλλοτε θαυμασμού και άλλοτε φόβου, όταν ο Ιάσωνας κρεμόταν θαρρείς από τις γραμμές του στις ψηλές βουνοπλαγιές.
Στο τέρμα του σταθμού, η πλατεία των Μηλεών με τον μεγάλο πλάτανο μας περίμενε στο κεντρικό καφενέ για ένα γλυκό του κουταλιού και δροσερό νεράκι. Τα μικρά μου είχαν τόσο ενθουσιαστεί από την εκδρομή και το παιχνίδι που έστησαν γύρω από τον γερο-πλάτανο, που ξέχασαν εντελώς την παρουσία μου και ξεκόλλησαν πρώτη φορά  από την φούστα μου.
Ήταν μια εκδρομή που έμεινε για πάντα χαραγμένη στο νου και την καρδιά μας.
΄Ηταν Ιούνης  του 1935  θυμάμαι, που σφάλισα το σπίτι μας, χάιδεψα τις ορτανσίες που είχαν πάλι μεγαλόπρεπα ανθίσει, μύρισα για τελευταία φορά το αγιόκλημα, μάζεψα κοντά μου τα παιδιά και τα πράγματά μας και έκλεισα πίσω μου τη ψιλή σιδερένια εξώπορτα της αυλής.
Πίσω από την σιδερένια εξώπορτα, κλείδωσα μία-μία, όλες  τις αναμνήσεις  ότι χρώμα κι’αν είχαν, ότι ευτυχία και πόνο μου έφερναν, πήρα βαθιά ανάσα και  με στητό κεφάλι ξεκίνησα την Οδύσσειά μας.
Περιθώρια για  συναισθηματισμούς και δάκρυα δεν υπήρχαν.
΄Επρεπε να αδράξουμε τη ζωή  μας  και αυτή πλέον μας καλούσε στην Αθήνα!
Την ώρα που το αυτοκίνητο έστριβε στην γωνία, ένα γραμμόφωνο από κάποιο ανοιχτό παράθυρο, έπαιζε την τελευταία επιτυχία του Αττίκ:


 Xτες αργά με ψυχή φορτωμένη από θλίψη,για σε περισσή,πήγα μόνος να δω τι απομένει,απ’τον κήπο που πότιζες εσύ.
Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει,
μήπως ξένος κανείς την διαβεί και έχει ο χρόνος μ’αγκάθια στολίσει 
την βρυσούλα που μένει πια βουβή.
Μαραμένια τα γιούλια και οι βιόλες,
μαραμένα και τα γιασεμιά, μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες
στης καρδιάς μου την μαύρη ερημιά…



                             



 Ο Παρισινός, ο Μινόρες

   Κεφ.11 Περιφερόμενοι Ιουδαίοι


Η άφιξή μας «στας Αθήνας εχαιρετίσθη»  με κανονιοβολισμούς!                              
Η Μιράντα μου, φοβισμένη κόλλησε  πάλι στην ποδιά μου και ρώτησε:
-Mαμά για μας βαρούν τα κανόνια;
-Όχι πουλάκι μου…μη φοβάσαι! Χαιρετούν την επάνοδο του βασιλιά!
Θα μπορούσε κάποιος που ήταν βασιλικός να χαρακτηρίσει ως καλό οιωνό την σύμπτωση αυτή, να συμπέσει δηλαδή η επάνοδος του Γεωργίου Β΄ με την δική μας άφιξη.
Πρώτη στάση πού αλλού; Στο σπίτι της Λεβάντας, δεύτερης ξαδέλφης μου, από την πλευρά της Κονδυλιώς!  Κοντά της εξ’άλλου, στην Πλατεία Αττικής έμενε και ο Πίπης μας. Νάναι καλά η γυναίκα, δεν μπορώ να πω, μας στάθηκε πολύ τις πρώτες μέρες. Φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι της τον πρώτο μήνα μέχρι να βρω την πρώτη μου δουλειά σ’ένα ραφτάδικο  στην οδό Αιόλου.
Στην συνέχεια, πιάσαμε ένα δωμάτιο κάπου στην Ν.Ιωνία, αλλά επειδή ήταν πολύ μικρό και δεν μας χωρούσε όλους γιατί  στο εντωμεταξύ ξενοίκιασε την δική του κάμαρη ο Σπύρος και ήρθε κοντά μας, μετακομίσαμε σε μια  όμορφη μονοκατοικία στον Περισσό που μας θύμιζε πολύ το σπίτι μας στο Βόλο.
