bilsot - AMATEUR PHOTOGRAPHER - ...Λείπει μια Καρυάτιδα! Μα εμείς θα την φέρουμε πίσω!

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Ο Παρισινός,ο Μινόρες(κεφ 18,19 και 20)

Ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.18. Η ζωή δεν περιμένει…

Τι αξία έχουν τα ντουβάρια μπροστά στην αξία του παιδιού σου; Καμία!
Τα ποσά δεν μπαίνουν καν σε σύγκριση.Το σπίτι στο Βόλο πουλήθηκε με τάχιστες διαδικασίες κι έφερε  για κείνη την εποχή ένα σεβαστό ποσό, όσο ακριβώς άξιζε ένα φορτηγό αυτοκίνητο με την σχετική κρατική του άδεια μεταφορών. 
   Το φορτηγό το έγραψα κατ’ευθείαν στο όνομα του γιου μου προκειμένου να ασχοληθεί με τις μεταφορές γεωργικών προϊόντων, που θα αγόραζε από τους παραγωγούς του Βόλου  και θα μεταπουλούσε στην αγορά της Αθήνας. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να σκεφτώ κείνη την στιγμή για την επαγγελματική του αποκατάσταση.Η αιματοχυσία του λαού μας είχε επιτέλους σταματήσει. 
Οι εμφυλιακές συρράξεις  πήραν οριστικό τέλος τον Αύγουστο του 1949. Η Ελλάδα ρημαγμένη προσπαθούσε  μέσα από τα συντρίμμια της να αναστυλωθεί.Μαζί της και εγώ με τα παιδιά μου! Η συγγένισσά μας η Λεβάντα, δεύτερη εξαδέλφη μου, που έμενε στην πλατεία Αττικής και μας είχε βοηθήσει τόσο με την φροντίδα του Σπύρου ως φοιτητή, όσο και με την δική μας εγκατάσταση στην Αθήνα, είχε μερικές βδομάδες που μας επισκεπτόταν και μας καλούσε συχνά στο σπίτι της. Επεδίωκε κυρίως να την επισκέπτομαι εγώ, έχοντας μαζί μου αποκλειστικά την Πόπη.                                                 
Στις αρχές δεν  μπορούσα, βέβαια, με τίποτα να φανταστώ τους απώτερους σκοπούς της. Η Λεβάντα είχε σταθεί από τον πρώτο καιρό φιλική και υποστηρικτική στον αγώνα μου. Στην συνέχεια όμως έδειχνε, πως κάτι την απασχολούσε και ζητούσε μια  ευκαιρία για να μου το πετάξει… Το σχέδιο που είχε καταστρώσει με το μυαλό της, ήταν και πάλι για καλό!
Ο μικρός της αδελφός, που είχα να τον δω από την γέννησή του στο νησί μας, θυμάσαι… τότε που σου είπα πως επισκεφθήκαμε με την μητέρα μου μια  λεχώνα ξαδέλφη της. Είχα προσφέρει στο νεογέννητο, αν θυμάσαι, τα όμορφα πλεχτά γαλάζια καλτσάκια που του είχα πλέξει. Το μωρό, βέβαια, που δεν έτυχε από τότε ποτέ να ξανανταμώσω, μεγάλωσε, άντρεψε, παντρεύτηκε κι είχε αποκτήσει  από τον γάμο του δύο αγόρια. Κακή τύχη όμως τον περίμενε, γιατί η γυναίκα που πήρε, παρουσίασε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα υγείας.Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς μεσολάβησε κι αν οι  αδελφές του κατάφεραν να τον  πείσουν να χωρίσει την άρρωστη, η οποία μπαινόβγαινε στα Ιδρύματα, ή τελικώς δεν έσωσε η φουκαριάρα να ξαναβγεί ποτέ ξανά από το Ίδρυμα. Ο αδελφός τους πάντως την χώρισε και αναζήτησε  μια νέα ζωή στην Αθήνα κοντά στην μεγάλη του αδελφή Λεβάντα. Η άρρωστη είχε μεγάλη πατρική περιουσία αρκετή για να εξασφαλίσει τα δύο αγοράκια, από τα οποία το ένα, ελαφρώς έχανε κι αυτό…
Ο Μήτσος, έτσι φώναζαν τον αδελφό τους, δούλευε ως τεχνικός σε μια εταιρεία που κατασκεύαζε  νοσοκομειακά έπιπλα κι εξοπλισμό. Είχε πατήσει σχεδόν τα 50 του χρόνια, ζωντοχήρος με δύο παιδιά, μεγάλα βέβαια και εξασφαλισμένα, αλλά όπως και νάχει το πράγμα, με οικογενειακές ακόμα υποχρεώσεις.Η Λεβάντα, λοιπόν, έψαχνε να του βρει μια καλή κοπέλα για να τον ξαναπαντρέψει. Αυτή την βρήκε στο πρόσωπο της μεγάλης μου κόρης, η οποία είχε ξεπεράσει κι κείνη τα 30 χρόνια της, στοιχείο σοβαρό τότε για την κοινωνία, που δεν χάριζε σε καμία αυτής της ηλικίας ανύπαντρη γυναίκα και την τοποθετούσε  αυτόματα  στο ψηλότερο το «ράφι»!
Η Πόπη μου, μετά τον θάνατο της μητέρας μου, είχε γίνει το βασικό μου στήριγμα. Αυτή με βοήθησε αφάνταστα στο μεγάλωμα των μικρότερων παιδιών, αυτή προσέφερε με την εργασία της πάντα στο οικογενειακό ταμείο.Δεν διέθετε την ομορφιά των δύο μικρότερων κοριτσιών μου, αλλά η εργατικότητα  και η ευαισθησία της ψυχής της ήταν πραγματικά ανώτερη όλων! Μία πλευρά της ευαισθησίας και της ανωτερότητας του ψυχικού της κόσμου, που την χαρακτήριζε από μικρούλα, εκφραζόταν πολύ μέσω της ζωοφιλίας της.  Εκείνη πάντα θα φρόντιζε την Μαρίτσα την αγελάδα μας στο Βόλο, εκείνη ήταν που θα μάζευε τα αποφάγια όλων μας για τα αδέσποτα της γειτονιάς.«Κρίμα είναι, έλεγε, ψυχούλες του Θεού είναι κι’αυτά τα άμοιρα. Δεν μπορούμε εμείς να ‘μαστε  χορτάτοι κι αυτά τα δύστυχα να πεθαίνουν της πείνας!» 
Ακόμα και στους καιρούς τους δύσκολους, της κατοχής, που ο καθένας μόνο για το στομάχι του φρόντιζε, εκείνη δεν είχε ξεχάσει ούτε την Φρίντα, την σκυλίτσα που ξέμεινε στην αυλή μας από τον Τζέφρυ τον Εγγλέζο της Κατινίτσας, μα ούτε και ένα  πληγωμένο σπουργιτάκι, που έπεσε ένα απόγευμα στο πρεβάζι του παραθύρου μας, από τα ξώφαλτσα πυρά των Πανωλιασκαίων.                                   
Μερόνυχτα το γιατροπόρευε, κρατώντας το ζεστό στην τσέπη της ποδιάς της, τυλίγοντάς το με κουρελάκια και κομμάτια παλιών εφημερίδων. Το κλάμα που είχε ρίξει, όταν ξύπνησε ένα πρωί και το βρήκε ξέψυχο δεν λέγεται! Θρήνησε τον σπούργιτο περισσότερο κι από άνθρωπο! Από τότε μετά τον θάνατο του σπουργιτιού, που δεν κατάφερε να σώσει, έδειξε μια ιδιαίτερη αδυναμία στα πουλάκια. Συχνά ακούγαμε μικρά τιτιβίσματα να ξεπηδούν μέσα από τις τσέπες του πανωφοριού της. Για όλους είχε περίσσευμα αγάπης και φροντίδας το Καλλιοπάκι μου. Από τον πιο μικρό κι αδύναμο έως τον μεγαλύτερο, που θα ζητούσε την βοήθειά της! Για την ευγενή αυτή ψυχή της κόρης μου ήθελα  και ζητούσα τον καλύτερο! Γιατί πραγματικά το άξιζε!Όταν  λοιπόν η Λεβάντα μου εκμυστηρεύτηκε τα σχέδιά της,  αρχικά αρνήθηκα για όλους τους παραπάνω λόγους. Δηλαδή, λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας που χώριζε το ζευγάρι, αλλά κυρίως λόγω της ύπαρξης των παιδιών του.Μετά όμως που το συζήτησα με την ίδια, διαπίστωσα πως δεν την χαλνούσε καθόλου η ιδέα!  Αφού της άρεσε φυσικά της ίδιας εμένα μου περίσσευε, Οπότε στήθηκε το προξενιό. Δώσαμε ένα περιθώριο χρόνου στο ζευγάρι να γνωριστεί  καλύτερα κι ορίσαμε τους γάμους για την Άνοιξη. Έτσι ώστε να  προλάβουμε να ετοιμάσουμε, ό,τι προικιά μπορούσαμε να ετοιμάσουμε, για το στήσιμο του νοικοκυριού τους. Μαζί με τα προικιά της γράψαμε κι το ένα οικόπεδο, που είχε αγοράσει από παλιά, ο πατέρας της πάνω στην Νέα Κυψέλη. Ακόμα βέβαια οι λύκοι δεν είχαν φύγει από κει πάνω… αλλά, τέλος πάντων, αυτά μας είχαν απομείνει κι απ’ αυτά της έδωσα το καλύτερο. Το γωνιακό! Προφανώς ο γιόκας μου παρεξηγήθηκε από την απόφασή μου αυτή και τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα απαιτητικός και επιθετικός μαζί της.Παραμονές του γάμου ήρθε και το Λενάκι μου να βοηθήσει στις ετοιμασίες του σπιτιού για τον επικείμενο γάμο της αδελφής της. Μέσα σ’ όλη την βαβούρα των ημερών η καϋμένη η Πόπη δεν καλοσιδέρωσε το πουκάμισο του «άρχοντα»… οπότε της ξεκινά μία ιστορία, έναν καβγά, που δεν άργησε να καταλήξει σε χειροδικία επάνω της, επάνω  στην μεγάλη του αδελφή! Αυτό στάθηκε για μένα αιτία σοβαρή, ώστε να επέμβω δυναμικά
Το δυσάρεστο εκείνο γεγονός στιγμάτισε την χαρά της κόρης μου κι έριξε σε βαθιά θλίψη και σκέψεις εμένα για την συμπεριφορά του γιου μου. Το ξεπέρασα κάπως ,όταν έντυσα νυφούλα το Καλλιοπάκι  και τον συγχώρεσα, όταν σκέφτηκα τον τραυματισμό του. Αυτός πίστευα πως έφταιγε για όλα τα αλλοπρόσαλλα της συμπεριφοράς του.
Ο γάμος τελικά έγινε στον Προφήτη Δανιήλ και το κοριτσάκι μου ξεκίνησε με τον άνδρα της μια δημιουργική ζωή, όπως άλλωστε ήταν η μέχρι τότε πορεία της. Εκείνη στάθηκε θεμέλιος λίθος για την επαγγελματική επιτυχία του ανδρός της και κείνος ένας καλός και περιποιητικός σύντροφος για κείνη! Δεν της χάλασε ποτέ χατίρι, δεν άφησε να της λείψει ποτέ τίποτα. Η ζωή της κοντά του εκτός από την σκληρή δουλειά, που βέβαια ποτέ της δεν φοβήθηκε, επεφύλασσε πολλά ταξίδια  κι  ανέσεις, που λιγοστές γυναίκες της γενιάς της και της τάξης μας απόλαυσαν.Παιδιά όμως δεν τις χάρισε κι ίσως  αυτό το γεγονός να ‘ναι το μοναδικό της παράπονο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ποτέ δεν μου το ομολόγησε. Μια μάνα πάντα καταλαβαίνει τα παιδιά της, ασχέτως αν πολλές φορές κρίνει ότι η  σιωπή είναι καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη συζήτηση και συμβουλή. Στην αρχή με προβλημάτιζε πολύ το γεγονός, ότι οι δύο από τις τρεις κόρες μου, δηλαδή η Πόπη και η Ελένη, δεν κατάφεραν ούτε η μία, ούτε η άλλη να χαρούν την μητρότητα, κείνο το γλυκό χρέος και δικαίωμα κάθε γυναίκας!
Με την πάροδο όμως των χρόνων μου και παρατηρώντας ολόγυρά μου,  συνειδητοποίησα πως το χρέος δεν μπορεί να είναι ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Ξεπληρώνεται με πολλούς τρόπους και η ικανοποίηση που μπορεί ο άνθρωπος να εισπράξει στο τέλος του ταξιδιού του, να είναι το ίδιο δυνατή και πλήρης όμοια με  των άλλων! Θα σου θυμίσω τα λόγια του Απόστολου Παύλου, που από παιδούλα μέχρι σήμερα δεν σταμάτησα ποτέ να διαβάζω στις σελίδες της Αγίας Γραφής: Ως καιρόν έχωμεν, εργαζόμεθα το αγαθόν προς πάντας. Δηλαδή, όποτε έχουμε την ευκαιρία, να προσπαθούμε να κάνουμε καλό σε όλους. Δόξα τω Θεώ, η ατεκνία των κοριτσιών μου γνωρίζω καλά, πως τους έδωσε και τους δίνει την ευκαιρία να προσφέρουν το καλό σε σας και σε όλους όσους χρειάζονται και θα χρειαστούν την βοήθειά τους.
Μετά τον γάμο της Καλλιοπίτσας μου έστειλα μήνυμα στον Σπύρο, να έλθει τάχιστα στην Αθήνα για επίλυση σοβαρού οικογενειακού ζητήματος. Ο Νίκος πάλι είχε κάνει το «θαύμα» του! Η επιχείρηση «φορτηγό» είχε αποτύχει παταγωδώς! Κι αυτή την φορά, σίγουρα,  δεν έφταιγε ο καϋμένος ο Γιωργάκης, ούτε ο τραυματισμός του από την οβίδα! Στα ταξίδια μεταξύ Βόλου και Αθήνας ο «απολωλός υιός» κατασπατάλησε τα χρήματα με τέτοιον ασύδοτο τρόπο, ώστε να  αναγκαστεί να υποθηκεύσει  το αυτοκίνητο και να το χάσει στα επόμενα δύο χρόνια.                                                                                           
Μαζί του και οι κόποι μιας ζωής!   


ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.19  Η ευτυχία επανέρχεται ….

Ο Σπύρος βέβαια δεν ήρθε, γιατί, εν τω μεταξύ, η Μαρία του χάρισε τον δεύτερο γιο του, αλλά έκανε κάτι πολύ καλύτερο, που πραγματικά έσωσε τον αδελφό του  από την κατηφόρα την μεγάλη κι εμένα από τα αδιέξοδα μαζί του. Του προξένεψε μία εξαιρετική κοπέλα από το Άργος Ορεστικό της Καστοριάς, όπου είχε βρεθεί σ’ εκείνα τα μέρη με μια καινούργια μετάθεση. Ο αδελφός της Αθηνάς, έτσι έλεγαν την νύφη,  ήταν γουναράς κι έμενε στην Καστοριά. Γνωρίστηκε, λοιπόν, με τον Σπύρο μου και το προξενιό στήθηκε από τα δύο αδέλφια.  Στο εν τω μεταξύ ο κανακάρης μου εδώ, λόγω τραυματισμού του στον Εμφύλιο, εξασφάλισε από το κράτος, μισή άδεια αστικού λεωφορείου. Με την προίκα της Αθηνάς αγόρασε και το άλλο μισό λεωφορείο και κατάφερε  έτσι  να βάλει μία τάξη στην ζωή του.! Η Αθηνά αποδείχτηκε η «θεά» της σοφίας και της οικονομίας μαζί για το παιδί μου, το οποίο  και μετάλλαξε  σε έναν καλό οικογενειάρχη!
Ο γάμος δεν έγινε στην Αθήνα, αλλά στην Καστοριά. Ο γάμος γίνεται πάντα όπου είναι ο τόπος της νύφης και το έθιμο εμείς το τηρήσαμε!
Εγώ, βέβαια, ήμουν διατεθειμένη, όχι μόνο στην Καστοριά να πάω για να τον νοικοκυρέψω, αλλά μέχρι και στην Γη του Πυρός, που λέει ο λόγος… Δεν ανέβηκε κανείς άλλος στην Καστοριά για τον γάμο του, εξόν από μένα. Χρήματα σίγουρα δεν υπήρχαν για ταξίδια, αλλά μη νομίζεις πως οι αδελφές του είχαν και ιδιαίτερη όρεξη να δουν γαμπρό τον Νικολάκη. Είχαν περάσει πολλά με τις ιδιοτροπίες και τις φασαρίες που τους δημιουργούσε κι είχαν απομακρυνθεί από κοντά του.
Ο φόβος που τις γέμιζε η παρουσία του, είχε αποκαρδιώσει την συμμετοχή τους στην χαρά του αδελφού τους.Σ’αυτό ίσως να έφταιξα κι εγώ, που άφησα πολλά περιθώρια από την αρχή.Αλλά πού και ποιόν να πρωτοκοιτάξω.
Τον περισσότερο καιρό αξημέρωτα έφευγα από το σπίτι, νύχτα γυρνούσα!
Τέλος πάντων παντρεύτηκε κι ο Νικολός την Αθηνά του. Τους αγκάλιασα, τους φίλησα κι ευχήθηκα στην καινούργια νύφη μου καλή της και καλή του τύχη!                            

Η ευχή μου για άλλη μία φορά έπιασε. Η Αθηνά ήταν άξια κοπέλα και πολύ οικονόμος, οπότε ο γιος μου από ρέμπελος έγινε πρώτος νοικοκύρης κι απέκτησε σεβαστή περιουσία. Λένε πως πίσω από μια επιτυχία ή μία αποτυχία ενός άνδρα πάντα κρύβεται μια γυναίκα!  Και έχουν πιστεύω, απόλυτο δίκιο!                   

Το ημερολόγιο έγραφε  Γενάρης του ΄52. Το σπίτι στην Μαραθώνος είχε σχεδόν αδειάσει. Είχαμε απομείνει σ’ αυτό μόνο εγώ και το στερνοπούλι μου.
Για την Μιράντα δεν σου είπα και πολλά.  Το κοριτσάκι μου αυτό μεγάλωνε ανάμεσα στ΄αδέλφια της αθόρυβα, θαρρείς χωρίς να μου δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα και λαχτάρες, αν εξαιρέσεις  κείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής της, που σημαδεύτηκε η υγεία της από το βαρύ μου πένθος. Μόνη της, χωρίς κανενός την βοήθεια, είχε τελειώσει με άριστα το σχολείο κι  είχε φροντίσει να  πιάσει δουλειά πρώτα σ’ένα φωτογραφείο και στην συνέχεια στο λογιστήριο του πολυκαταστήματος ΑΦΟΙ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ, που δέσποζε στο κέντρο της Αθήνας στην οδό Αιόλου
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς, το 1961,
στο εμπορικό πολυκατάστημα της εποχής «ΑΦΟΙ Λαμπρόπουλοι», στην οδό Αιόλου