Οι δυό μικρές, τα αυτοκόλλητα, βολεύτηκαν στο σχολείο που στεγάζονταν δυο γωνίες  πάνω από το σπίτι, ο Νικολός έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να τελειώσει την Τρίτη τάξη του Γυμνασίου και η Πόπη, έπιασε δουλειά εκεί σιμά, σε μία βιοτεχνία κλωστουφαντουργίας. Ο Σπύρος συνέχιζε να φοιτά στο δεύτερο πλέον έτος της Νομικής.
Νύχτα ακόμα…ξεκινούσα για το μεροκάματο, με την νύχτα πάλι γυρνούσα στο σπίτι. Το ίδιο και το Ποπάκι μας. Ευτυχώς που το Λενιώ μας, είχε μάθει από τις δουλειές του σπιτιού και τις έφερνε γύρα. Τότε ο εργάτης δεν ήξερε τι πάει να πει ωράριο. Ήσουν στο έλεος του εργοδότη. Και όποιος πήγαινε να διαμαρτυρηθεί ή να υπερασπίσει τα εργασιακά του δικαιώματα, η άλλη μέρα τον έβρισκε στην πλατεία Συντάγματος να κάνει παρέα στα περιστέρια…
Κείνη την περίοδο, είχε εξαπλωθεί  στους δρόμους της πρωτεύουσας, ο τρόμος του Δράκου της Καλογρέζας. Φοβόμουν πάρα πολύ για τα κορίτσια μου, που έμεναν πολλές ώρες μοναχά τους στο σπίτι. Έτσι φρόντισα γρήγορα, γρήγορα, να ψάξω για καινούργιο σπίτι μακριά από τα «λημέρια του» που ήταν στις δικές μας γειτονιές.Τον Δράκο τον έπιασαν βέβαια, και δεν ήταν άλλος από  έναν πρόσφυγα από το Αιδίνι. Δαμιανό Μαυρομάτη θυμάμαι πως τον έλεγαν, ήταν ένας σαλεμένος χασισοπότης, πλάνευε μικρά παιδάκια τάζοντάς τους καραμέλες και τα οδηγούσε σε σπηλιές του δάσους της περιοχής όπου αφού έβγαζε τα κτηνώδη ένστικτά του επάνω τους, τα σκότωνε. Αυτές οι δολοφονίες των μικρών αγοριών και κοριτσιών είχαν τρομοκρατήσει όλους τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Έχοντας  φοβηθεί  πολύ λοιπόν απ’όλη αυτή την ιστορία, στο χρόνο επάνω, τα μαζεύουμε πάλι και μετακομίζουμε σ’ένα σπίτι στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ, κοντά στην πλατεία Βάθη.Ήμουν πιο κοντά τώρα στην δουλειά μου, αλλά η Καλλιοπίτσα αναγκάστηκε να αφήσει την δική της στην βιοτεχνία του Περισσού.Δεν στεριώσαμε όμως ούτε εκεί, γιατί παρ’ότι το σπίτι ήταν μεγάλο και μας χωρούσε όλους, είχε το μειονέκτημα να είναι υπόγειο και πολύ κοντά στο αποχετευτικό χώρο του κτιρίου.Από τις τριανταφυλλιές και τα γιασεμιά της Κωνσταντά του Βόλου, να πέσουμε στο βόθρο της Βίκτωρος Ουγκώ στην Αθήνα, ε…δεν το σήκωσε όχι μόνο η μύτη μας αλλά ούτε και ο Θεός ο ίδιος!
Φεύγουμε το λοιπόν κι’από κει και μετακομίζουμε στην Ακαδημία Πλάτωνος και συγκεκριμένα στην οδό Λένορμαν απέναντι στην παλιά ΒΙΟ(Βιομηχανία Όπλων-Λένορμαν και Κωνσταντινουπόλεως)
Την Καλλιόπη κατάφερα και την πήρα μαζί μου στο παντελονάδικο του Κυρ-Κώστα, που μ’είχε πολύ πονέσει με την γυναίκα του την κυρά-Λευτερίτσα.
Το παντελονάδικο του κυρ-Κώστα  σε καμμία περίπτωση δεν θύμιζε τον οίκο της Ζαν αλλά το διπλό μεροκάματο που μας έδινε κάλυψε δόξα τω Θεώ μια χαρά τα πρώτα μας έξοδα στην πρωτεύουσα.Το  πελατολόγιο του συμπαθητικού ζευγαριού που διατηρούσε την μικρή αυτή επιχείρηση περιοριζόταν όπως καταλαβαίνεις σε επιδιορθώσεις και ραψίματα ανδρικών παντελονιών. Κάτι πανεύκολο σε μένα που είχα μάθει τόσο καλά  το αντρικό ρούχο, δίπλα στον άνδρα μου. 
Η δουλειά που  τους προσέφερα λοιπόν στάθηκε πολύτιμη  στον κυρ-Κώστα, οπότε όταν τον παρακάλεσα να πάρει στην δούλεψή του και την Πόππη μου το δέχτηκε αμέσως. Παιδιά δεν είχαν παρά μόνο έναν ανιψιό  τον Σταμάτη από πλευρά της κυρά-Λευτερίτσας, η οποία προσπαθούσε με νύχια και δόντια να τον σουλουπώσει ώστε να τον νοικοκυρέψει. Τον είχε πάρει λοιπόν κοντά της και του είχε αναθέσει τις εξωτερικές δουλειές της επιχείρησης. 
Πολλές φορές του ανέθετε την μεταφορά των παραγγελιών στους πελάτες κατ’οίκον.
Ο Σταμάτης ήταν ένα ατσούμπαλο παιδί γύρω στα 25 του χρόνια. Σχολείο  πρέπει να είχε τελειώσει τις τέσσερις πρώτες τάξεις του  δημοτικού και οι στροφές που έπαιρνε το μυαλό του έδειχναν να είναι σε χρόνο ρελαντί. Η κυρά Λευτερίτσα μάλλον καλόβλεπε για νύφη του ανηψιού της το Ποππάκι μου γι’αυτό και φρόντιζε συχνά-πυκνά να την στέλνει μαζί του στις παραδόσεις των παραγγελιών, τάχα για να βεβαιώνεται η μοδίστρα για το τέλειο του αποτελέσματος πάνω στο σώμα του πελάτη που το δοκίμαζε για τελευταία φορά. Στην ουσία όμως επεδίωκε το δέσιμο των δύο νέων το οποίο δεν ήρθε ποτέ γιατί η κόρη μου και μόνο στη θέα του ατσούμπαλου παρουσιαστικού του Σωτήρη πάθαινε αναφυλαξία. Όμως τα πειράγματα του ενός προς τον άλλον δεν έλειπαν και αυτό πρόσθετε καθημερινά σ’όλους μια ευχάριστη νότα. Οι μέρες μας  δουλεύοντας κοντά σ’αυτή την οικογένεια, περνούσαν πολύ ευχάριστες και μόνο καλές στιγμές έχω να θυμάμαι από  την τότε δουλειά μου.  Το πιο απλό ραφτάδικο ήταν του κυρ-Κώστα κι’όμως φάγαμε γλυκό ψωμί απ’αυτό, κάτι που δεν είχα νιώσει στο εξαντλητικό περιβάλλον της μεγάλης επιχείρησης της Ζαν.
Από τον Αύγουστο του ’36 με την συναίνεση του παλατιού είχε επιβληθεί η δικτατορία του Ι. Μεταξά, ο οποίος ξεκίνησε μία λυσσαλέα δίωξη κατά των αριστερών. Γέμισαν τα ξερονήσια από παλληκάρια και νέες γυναίκες που είχαν μυηθεί στον Κομμουνισμό. Μεγάλη ανησυχία μ’είχε πάλι ζορίσει για τα αγόρια. Στα βιβλία του Σπύρου, είχα διακρίνει κανα δυό που ήταν εκτός  ύλης της επιστήμης του
-Τι είναι αυτά Πίπη τον ρωτώ… Εκείνος προσπάθησε να με καθησυχάσει, αλλά οι τελευταίες φιλίες που είχε συνάψει με κάποιους συμφοιτητές του στο Πανεπιστήμιο, δεν με καθησύχαζαν διόλου. Κουβαλούσαμε βλέπεις και την «ρετσινιά|» του Κομμουνιστή από την οικογένεια του ανδρός μου στο Βόλο, γιατί ο μικρότερος αδελφός του Βασίλης και τα παιδιά του άλλου του αδελφού του Θόδωρου, είχαν οργανωθεί στο κόμμα και είχαν από τους πρώτους σταλεί στα ξερονήσια. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου!
Ο Σπύρος δεν είχε τελέψει ακόμα την σχολή του, χρωστούσε κάμποσα μαθήματα, η πατρίδα όμως δεν μπορούσε να τον περιμένει όπως εγώ και έτσι τον έντυσε στο χακί.
Την στρατιωτική στολή όμως δεν την φόρεσε μόνο ο μεγάλος, ο Μεταξάς βάλθηκε τότε να ντύσει  τα παιδιά μας μικρά-μεγάλα, με στολές και υποχρεωτικά τα κατέταξε όλα στην ΕΟΝ τα μεγαλύτερα, και τα μικρότερα στο προσκοπισμό, που ήταν συνδεδεμένος οργανωτικά με την Νεολαία του.Αν μπορούσες ας έλεγες όχι! Ντύθηκαν το λοιπόν και οι μικρές μου και καμάρωναν που έγιναν σκαπανάκια.