 Ήταν πάντα ήσυχη, υπομονετική, τυπική στις υποχρεώσεις της έτσι ώστε να μη δημιουργεί καταστάσεις μέσα στο σπίτι. ΄Ηταν η αδυναμία όλων μας και κυρίως του Σπύρου. Την αγαπούσε πολύ σαν μικρότερη που ήταν. Μόνο μια φορά τον θύμωσε και τον έβγαλε εκτός εαυτού.  Ήταν μετά απ’ το συμβάν με  το πρήξιμο της κοιλιάς της στην κατοχή κι όλοι φοβόμασταν για την υγεία της. Είχε περάσει κι όσα είχε περάσει ως μωρό… Το ‘χαμε έγνοια όλοι!
Είχαμε μαγειρέψει, θυμάμαι, τσουκνιδόσουπα να φάμε και κείνη αρνιόταν πεισματικά να φάει το φαγητό της.
-Φάε Ριτούλα (Ριτούλα πάντα την φώναζε) το φαγητό σου, της είπε την πρώτη φορά με γλύκα.
- Δεν πεινάω Πίπη μου, απαντούσε εκείνη!
-Φάε, Ριτούλα μου, το φαγητό σου, μη πρηστεί και πάλι η κοιλίτσα σου, συνέχισε να την παρακαλεί εκείνος, μα τίποτα …. αλλού έβρεχε για κείνη!
-Φάε, χρυσή μου Ριτούλα, την σουπίτσα να μην έχουμε πάλι άλλα μαζί σου, της ξαναλέει για τελευταία φορά ο Πίπης
-Μα δεν πεινάω Πίπ…., δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την φράση της κι ο Πίπης της φόρεσε το πιάτο με την τσουκνιδόσουπα καπέλο! Από τότε, μετά το καπέλωμά της,  πρώτη έτρεχε να σερβιριστεί και δεν σηκωνόταν από το τραπέζι, αν δεν είχε φάει και την τελευταία μπουκιά, δίχως  να εξετάζει, αν το φαγητό ήταν τσουκνιδόσουπα, ή  κρεατόσουπα!
Είχαμε φτάσει πια στην καρδιά του Καλοκαιριού, όταν μου είπε, πως ήθελε να μου γνωρίσει έναν νεαρό, με τον οποίο διατηρούσε καιρό αισθηματική σχέση.
-Καστανός και σγουρομάλλης μήπως είναι ; την ρωτώ.
- Πού το ξέρεις; Τον έχεις δει; Αναρωτήθηκε έκπληκτη
Ε… κάτι πιάνει και μένα το μάτι μου, το αριστερό που λοξοκοιτά ,όταν όλοι οι υπόλοιποι δεν το βλέπουν! της απαντώ με νόημα…
Το σγουρομάλλικο καστανό αγόρι το έλεγαν Βασίλη. Τον είχε γνωρίσει στα μαύρα χρόνια της  κατοχής, όταν  και οι δύο τους βρίσκονταν ακόμα στα χρόνια της εφηβείας τους. Οι πάγκοι της οδού Αχιλλέως, που αντάλλασσαν κάποτε προϊόντα για την επιβίωση, είχαν σταθεί αιτία για ν’ ανταλλάξουν εκτός από λάδι και σταφίδες και  ερωτικές ματιές οι δύο έφηβοι, έχοντας επισκεφθεί ο  μεν πρώτος τον πάγκο του πατέρα του η δε δεύτερη τον πάγκο των αδελφών της. Κόντρα στην φρίκη του πολέμου, άφησαν τα βέλη του έρωτα να σφυρίξουν δυνατότερα από τις σφαίρες του κατακτητή και διατήρησαν την αγάπη τους μέχρι το καλοκαίρι του 1952, που αρραβωνιάστηκαν.Ο γάμος τους έγινε  δυο χρόνια αργότερα με τις καλύτερες για την εποχή συνθήκες, αφού και οι δύο έχοντας σταθερές δουλειές, μάζεψαν τις οικονομίες τους κι έχτισαν το σπίτι τους στο δεύτερο οικόπεδο της περιοχής «των λύκων».                                                                      
Το τρίτο γράφηκε στην Λένη μας κι από τότε οι δύο  αδελφές έγιναν και πάλι «αυτοκόλλητες»,  εφ’όσον έχτισαν δίπλα-δίπλα τα σπίτια τους.
Ο Αλέκος μετά από πολλές περιπέτειες, κατάφερα με την βοήθεια ενός γείτονα, που παρακάλεσα και  τον οποίο γνωρίσαμε στην συνοικία των «λύκων»,(έφυγαν βλέπεις οι λύκοι και ήρθαν υπάλληλοι του Δημοσίου), να διοριστεί στον ΟΤΕ και έτσι να λήξουν τα βάσανά τους.
Στην Ελλάδα του ΄50 όσοι διέθεταν πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων και γνώριζαν το κατάλληλο πρόσωπο, εξασφάλιζαν μία μόνιμη θέση εργασίας στο Δημόσιο και στους μεγάλους δημόσιους Οργανισμούς. Ο Αλέκος, ευτυχώς, διέθετε το πρώτο. Το δεύτερο ήρθε από  την καλή του και καλή μας τύχη, να γνωρίσουμε τον σωστό και καλό μας γείτονα. Ο Βασίλης δεν  διέθετε το πιστοποιητικό. Διέθετε όμως τύχη και κατάφερε, εκτός από το να παντρευτεί την Μιράντα μας, να διοριστεί κι αυτός στα Ελληνικά Ταχυδρομεία.
Η Καλλιοπίτσα πούλησε το δικό της μερίδιο και βοήθησε τον άντρα της να χτίσει μια ολόκληρη βιοτεχνία κατασκευής νοσοκομειακών επίπλων. Μα δεν απομακρύνθηκε πολύ.
Μέχρι την πλατεία Κυψέλης κατέβηκαν και αγόρασαν το δικό τους διαμέρισμα.
Ο γάμος της τελευταίας μου κόρης έγινε με κάθε επισημότητα συμμετέχοντας όλοι σ’αυτόν, τα παιδιά μου, οι νύφες, οι γαμπροί και τα εγγόνια μου. Όπως ακριβώς ονειρευόμουν και όριζε το ίδιο το μυστήριο. Κάτι βέβαια και πάλι θα ερχόταν μελανό να κλονίσει την χαρά, γιατί ως γνωστό γάμος δίχως κλάματα και κηδεία χωρίς γέλια δεν γίνονται!
Την ημέρα των γάμων της Μιράντας με τον Βασίλη της, δυστυχώς, χάσαμε την γλυκειά μας Φρίντα! Η σκυλίτσα του Φρέντυ, τυφλή σχεδόν από τα γηρατειά της, ξέφυγε για μια στιγμή της προσοχής μας, όταν άνοιξε η πόρτα της αυλής και προσπάθησε να περάσει την Μαραθώνος απέναντι. Δεν πρόλαβε όμως να φτάσει στην απέναντι πλευρά του πεζοδρομίου, όταν την χτύπησε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο.Η Φρίντα επέζησε των κακουχιών της κατοχής και του εμφυλίου, αλλά δεν κατάφερε να επιζήσει στους κινδύνους της ευημερίας και της ειρήνης που έφερε ο  πολιτισμός!
Η μοίρα το θέλησε, το αίμα της σκυλίτσας μας να σφραγίσει οριστικά ιη πόρτα των δεινών μας. Και εύχομαι ποτέ ξανά τίποτα βίαια να μην την ανοίξει για κανένα σας! Τα πουλιά πέταξαν όλα από την φωλιά,  που έμεινε έρημη και μοναχή! Όχι βέβαια για πολύ…Τα κορίτσια φρόντισαν και η Λένη μου έχτισε και για μένα αυτή την μικρή καμαρούλα κάτω από τα σπίτι της, ώστε να είμαι κοντά τους. Κοντά τους και ανεξάρτητη, χωρίς να επιβαρύνω κανέναν!
Ο Θεός μου τα ‘δωσε όλα απλόχερα! Τις χαρές του έρωτα με τους καρπούς των πέντε παιδιών. Τις φοβερές δοκιμασίες του με την χηρεία μου σε χρόνους δύσκολους και φοβερούς. Την ευλογία του να δω τρεις  εγγονούς από τον Σπύρο, την πρώτη εγγονή από τον Νίκο - που πήρε και το όνομά μου - και δύο ακόμη από την Μιράντα μου. Τον αδελφό σου,  που μεγάλωσα σχεδόν από μωρό και την αφεντιά σου, που μου έχει ζαλίσει τον έρωτα από το πρωί και δεν έχω σώσει ακόμα ούτε μια σειρά πλεξίματος… Μου έκανε ακόμη την χάρη να προλάβω να δω μέχρι στιγμής τέσσερα δισέγγονα κι ένα ακόμη που περιμένω νάρθει από την Ισπανία!
Η χάρη του Παρισινού έφτασε ως εκεί και ακόμα παραπέρα, ως τον μακρινό Καναδά!Βλέπεις η ξενιτειά  σημάδευε πάντα τα παιδιά της Ελλάδας.Δεν κατάφερε να σημαδέψει τα δικά μου, κατάφερε  όμως  να σημαδέψει τα εγγόνια μου.
Ο Οδυσσέας πρώτος έδειξε τον δρόμο της και πίσω του ακολούθησαν γενιές και γενιές  Ελλήνων. Αν πεις, μετά τον πόλεμο στρατιές Ελλήνων έφευγαν σαν αποδημητικά πουλιά. Ήταν  κι αυτή μια δεύτερη αιμορραγία της Ελλάδας.
Δεν υπήρξα σπουδαία, ούτε ο  αγώνας της επιβίωσής μας  ήταν διαφορετικός από τον αγώνα των ανθρώπων της γενιάς μου.  Σε πολλούς μάλιστα η μοίρα στάθηκε χίλιες φορές σκληρότερη, από ότι στάθηκε σε μένα! Μπορώ όμως να σταθώ περήφανα και να πω, πως στο τέλος τα κατάφερα! Δεν λύγισα! Μεγάλωσα μόνη μου πέντε παιδιά, έχοντας μοναδικό μου όπλο τα δυό μου χέρια!  Αυτά και το βελόνι …, που ευχή και κατάρα σου δίνω, κοριτσάκι μου, ποτέ σου να μην πιάσεις στα δικά σου χέρια, γιατί είναι πολύ βαρύ, π’ ανάθεμά το, …κι ας φαίνεται έτσι!   Είναι βαρύ και θα σου τα λειώσει…!  
  Με ρωτάς αν φοβάμαι τον θάνατο, τώρα που έχω φτάσει τόσο σιμά του. Όχι μόνο δεν τον φοβάμαι, αλλά τον βλέπω πια σαν φίλο καρδιακό, που την κατάλ-ληλη στιγμή, εκείνος γνωρίζει πότε, θάρθει να με πάρει από το χέρι να με οδηγήσει κοντά στους αγαπημένους μου, που έχω χρόνια μα πολλά χρόνια να ανταμώσω, όπως τον άνδρα μου, (αλήθεια, άραγε θα τον αναγνωρίσω), την μάνα μ’, τον πατέρα μ’, την γιαγιά μ’ τ’ Αμυγδαλιώ, τ’ Ουρανιώ , την Νεραδο-μανιάταινα, τον κυρ Αλέξανδρο με τον φανάρι του να τριγυρνά τυφλός, αλλά με τα μάτια της ψυχής του να βλέπει, όσα όλοι μας δεν μπορούμε να δούμε, μοιρολογώντας: «Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου…»
Η Μοναξιά είναι χειρότερη του θανάτου…γιατί για κοίτα με, τώρα εδώ μοναχή ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους…Λες και δεν μεγάλωσα πέντε παιδιά!Δεν λέω, βέβαια … έχω τις κόρες μου κοντά, που μόνο αυτές έρχονται και με φροντίζουν, αν κι εγώ γέννησα και φρόντισα μ’ όλες μου τις δυνάμεις πέντε παιδιά, χωρίς να κάνω διάκριση σε κανένα! Μία κάρτα έστω με την αγάπη τους για την «γριά μάνα» την αναζητώ, από κείνους που η ζωή τους χτίστηκε μακριά μου…, αλλά δεν πειράζει… Να ‘χουν όλοι τους την ευχή μου και να τους προστατεύει μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Αχάριστη δεν είμαι! Έχω σιμά μου και καμαρώνω εσάς τα εγγόνια μου, που μένετε δίπλα και καθημερινά σας βλέπω, αλλά για πόσο; Εσείς είστε νέοι! Έχετε μπροστά την ζωή σας, δεν ευκαιρείτε  και δεν πρέπει να χρονοτριβείτε  με τα παραμύθια της γιαγιάς. Πρέπει να ακολουθήσετε την δικιά σας πορεία και να καταφέρετε ένα βήματα μεγαλύτερα από τα δικά μας.
Αρκετά είδα  ενενήντα χρόνια τώρα, αρκετά διδάχτηκα! Την ζωή την δέχτηκα όπως ακριβώς μου ήρθε. Την πάλεψα δίχως μεμψιμοιρίες και παράπονα.Ένιωσα δυνατά την ευτυχία, γιατί έζησα και  ξεπέρασα όλες τις δυστυχίες. 
Δεν έχω κανένα παράπονο! Το χρέος μου το τέλεψα σ’ αυτόν τον κόσμο! Ποτέ δεν επέτρεψα να λιποψυχήσω μπροστά στην ευθύνη! Μπορεί βέβαια να μη κατάφερα να  σώσω τη Γης, που λέει κι ο μεγάλος συγγραφέας μας Καζαντζάκης, όμως σύμφωνα με τους βαθείς στοχασμούς του, προσπάθησα  με οδηγό την αρετή και την τιμιότητα να μεγαλώσω τα πέντε παιδιά μου, ρίχνοντας τις καλύτερες ζαριές μου για την συνέχιση του σογιού! Καιρός μου είναι πια να σας αποχαιρετίσω…  «Δεν θέλω να στεναχωρηθείς διόλου όταν θα φύγω, γιατί θα ξέρεις ότι εκεί που θα πάω θα είμαι πολύ χαρούμενη κοντά σ’ αγαπημένα μου πρόσωπα.
Θα με θυμηθείς, όταν φτάσεις και συ τα δικά μου χρόνια, πως τον κυρ-Μιχάλη (εννοούσε τον αρχάγγελο Μιχαήλ), θα τον περιμένεις λυτρωτή.!»
Τώρα ακούς τα λόγια μου και δεν με πιστεύεις, μα όταν έρθει η ώρα, θα με θυμηθείς…γιατί εκεί που είσαι ήμουνα και ΄δω που είμαι θάρθεις!