Τον Νικόλα τον έστειλα, να βγάλει μια τεχνική σχολή, αλλά τι τα θες, αυτό το παιδί ούτε στα γράμματα τα κατάφερνε μήτε έδειχνε πως ήθελε και τις τέχνες.
Η Μιράντα μας είχε βγει η πιο διαβαστερή, σ’αντίθεση με την αυτοκολλητούλα της  την Λενιώ, η οποία είχε αναλάβει πλέον το μαγειριό και πολλές απ’ τις δουλειές του σπιτιού. Ξέρεις κείνες τις εποχές οι δουλειές του σπιτιού δεν έσωναν, γιατί δεν είχαμε τις ευκολίες που έχουν σήμερα οι νοικοκυρές.
Για να πλύνεις μόνο τα ρούχα μια εξαμελούς οικογένειας χρειαζόσουν μία μέρα!Δεν υπήρχαν πλυντήρια, ούτε σίδερα ηλεκτρικά, ούτε κουζίνες και ψυγεία, που έχουμε σήμερα και κάνουν εύκολη την ζωή μας. Τότε η σκάφη και το βαρύ σίδερο με το κάρβουνο, τα γυναικεία λεπτά χέρια τα εκδικιόταν.
Ο Μεταξάς κόντεψε βέβαια να χώσει στις φυλακές και να στείλει στα ξερονήσια τον μισό κοντά, αντρικό πληθυσμό, μπορεί να τους «τάιζε» ρετσινόλαδο και να τους έκανε «μασάζ» με φάλαγγες, αλλά εμένα, δεν μπορώ να μη το πω… με βοήθησε! Επέβαλλε το 8ωρο, το οποίο, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου  συμβεί.Και όχι μόνον..! Έβγαλαν όλοι οι εργαζόμενοι βιβλιάρια ασφάλισης στο ΙΚΑ και έτσι εξασφαλίσαμε την ιατρική μας περίθαλψη.
Με το 8ωρο που πλέον εφαρμόστηκε, με είδε και μένα το σπίτι, τα παιδιά μου, που  είχα αφήσει πίσω, σχεδόν στην τύχη τους.Είχα βέβαια την ασφάλεια της αντρικής παρουσίας του Νίκου, ο οποίος μάλλον το εκμεταλλεύτηκε, το είδε κάτι σαν προστάτης οικογενείας και είχε αρχίσει να το παίζει γενικός κουμανταδόρος στις μικρές.Αυτές τον φοβόντουσαν πολύ και σε μένα έκρυβαν τις «ανδραγαθίες…και παληκαριές του»! Αυτό το γεγονός, στάθηκε ο κύριος λόγος του ιδιαίτερου δέσιμου που έπλεξαν μεταξύ τους, η Ελένη με την Μιράντα.
 Ο Σπύρος, λόγω της πανεπιστημιακής του εκπαίδευσης, (τριτοετής φοιτητής της Νομικής), εστάλη στην σχολή Εφέδρων αξιωματικών της Χαλκίδας, την οποία τελείωσε και απ’εκεί έφυγε για την Καβάλα ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός.
Αυτό μας χαροποίησε ιδιαίτερα, διότι ως αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, απέκτησε μισθό και ελάφρυνε τα δικά μου βάρη.
Πλησίαζε η μεγάλη γιορτή της Μεγαλόχαρης, όταν ο Σπύρος μας μήνυσε να του στείλουμε για λίγες μέρες στην Καβάλα το Λενάκι μας, για να περιποιηθεί λίγο το σπίτι που είχε νοικιάσει εκεί, αλλά παράλληλα  να αλλάξει λίγο παραστάσεις και να ξεσκάσει μαζί του κι’αυτό μια στάλα. 
Δεν πρόλαβε να πάει και να καθήσει μία εβδομάδα στην Καβάλα, όταν οι Ιταλοί τορπίλισαν το καταδρομικό μας πλοίο «ΕΛΛΗ» μέσα στο λιμάνι της Τήνου.
Ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση των Ιταλών, στην οποία η κυβέρνηση Μεταξά δεν απάντησε. Απέκρυψαν μάλιστα όλα τα στοιχεία που μαρτυρούσαν την ιταλική επίθεση. Ο κόσμος  βέβαια τόχε τούμπανο και ο Μεταξάς κρυφό καμάρι…πως οι τορπίλες ήταν Ιταλικές!
Ο Σπύρος ενημερωμένος εκ των έσω, έστειλε πίσω την αδελφή του στην Αθήνα γιατί ο ψίθυρος για επικείμενο πόλεμο, ήταν παραπάνω από έντονος!
Και αλλοίμονο …δεν άργησαν πολύ ο ψίθυροι να γίνουν σειρήνες πολέμου!
Μόλις διόμιση μήνες,!                                                                              
Η Ιταλία μας κήρυξε τον Πόλεμο!