Ο Παρισινός, ο Μινόρες
  Κεφ.20     Η Διαδοχή

Απρίλιος 2067

……Τρεμόπαιξε στο γερμένο βλέφαρο μια ακτίνα του ήλιου, που έπεσε πάνω στην κόχη του διαμαντιού. Ακόμα κρατούσε στα δάχτυλα της το δαχτυλίδι.
΄Ηταν ένα από κείνα τα γλυκά αγγίγματα του ανοιξιάτικου ήλιου,  που σε παίρνει απαλά απ’ τις αγκάλες του Μορφέα.Οι αναμνήσεις  την είχαν  και πάλι βυθίσει στην αναπαυτική για τα γηρατειά της παλιά πολυθρόνα.Επέμενε να βολεύεται μόνο σ’αυτή την ταλαιπωρημένη από τα χρόνια κι αρνιόταν πεισματικά να την αντικαταστήσει με την τελευταίας τεχνολογίας αυτόματη, ορθοπεδική, που της είχε φέρει πρόσφατα ο γιος της απ’ το εξωτερικό. Δεν συμπαθούσε πολύ τις «έξυπνες» συσκευές, που είχαν κατακλείσει τον οικιακό εξοπλισμό όλων των σπιτιών! «Πού ακούστηκε να συνομιλείς με μία πολυθρόνα! Να της λες…δώσε κλήση στην πλάτη  5 μοίρες πίσω και δεξιά κι αυτή να το εκτελεί με κάθε ακρίβεια!Φούσκωσε λίγο πιο κάτω από την μέση και χαλάρωσε στις ωμοπλάτες και κείνη να σου ζητά τις ίντσες, που θα πρέπει ακριβώς να φουσκώσει και ακριβώς να ξεφουσκώσει!
«Σιγά μη πάρω και την μεζούρα για να σου πω… κάτσε στην άκρη και θα γίνεις ωραίος καλόγερος για τα παλτά μας …» της απαντούσε νευριασμένα και έτρεχε στην παλιά, που κινείτο κατά τις διαθέσεις της κι έδινε κλήση με τον μοχλό.
Τα κοτσύφια είχαν και πάλι επιστρέψει και το λάλημά τους για μία ακόμη φορά αναστάτωσαν την καρδιά της κι όσο κράτησε το τραγούδι τους ανύψωσαν την ζωή της από κείνη την «έρ’μη», όπως  αποκαλούσε την παλιά αγαπημένη της πολυθρόνα! «Μόνο το κελάηδημα των πουλιών έχει μείνει ανέπαφο και δεν έγινε ανέκφραστο «κομπιουτεράιζντ» σκέφτηκε με θλίψη και νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν…«Κυρία,  ακούστηκε η φωνή της κοπέλας που καθημερινά την φρόντιζε, σας πήρε ο ύπνος; Σε λίγο θα έρθουν τα παιδιά σας . Το τραπέζι είναι έτοιμο. Τα φαγητό επίσης. Μήπως θα πρέπει να ρίξετε μια ματιά. Μήπως και ξέχασα κάτι;"
Η κυρία σήκωσε αργά τα χρόνια της και κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία. Όλα στην θέση τους όπως ακριβώς τα ήθελε. Η Μάρθα, δύο χρόνια τώρα  στην φροντίδα της μεγάλης κυρίας, είχε μάθει πολύ καλά τις συνήθειες της και κάθε τι  που την ευχαριστούσε. Δεν άργησαν πολύ να φανούν  τα παιδιά της με τις γυναίκες τους και τα εγγόνια της. Όλοι είχαν φτάσει στην ώρα τους!
Αγκαλιές, φιλιά, ζωηρές συζητήσεις, γέμισε ζωντάνια το σπίτι!Τι άλλο μπορούσε να λαχταρήσει εκείνες τις στιγμές; Tα είχε όλα εμπρός της, γύρω της. Παιδιά, νύφες, εγγόνια, φως εαρινό, μοσχοβολιές απ’ τα καλομαγειρεμένα πιάτα της Μάρθας. Ευλογημένη μέρα φάνηκε στα μάτια της η εικόνα όλων να κάθονται δίπλα της στο μεγάλο τραπέζι, που είχε στηθεί προς χάριν της οικογένειας του γιου της, που ήρθε  να περάσουν τις διακοπές του Πάσχα όλοι μαζί στην Ελλάδα.
Χρόνια πολλά ξενιτεμένος και εγκαταστημένος στην Ολλανδία, ζούσε μακριά τους. Όμως συχνά πυκνά,  όπως  καλή ώρα στις μεγάλες γιορτές, εύρισκε πάντα ευκαιρίες για να επιστρέφουν όλοι μαζί, ξεδιψώντας έτσι λίγο το νόστο για την πατρίδα.
«Αχ γιαγιά πόσο μου έλειψες, πόσο μου λείψατε όλοι!» έκανε η μικρή εγγονή με νάζι ανοίγοντας την αγκαλιά της με θέρμη. Η γιαγιά συγκινημένη ανταπέδωσε φιλιά κι  αγάπη στην μικρή και φορώντας τα γυαλιά της  καμάρωσε τα νιάτα και την ομορφιά της. Χάιδεψε για λίγο  το μακρύ κολιέ από γραφίτη που φορούσε σε δυό ή τρείς γύρες γύρω από τον λευκό  ψηλό λαιμό της, πέρασε τα ρυτιδιασμένα δάχτυλά της  πάνω από τον νεανικό λιγνό θώρακα της εγγονής, που δεν χόρταινε ανάσες και παρατήρησε:
-Για δες …που και πάλι ήρθαν ξανά στην μόδα οι μακριοί κολιέδες με τις πέτρες.Είχα κι εγώ κάποτε ένα παρόμοιο και το φορούσα έτσι ακριβώς όπως εσύ!
Όλα τριγύρω αλλάζουνε, μα η μόδα δεν πολυξεφεύγει. Κύκλους κάνει και με διάφορους τρόπους επανέρχεται!  Πόσο μου θυμίζεις τα νειάτα μου καλό μου! είπε κι αισθάνθηκε τις αναμνήσεις να υγραίνουν τα μάτια και να θολώνουν την όραση.
-Αλήθεια γιαγιά, πετάχτηκε η μεγαλύτερη  εγγονή, κάποτε μας είχες πει για ένα δαχτυλίδι  που έχεις στα συρτάρια σου, με κληρονομική - οικογενειακή αξία και πως, όταν μεγαλώσουμε αρκετά, θα μας το χαρίσεις! Δεν μας είπες ποτέ βέβαια σε ποια απ’όλες  θα το δωρίσεις, γι’ αυτό θα θέλαμε να μας το φέρεις να το ξαναδούμε και να το τάξεις έστω σε μια από τις τρεις μας, είπε και σκούντησε χαμογελώντας πονηρά την ξαδέλφη της από την Ολλανδία.
-Καμμιά σας δεν θα το πάρει, ακούστηκε η φωνή του Λουκά, που διεκδικούσε την μοναδικότητα στο σόι όλο, ως ο ένας και ο ακριβός εγγονός!«Θα το πάρω εγώ που αγαπώ περισσότερο απ’ όλες σας την γιαγιά μου, για να το χαρίσω στο κορίτσι μου. ΄Ετσι δεν είναι γιαγιάκα;» Είπε περιπαιχτικά  και  γέμισε φιλιά τα μάγουλά της. Εκείνη με ένα μειλίχιο χαμόγελο προσπαθούσε να μη κακοκαρδίσει κανένα τους. Κι ενώ έψαχνε με τρόπο να βρει θέμα για να αλλάξει την συζήτηση, την κουβέντα την έπιασε και την συνέχισε ο ένας από τους γιούς της!
-Η αλήθεια είναι μάνα, πως πρέπει να φέρεις εκείνο το δαχτυλίδι να το δείξεις εδώ σ’ όλους μας, στις νύφες, στα παιδιά και τα εγγόνια σου. Να διηγηθείς την ιστορία του, την οποία εγώ βέβαια έχω ακούσει πολλές φορές, πλην όμως οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουν. Και μετά, νομίζω πως ήρθε ο καιρός το δαχτυλίδι να αλλάξει χέρια, γιατί έτσι και μας φύγεις τι θα απογίνει αυτό πίσω με  τόσες γυναίκες, που θα το διεκδικούν;  Ξέρω, βέβαια, πως το δαχτυλίδι θα πρέπει να πάει σε γυναίκα που φέρει αίμα του σογιού, όμως δόξα τω Θεώ έχουμε τρεις υποψήφιες, όλες εγγονές σου που διαθέτουν το «χάρισμα»!  είπε κλείνοντας το μάτι συνωμοτικά, χαμογελώντας δίπλα στον αδελφό του. Είχαν βρει θέμα καινούργιο τώρα για να την πειράξουν πάλι, έτσι ακριβώς όπως την πείραζαν παλιά όταν ήταν νεαροί.
Η μάνα τους μπορεί να γέρασε, αλλά σίγουρα το «πνεύμα» των γιών της το αντιλαμβανόταν με την πρώτη. Συνηθισμένη από τα πειράγματά τους σηκώθηκε αργά από την καρέκλα, όρθωσε κατά το δυνατόν κορμί και κεφάλι,  ώστε να δηλώσει με κάθε επισημότητα στην φωνή της: 
«Η διαδοχή θα γίνει αύριο, την ημέρα των γενεθλίων μου, μετά το κόψιμο της  τούρτας που θα φτιάξουν τα έμπειρα χεράκια της Μαρθούλας μου!»
H βραδιά κύλησε με τραγούδια και με ευχάριστες, ζωντανές συζητήσεις των παιδιών και των μεγαλύτερων. Όλοι χαρούμενοι και γελαστοί  επηρεασμένοι   περισσότερο από την ευτυχία της συνεύρεσης  και λιγότερο από την μέθη του μοσχοφίλερου, αγαπημένου κρασιού της γιαγιάς, που συνόδευε πάντα τα πιάτα του τραπεζιού της.Το ραντεβού  δόθηκε την επομένη, ώστε όλοι μαζί να της
τραγουδήσουν  για 105η φορά το: «Nα ζήσεις γιαγιάκα και χρόνια πολλά», γι’ αυτό η παρέα άρχισε σιγά - σιγά να διαλύεται με την υπόσχεση της επόμενης συνάντησης που είχε τόση μεγάλη για κείνη σημασία.

 -Γιαγιά  αύριο σε θέλω να γίνεις κούκλα ώστε να σβήσεις τα 105 κεράκια σου, έτσι; Φώναξε η μικρή, γελώντας, μη πιστεύοντας καλά - καλά  τα ίδια της τα λόγια, αναλογιζόμενη τον απίστευτο αριθμό των κεριών της γιαγιάς και ροβόλησε τις σκάλες με τις ξαδέλφες της.
-Θέλετε κάτι άλλο πριν φύγω κυρία; ρώτησε η Μάρθα με ευγένεια τη γιαγιά,  που είχε  με φροντίδα βοηθήσει να ξαπλώσει στο μεγάλο της κρεββάτι.
-Ναι Μαρθούλα μου, άνοιξε το πάνω συρτάρι του κομονδίνου και βγάλε από μέσα το μικρό βυσσινί κουτί. Φέρε μου και μία καρτούλα απ’ αυτές που θα βρεις στο βάθος του συρταριού  κι ακόμη φέρε μου σε παρακαλώ μία πένα. Όχι - όχι την ηλεκτρονική, την άλλη την παλιά την τριγωνική.
Η Μάρθα ακολούθησε όλες τις οδηγίες της γιαγιάς και τ’ άφησε όλα δίπλα της. Σχημάτισε στο καντράν του πίνακα ελέγχου ασφάλειας του σπιτιού, τον αριθμό του κωδικού που άνοιξε τις κουρτίνες αυτόματα και προκάλεσε τον ηλεκτρονικό ήχο κλειδώματος των παραθύρων.
Όταν η  Μάρθα βγήκε από το δωμάτιο,  η γιαγιά άνοιξε αργά, ευλαβικά, θαρρείς, το κουτάκι που κρατούσε. Μέσα στο εσωτερικό, βυσσινί, βελούδινο ύφασμά του το διαμαντένιο δαχτυλίδι πρόβαλλε με τους ιριδισμούς του κάτω από  την βοήθεια του  τεχνητού φωτός,  που έβγαζε το πορτατίφ  δίπλα. Φαινόταν πανέμορφο! Ισάξια αστραφτερό όσο και με το φως του Ήλιου! Το κοίταξε δοκιμάζοντάς το δύο - τρεις φορές ακόμα κάτι σαν ύστατο χαίρε. Ύστερα με ιεροτελεστικό, θαρρείς, τρόπο, πήρε την λευκή καρτούλα, σήκωσε την πένα μέχρι την άκρη των χειλιών της, συνήθεια που κουβαλούσε από τα χρόνια που καθόταν με τις ώρες κι έγραφε σαν ήταν μικρό παιδί τα ημερολόγια της.
Σημείωσε τα γράμματα της αργά και καλλιτεχνικά. Τα διάβασε μετά προσεχτικά, μήπως κάτι είχε λάθος σημειωθεί  κι ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα το ακούμπησε μέσα στο ανοικτό  κουτί. Στη συνέχεια έβγαλε ξανά το δαχτυλίδι από το χέρι, το άγγιξε με τα χείλη της και κοιτάζοντας τις αστραφτερές γωνίες του ψιθύρισε:«Αντίο γιαγιά, δεν σε ξέχασα ποτέ, όπως εσύ. Είχες υποσχεθεί ότι θα ‘ρχόσουν να με   συναντήσεις για να μου πεις τι είδες από την άλλη πλευρά που βρέθηκες. Άραγε βρήκες όλους τους αγαπημένους σου όπως ήλπιζες ή απο-γοητεύτηκες μπροστά στον απόλυτο έρεβος της ανυπαρξίας της μεταθανάτιας ζωής;  Δεν πειράζει, γιατί ήρθε η ώρα να ‘ρθω εγώ να σε βρω! Πράγματι είχες δίκιο! Είμαι χαρούμενη που έφτασε και για μένα η ενδιαφέρουσα στιγμή της απάντησης στο προαιώνιο ερώτημα»

Εδώ και ένα μήνα η Παγκόσμια Ληξιαρχική Αρχή της είχε αποστείλει συστημένο το «χάπι της απόρριψης». Πλησίαζε τα εκατόν πέντε έτη κι είχε δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει. Πόσο παράξενος κι αντιφατικός είχε γίνει ο κόσμος της! Από την μία η επιστήμη έκανε τα πάντα για να την κρατά ακμαία και ζωντανή κι από την άλλη η Διοικούσα Αρχή την προέτρεπε να τους αδειάζει σιγά -σιγά την γωνιά και να τους χαρίσει το δικαίωμά της στις κοινωνικές παροχές και απολαβές!
«Πολύ καλά λοιπόν … θα σας την κάνω την Χάρη», σκέφτηκε. Η αλήθεια είναι, ότι χρόνια τώρα τους είχε όλους βαρεθεί, πλην φυσικά των παιδιών και εγγονών της που ήταν η μοναδική πηγή χαράς της. Είχε κάμποσο καιρό αρχίσει κι κείνη να αναζητά τον Μιχάλη, τον φίλο της Σκιαθίτισσας, να την συνοδεύσει στο μεγάλο ταξίδι! Η Ληξιαρχική Αρχή, λοιπόν, με την ολοκλήρωση των εκατό πέντε της χρόνων, όπως προέβλεπε το παγκόσμιο πρωτόκολλο ανθρώπινων δικαιωμάτων, έστειλε ταχυδρομικώς  σε χρώμα μπλε τον «Μιχάλη», εφ’ όσον και όταν εκείνη επιθυμούσε να τον χρησιμοποιήσει.
Ας μη το άφηνε άλλο… ανεκμετάλλευτο! Είχε έρθει η ώρα! Με μια γουλιά νεράκι να συνοδεύσει ευχάριστα το μπλε χαπάκι στον οισοφάγο, ακούμπησε το δαχτυλίδι στο κουτί του και αφού έστειλε μια ματιά τριγύρω σαν τελευταία καληνύχτα, προκάλεσε το τσαφ του διακόπτη του πορτατίφ μ’ένα χτύπημα των δαχτύλων της, διώχνοντας  ως τελευταία της εντολή κάθε φωτεινότητα του δωματίου. 
Η Μάρθα με δύο-τρία ελαφρά στην αρχή χτυπήματα, γυρίζει το πόμολο της πόρτας και καλημερίζει με κέφι την κυρία της.
-Καλημέρα αγαπημένη μας! Χρόνια Πολλά , γερή και δυνατή πάντα μαζί μας!
Φώναξε και τράβηξε τις κουρτίνες του παραθύρου να την ξυπνήσει, το φως που πάντα αναζητούσε και χαιρόταν. Τίποτα  όμως σήμερα… Ούτε ο αναζωογονητικός ανοιξιάτικος ήλιος, που πλημμύρισε τα σεντόνια της, δεν μπόρεσε να κάνει την γερόντισσα  να αφήσει τον  κόσμο των αιώνιων ονείρων.Η Μάρθα σκύβει το αυτί  κοντά στο ασάλευτο πρόσωπο της κυρίας της, μήπως και διακρίνει μικρή ανάσα, ένα σημείο ζωής. Μάταια…
Η Μάρθα είναι  σίγουρη πια, πως η αγαπημένη της κυρία είχε  από ώρες ταξιδέψει… παρ’ όλα αυτά ψάχνει στα συρτάρια τον μίνι παλμογράφο, μήπως αυτός καταφέρει ν’ ανιχνεύσει ασθενικούς παλμούς.
Ένας παιχνιδιάρικος ιριδισμός δίπλα στο κομονδίνο τραβά την ματιά της Μάρθας πάνω στο ανοιχτό κουτάκι με το διαμαντένιο δαχτυλίδι και την καρτούλα                                                                                                   
                
                        . .…  Διαβάζει δυνατά την τελευταία επιθυμία:   

    
    «Στην πολυγραφέστερη..!»



ΤΕΛΟΣ


Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Ο Παρισινός, ο Μινόρες (κεφ 15,16,17)

ο Παρισινός, ο Μινόρες
 Κεφ.15  Γάμος …στα μαύρα χρόνια

Θα ήταν Σεπτέμβρης του ’42, θαρρώ, που ο Νίκος μας έφερε τα νέα! Μία μικρή αντιστασιακή, πατριωτική οργάνωση, κατάφερε να ανατινάξει στο κέντρο της Αθήνας τα γραφεία της ΕΣΠΟ. Η ΕΣΠΟ ήταν μια προδοτική φασιστική οργάνωση μέσα στην οποία ήταν οργανωμένοι κι  οι γνωστοί  για την περιοχή μας φοβεροί και τρομεροί Πανωλιασκαίοι! Οι Πανωλιασκαίοι ήταν τρία, ίσως και περισσότερα αδέλφια, (δεν θυμάμαι ακριβώς τον αριθμό των παιδιών της εφιαλτικής αυτής οικογένειας), που ο πατέρας τους είχε ένα καπηλειό εκεί κοντά μας στην Αχιλλέως και Μυλλέρου γωνία. Ο μεγάλος γιος, ο Τίτος Πανωλιάσκος, ήταν  Γερμανοτσολιάς και συνεργάζονταν με τους κατακτητές και τα τάγματα ασφαλείας του δοσίλογου Πρωθυπουργού  Ιωάννη Ράλλη, που διορίστηκε κι αυτός από τον καταχτητή σε αντικατάσταση πρώτα του Τσολάκογλου και μετά του Λογοθετόπουλου. Ουσιαστικά, έντονη εμφανίστηκε η αντιστασιακή παρουσία στην Αθήνα από κείνη την ημέρα της ανατίναξης. 

   

Μετά οι ΕΠΟΝΙΤΕΣ έλαβαν δράση και συντόνισαν πρώτα τις μεγάλες αντιφασιστικές διαδηλώσεις που έγιναν, η  μία για την επιστράτευση Ελλήνων πολιτών που οι Γερμανοί είχαν σκοπό να στείλουν εργάτες στα εργοστάσια της Γερμανίας και η άλλη εναντίον της σχεδιαζόμενης κατοχής της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους. Και οι δύο οι διαδηλώσεις πνίγηκαν στο αίμα από τα γερμανικά τανκς! Είχε προηγηθεί βλέπεις  η κηδεία του ποιητή μας Κωστή Παλαμά, η οποία μετατράπηκε σε αυθόρμητη λαϊκή διαδήλωση των Αθηναίων κατά των κατακτητών, και ο κοσμάκης είχε κάπως αναθαρρέψει.

 Δεν θέλω να πω ψέματα… έτρεμα για τα παιδιά μου και κυρίως για τα αγόρια μου. Προσπαθούσα να τα κρατήσω μακριά από τις καταστάσεις. Εκείνη την εποχή ήταν, όταν ένα βράδυ σταμάτησε έξω από το σπίτι μας ένα γερμανικό αυτοκίνητο. Κατεβαίνουν απ’ αυτό δύο Γερμανοί αξιωματικοί και μπαίνουν στην δική μας αυλή. Πρώτη πόρτα που συναντούσε κανείς ήταν η δική μας. Την βρήκαν λοιπόν και άρχισαν να την χτυπούν. Ήμουν με τα κορίτσια και τον Νίκο. Ο Σπύρος τις περισσότερες φορές κοιμόταν στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, που είχε νοικιάσει με τα αδέλφια της  σπίτι στην οδό Λένορμαν. Η ψυχή μου φτερούγισε σαν ξέπνοου πουλιού. Φοβήθηκα πρώτα για τον Σπύρο. Αυτόν ψάχνουν σκέφτηκα. Αμπαρώνω στο μέσα δωμάτιο τα κορίτσια κι αφήνω τον Νίκο πίσω από την πόρτα για μια υποστήριξη.
Πριν σηκώσει ο Γερμαναράς ξανά το χέρι του επάνω στην πόρτα μας, προλαβαίνω και την ανοίγω, ίσα-ίσα να φανεί μόνο η δική μου φιγούρα.
-Τι θέλετε; Ρωτώ κρατώντας την ψυχραιμία, αλλά το αίμα μου όλο είχε κατέβει στα πόδια μου, από τον φόβο.
 -Γκουντεν ντακ  Μάνταμ! Μπίτε, Φροιλάιν Μαρίκα; Κατίνα; Έψαχνε τις λεγάμενες… στην διπλανή αυλή!
Δίπλα του δείχνω με το δάχτυλο του χεριού μου.
-Βον; Γουό;
-Δίπλα, στραβούλιακα, στο φωτάκι, του ξαναδείχνω χαμογελώντας… και αφήνω λίγο την μισάνοιχτη πόρτα από το χέρι μου, για να του δείξω πού ακριβώς ήταν η αυλή της Μαρίκας και της Κατίνας. Το ‘δε το φωτάκι επιτέλους ο Γερμαναράς και ικανοποιημένος, μ’ ευχαρίστησε κάνοντας ελαφρά υπόκλιση.
-Ντάνκε, ντάνκε μάνταμ, και ζητώντας συγγνώμη για την ενόχληση, πήρε τον άλλο, τον αμίλητο δίπλα του,  που στο εν τω μεταξύ όλο και έριχνε κλεφτές ματιές προς το εσωτερικό της μισάνοιχτης πόρτας μου και τράβηξαν προς το κόκκινο φωτάκι. Είσαι και ευγενής, τρομάρα να σούρθει, μονολόγησα και χώθηκα πίσω από την πόρτα, ώσπου να πεις κίμινο! Κλείνοντας και αμπαρώνοντας την πόρτα, πάλι μια φευγαλέα ματιά μου έπιασε μια σκιά στον επάνω όροφο να έχει σταθεί στο σκοτεινό της γωνίας, ίσως για να παρακολουθήσει  το σκηνικό με τους Γερμανούς, που έλαβε αίσιο τέλος  στην πόρτα μας. Αυτή την φορά ήμουν σίγουρη, πως τα μάτια μου δεν με γέλασαν, ούτε  η φαντασία μου επηρεασμένη, μου έπαιζε παιχνίδια απ’ εκείνα τ’ απατηλά. Η φιγούρα που διέκρινα κρυμμένη δεν ήταν άλλη από κείνη του άντρα του παράνομου ζευγαριού.
Μια μέρα βλέπω την μέλλουσα νύφη μου με την Λένη μας να κρατούν μία κότα στραμπουληγμένη και να μου την φέρνουν πεσκέσι στο τσουκάλι μας.
-Πού την βρήκατε την κότα, βρε κορίτσια? Ρωτώ.
-Μη ρωτάς μάνα, μου λένε και δύο ξέπνοες από τον δρόμο, μόνο πάρτην ξεπουπούλιασέ την και φτιάξε σούπα να λιγδώσει λίγο το έντερό μας!
Ετοιμάζοντας την κότα, μου ξεφούρνισαν το παραμύθι. Είχαν κατέβει ξανά προς τα περβόλια με τις λαχανίδες, που βρίσκονταν πέρα στην Ακαδημία Πλάτωνος. Εκεί μία άλλη φορά είχαν πάρει και την Μιράντα μαζί για να μαζέψουν τάχα χόρτα στα ξένα χωράφια και αντί χόρτων ξερίζωναν τα λάχανα και τα ‘χωναν βιαστικά, στο τσουβάλι τους. Μέχρι που τους πήρε το μάτι του ιδιοκτήτη, τις έπιασε στα πράσα, που λένε, και στο τέλος τους την χάρισε. Προφανώς γιατί τις λυπήθηκε, έτσι νηστικομένες που τις είδε και τους είπε άλλη φορά να μη τολμήσουν να ξαναπατήσουν στο χωράφι του. Μάθημα ωστόσο δεν τους έγινε και ξαναπήγαν, αυτή την φορά βάζοντας στο μάτι μια κότα, που είχε ξεφύγει από τα κοτέτσια του. Δεν ήθελαν να κάνουν έντονη την παρουσία τους, μήπως τους δει πάλι ο ιδιοκτήτης, οπότε η κυρά-πονήρω Μάρω από την Καβάλα έβαλε σε δράση το σχέδιό της. Παίρνει ένα σπυρί καλαμπόκι το δένει στην άκρη ενός σπάγκου και το πετά προς την μεριά της κότας. Το βλέπει η κότα, πάει να το τσιμπήσει, τραβά εκείνη το σκοινί προς την δική τους κατεύθυνση, ενώ εκείνες κρυμμένες πίσω από τις λαχανίδες παραμόνευαν. Προχωρά η κότα να πιάσει το σπυρί, τραβά η Μαρία το σκοινί. Για να μη στα πολυλογώ, λίγο-λίγο το σκοινί έφερε την κότα ακριβώς μπροστά τους.  Δεν καθυστέρησε στιγμή η Μαρία την αρπάζει, της ρίχνει ένα στραμπούληγμα στο λαιμό και από ΄δώ πάνε οι άλλοι… Ότι θα αποκτούσα και τέτοια δεινή κλεφτοκοτού νύφη, δεν τόχα ποτέ μου φανταστεί!  Δυστυχώς, έτσι και χειρότερους μας είχε καταντήσει η πείνα…!
Παρ’ όλη όμως την φτώχεια και την δυστυχία μας, η ελπίδα και το κουράγιο δεν χάθηκε! Την ζωή την είχαμε όλοι μας αδράξει τόσο δυνατά, που ήταν αδύνατον να την αφήσουμε να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια μας! Κυρίως τα παιδιά μου! Και απ’ αυτά  έπαιρνα κι εγώ κουράγιο
Ο έρωτας πάει αντάμα με την νιότη! Δεν στέκεται, δεν περιμένει γιατί χαμηλώνει και σβήνει όταν αυτή φύγει! Έτσι ο Πίπης μας αποφασίζει κόντρα σε κείνη την κοσμοχαλασιά να στεφανωθεί την Μαρίτσα του. Έτσι κι αλλιώς μαζί σχεδόν έμεναν, από την στιγμή που είχε νοικιάσει σπίτι δίπλα μας, ποιος ο λόγος να το καθυστερούν; Οι συνθήκες δεν έδειχναν ότι θα αλλάξουν σύντομα.
Ο γάμος έγινε στο σπίτι της Μαρίας τον Σεπτέμβρη του ΄43.  Φωνάξαμε έναν παπά, μαζευτήκαμε τα αδέλφια της Μαρίας και ‘μεις και εκεί στο σπιτάκι  της Λένορμαν ένα Φθινοπωριάτικο απομεσήμερο πάντρεψα το πρωτότοκο μου! Κουμπάρες η Ελένη και Μιράντα μας! Με χίλιες ευχές τους έρανα, γιατί, η δύστυχη, δεν είχα ούτε μία χουφτίτσα ρύζι να τους ρίξω, να ριζώσει η αγάπη τους! Μα οι ευχές μου ήταν αρκετές να στεριώσουν, να  ευτυχήσουν και να μου χαρίσουν την επόμενη χρονιά το πρώτο μου εγγόνι! Το βράδυ που γυρίσαμε στο σπίτι, όταν όλοι έπεσαν για ύπνο, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας μίλησα με τον άνδρα μου, του έκλεισα το μάτι  και περήφανα του είπα:
«Παρισινέ, Μινόρε μου, απόψε να κοιμηθείς και συ ήσυχος, γιατί μέχρι στιγμής τη φαμίλια σου την κρατώ ολοζώντανη!  Τώρα πια συνεχίζεται  και μέσα απ’την κοιλιά της Μαρίας μας!»





Ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.16 Το καλότυχο μωρό  έφερε την λευτεριά μας.

Ο Γιωργάκης ήταν ένα γειτονόπουλο, πάνω κάτω στην ηλικία του Νίκου μου. Ορφανό και από τους δύο γονείς του μεγάλωνε με τον παππού και την γιαγιά.Ο παππούς με την έναρξη ακόμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου μας  είχε αφήσει χρόνους. Το κρασί ήταν η μοναδική παρηγοριά για τον χαμό του γιου του στα ξερονήσια του Μεταξά κι η βασική αιτία, που του διέλυσε το συκώτι κι έφυγε από κύρωση.
Ο Γιωργάκης, λοιπόν, συνέχιζε να ζει με την χαροκαμένη γιαγιά του.Θα κόντευε να πατήσει τα 18 του χρόνια, αλλά το καημένο, παρ’όλο το ύψος και την αρρενωπή τριχοφυΐα του (ήταν μελαχρινό με μάτια κυπαρισσένια) δεν είχε μακριά αντρικά παντελόνια να φορέσει και τα πόδια του έμοιαζαν με τριχωτά πόδια πελεκάνου, που έχασκαν γυμνά κάτω από τα κοντοπαντέλονα, που είχε και φορούσε. Όπως ίσως φαντάζεσαι, ο Γιωργάκης μεγάλωνε περισσότερο με την ευσπλαχνία και την ελεημοσύνη των γειτόνων. Όση βέβαια είχε απομείνει στις καρδιές μας…οι περισσότερες είχαν πετρώσει!
Η καλύτερη παρέα είχε γίνει του Νικολού. Όλη μέρα και όλη νύχτα πού τον έβρισκες, πού τον γύρευες, με τον Γιωργάκη θα έτρεχε…. Ο Γιωργάκης, βέβαια, έτρεχε πολύ. Μια τον συναντούσες έξω από τους Πανωλιασκαίους, μια πάνω στα καμιόνια  γερμανικών τροχοφόρων να «νοικοκυρεύει» το φορτίο τους. Πότε  τον έπιανε το μάτι σου, τα βράδια στους δρόμους να τριγυρνά με τενεκεδάκια μπογιάς…  Πώς μπορούσε να συνδυάζει όλες αυτές τις δραστηριότητες και να τους φέρνει όλους γύρα, μόνο ο Θεός και ο ίδιος γνώριζε! Εμένα όμως πολύ μ’απασχολούσαν τα πέρα δώθε του Γιωργάκη και δεν καλόβλεπα την συναναστροφή του με τον δικό μου. Θα μπορούσα να πω μάλιστα, πως όχι απλώς δεν την καλόβλεπα, αλλά την φοβόμουν κιόλας. Τελευταίως  μάλιστα, το αριστερό μου μάτι που  αλληθώριζε όποτε εκείνο ήθελε, είχε πιάσει τα κυπαρισσένια μάτια του Γιωργάκη να κοιτούν με ιδιαίτερο θαυμασμό τα μάτια και όχι μόνο της  Λένης μου! « Όλα τα είχαμε τότε…ο Γιωργαρής μας έλειπε!»  Αυτά περί Γιωργάκη, στα λέω τώρα για να τα θυμηθείς στην συνέχεια της ιστορίας μου.

Ο κόσμος έτρεφε μια ελπίδα. Περίμενε την μέρα που θα ‘βλεπε τους Εγγλέζους  να κάνουν απόβαση στην Ελλάδα. Τελευταία οι συναγερμοί από τους βομβαρδισμούς των συμμαχικών αεροπλάνων πάνω από την Αθήνα, τα περίχωρα και τον λιμάνι του Πειραιά δεν είχαν σταματημό. Ο τρομακτικότερος βομβαρδισμός όλων ήταν τον Γενάρη του ΄44 στον Πειραιά. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο!
Χίλιοι νεκροί και δεν ξέρω πόσες  δεκάδες τραυματίες! Σπίτια και μεγάλα κτίρια στο κέντρο της πόλης,  έγιναν όλα ένα σύννεφο σκόνης. Μέχρι κι ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα καταστράφηκε. Δεν άφησαν τίποτα πίσω τους αλώβητο οι εκατοντάδες φονικές βόμβες του Αμερικάνων και των Εγγλέζων. Το τραγικότερο όλων ήταν η κατάρρευση του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Στο υπόγειό του υπήρχε οργανωμένο καταφύγιο, όπου μεταξύ πολλών κατοίκων, είχαν καταφύγει οι μαθήτριες με τις δασκάλες της Οικοκυρικής Σχολής Θηλέων του Δήμου.
Το κτίριο κατέρρευσε, το καταφύγιο όμως άντεξε, αλλά θάφτηκε κάτω από τα χαλάσματα των επάνω ορόφων με αποτέλεσμα τόσος κόσμος να θαφτεί ζωντανός! Εμείς δεν τρέξαμε ποτέ σε καταφύγιο. Δεν ξέρω γιατί, βγαίνοντας έξω από το σπίτι μου ένιωθα περισσότερο ανασφαλής. «Στο σπίτι και ότι είναι να γίνει ας γίνει», έλεγα στα παιδιά κι άνοιγα την αγκαλιά μου να  τα προστατεύσω όλα μέσα σ’αυτήν! «Αν είναι το καντηλάκι μας να κάψει μέχρι εδώ, τίποτα δεν θα το εμποδίσει να σβήσει».
 Βομβάρδισαν τα σπίτια του κοσμάκη και άφησαν άθικτες τις εγκαταστάσεις του εχθρού. Είπαν πως έκαναν λάθος στους στόχους οι αεροπόροι τους, μα αυτήν την δικαιολογία ποτέ μου δεν την πίστεψα, γιατί τα ίδια έκαναν και σ’άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως στον Βόλο, στην Ζάκυνθο, στην Χίο.  Είναι δυνατόν όλο λάθη να έκαναν οι αεροπόροι τους; Μάλλον ήθελαν να προκαλέσουν πολλά θύματα στον Ελληνικό Λαό, ώστε να ξεσηκωθεί εναντίον του κατακτητή. Αλλιώς δεν εξηγείται η σφοδρότητα και αγριότητα κείνων των βομβαρδισμών.
 Ο Σπύρος  μας βεβαίωνε, πως οι Εγγλέζοι δεν επρόκειτο να έρθουν ποτέ. «Καλύτερα, απαντούσε νευρικά ο Νικολός, να ελευθερωθούμε μοναχοί μας για να μη χρωστάμε σε κανέναν!». «Πρόσεχε, του έλεγε εκείνος, πού πας, με ποιους γυρνάς, γιατί τα ψωμιά των Γερμαναράδων λιγοστεύουν, το γνωρίζουν κι αυτοί και θα γίνουν άγρια σκυλιά τελευταίες μέρες.»
Πράγματι είχε δίκιο. Οι τελευταίες μέρες των Γερμανών στην Αθήνα έμελλε να γίνουν φονικότερες! Η Πρωτομαγιά του 1944 βάφτηκε με το αίμα 200 αγωνιστών στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, ως εκδίκηση για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού, που έχασε την ζωή του σε μάχη με τους αντάρτες της Λακωνίας.  Αλλά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο, παλληκάρια της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ έχασαν την ζωή τους σε ενέδρα, που τους είχαν στήσει πάλι στην μονή της  Καισαριανής και στο Δαφνί.
Στους  κατάλογους των δολοφονηθέντων ήταν και τα ονόματα του ζευγαριού του δεύτερου ορόφου. Οι γείτονες μας δεν ήσαν, τελικώς, ένα απλό παράνομο ζευγάρι, όπως νομίζαμε, αλλά ηγετικά στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΟΠΛΑ. Η οργάνωση αυτή υπήρξε η πιο μυστηριώδης οργάνωση στην ιστορία του αντάρτικου πόλης και σκοπός της ήταν η προφύλαξη όλων των μελών της Εθνικής Αντίστασης  από τους Ταγματασφαλίτες και τους Γερμανοτσολιάδες.                                 
Η  Διαμαντώ και ο Στέλιος Σπανός ή Καρδάρας, όπως μάθαμε αργότερα ότι  ήταν το ψευδώνυμο, σκοτώθηκαν σε μία απ’εκείνες τις τελευταίες μάχες, που δόθηκαν στην Κοκκινιά, η  οποία υπήρξε το στρατηγείο δράσης τους   κατά των κατοχικών δυνάμεων και των συνεργατών τους.
 ΄Ετσι λοιπόν ξεδιάλυναν και κείνες οι κρυφές παρακολουθήσεις του σπιτιού μου από τον Στέλιο, ο οποίος αργότερα έγινε και τραγούδι από έναν ρεμπέτη συνθέτη.

Στην αγριότητα εκείνη των ημερών ήρθε να φωτίσει την  δική μας καρδιά  μια ελπίδα για το αύριο, ο ερχομός του πρώτου μου εγγονού! Το μικροσκοπικό κορμάκι του μέσα στην αγκαλιά της  Μαρίας φάνταζε στα μάτια μου σαν μικρός Χριστός! Με τα μάτια της καρδιάς βίωσα την γέννησή του σαν ανάσταση του Παρισινού. Δεν χόρταινα να τον κοιτώ! Οι νονές που του χάρισαν το όνομα του παππού του, ήταν βέβαια οι δύο κουμπάρες του γάμου! Η Μιράντα και η Ελένη.   Η Ελένη και η Μιράντα, οι αυτοκολλητούλες που είχαν γίνει πια κοτζάμ γυναίκες!  
Κείνη η μικρή μάλιστα σάμπως νάχε παραμεγαλώσει, τον τελευταίο καιρό. Κάποιο μάτι την είχε πετύχει στην οδό Αθηνάς, φορώντας την σχολική ακόμα ποδιά, να περπατά παρέα με ένα παλληκαράκι καστανό, σγουρομάλλικο. 
Δεν της είπα τίποτα, παρά μονάχα να φροντίζει να επιστρέφει αμέσως στο σπίτι από το σχολείο, γιατί ο αδελφός της ο Νίκος είχε τάχα παρατηρήσει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις κι απουσίες της από το σπίτι κι ο Νίκος ήξερε πολύ καλά πως δεν αστειευόταν με τέτοια καμώματα.
Εκείνη πρώτη φορά δεν σιώπησε, όπως συνήθως έκανε, παρά άρχισε τις δικαιολογίες και τα μυξοκλάματα, ότι τάχα είχε αργήσει  μόνο μία φορά, γιατί είχε πάει να πουλήσει ένα δαχτυλιδάκι που είχε από την νονά της, και να αγοράσει μ’αυτό δύο παστέλια μαζί με  την αδελφή της ,  που είχαν δει και λαχταρήσει, και ότι, ενώ στέκονταν στην αρχή της οδού Αθηνάς κι τα έτρωγαν παρέα, ξαφνικά πέρασε ένας άντρας ψηλός και γρήγορος σαν σίφουνας από μπροστά τους και τους το άρπαξε μέσα από τα χέρια τους. Έτσι αυτές απαρηγόρητες έμειναν με το στόμα ανοιχτό και την γλυκιά γεύση του γλυκού μέχρι την άκρη μόνο των χειλιών τους. Και δώστου παράπονα, κλαματάκια και τριψίματα στην αγκαλιά μου, οπότε ξεχάστηκε η κουβέντα και οδηγήθηκε αλλού!

Ξημέρωσε επιτέλους η πιο όμορφη και η πιο ελαφριά μέρα του Κόσμου, όπως την είπε και ο ποιητής Γ.Σεφέρης . Ο μισητός αγκυλωτός σταυρός κατεβαίνει από τον βράχο της Ακρόπολης και ο επικεφαλής των Γερμανικών στρατευμάτων καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη, σαν να ‘θελε  να πει μ’ αυτή την χειρονομία, ότι «να κοιτάτε!! Είμαστε λαός ιπποτικός!»                             Όπως ακριβώς, θυμάσαι ; μ’ ευχαρίστησε ιπποτικά και ο … στραβούλιακας, που χτύπησε βραδιάτικα  την πόρτα μου με περισσή ορμή, ζητώντας το αμαρτωλό Κατινάκι. 
Αυτοί οι ιππότες, λοιπόν, καθώς έφευγαν οι τελευταίοι τους, πυροβόλησαν και σκότωσαν άοπλους στην Ιπποκράτους και στην Ομόνοια. Το τι ακολούθησε μετά δεν περιγράφεται!  Όλες οι γειτονιές, οι συνοικίες άρχισαν να μαζεύονται παρέες – παρέες. Να σχηματίζουν ανθρώπινα ποτάμια και να κατεβαίνουν με ένα ξέφρενο ξέσπασμα χαράς στο κέντρο της Αθήνας. Αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, τραγουδούσαν, χόρευαν φωνάζοντας συνθήματα. Παντού ανέμιζαν ελληνικές σημαίες στα κτίρια, στις πλατείες ακόμα και πάνω στα  δέντρα.
Τα κορίτσια μου έφτιαξαν μικροσκοπικές χάρτινες γαλανόλευκες και στόλισαν μ’ αυτές τα κοτσίδια τους. Τι σου είναι τα νειάτα!  Πάντα βρίσκουν τον τρόπο ακόμα και με το τίποτα να στολίσουν και να προβάλλουν την ομορφιά τους!  Η νεότητα τρέφεται με την φαντασία και την αισιοδοξία. Όταν στερέψουν αυτά τα δύο, σβήνει σιγά-σιγά και η νιότη!
 Ξεκινήσαμε και μεις μεθυσμένοι από χαρά για το Σύνταγμα που είχε στηθεί το πανηγύρι της απελευθέρωσης ! Πλακάτ και φλογεροί ρήτορες εμφανίζονταν σε κάθε γωνία  της Πανεπιστημίου, της Σταδίου, της πλατείας Συντάγματος και της Ομονοίας. Ένας λαός σύσσωμος είχε βγει από τα σπίτια του και  συμμετείχε σε κείνη την γιορτή της ελευθερίας! Η φωνή της Βέμπο στα μεγάφωνα ηχούσε με το τραγούδι της λευτεριάς, πως «η Ελλάδα είναι από τον Θεό σταλμένη»…, μόνο που ξέχασε να  προσθέσει και από τον Θεό τιμωρημένη!
Γιατί ,αλλοίμονο τα βάσανά μας  δεν έλεγαν  ακόμα να σώσουν και οι χαρές γέμισαν φοβέρες! Οι χαρμόσυνες μέρες δεν θα κρατούσαν πολύ. Σε λίγο ο ελληνικός ουρανός και πάλι θα σκοτείνιαζε. Την Αθήνα, ο Δεκέμβρης  του’44 την βρίσκει με οδοφράγματα. Το κέντρο της πόλης, δηλαδή Κολωνάκι,  Σύνταγμα, Ζάππειο ήταν κάτω από τον έλεγχο των κυβερνητικών, ενώ σχεδόν όλη η υπόλοιπη Αθήνα  υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ.
Εμείς που μέναμε από την Ομόνοια και κάτω ανήκαμε στην ελασοκρατούμενη περιοχή. Παντού  οδοφράγματα. Στην Ομόνοια, στην Κυψέλη, στα Πατήσια,  σ’όλες σχεδόν τις συνοικίες.  Στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία βρίσκονταν το στρατηγείο των Άγγλων, όπου με την βοήθειά τους οι Έλληνες αλληλοεξοντώνονταν. Κάτω από την Ακρόπολη,  στο στρατόπεδο του Μακρυγιάννη, στεγάζονταν η Σχολή της Χωροφυλακής. Εκεί έγινε  μία από τις αγριότερες συγκρούσεις, μεταξύ του ΕΛΑΣ και των χωροφυλάκων. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας πραγματικά πεδία μάχης!  Στις φτωχογειτονιές της Καισαριανής ο κόσμος αλλόφρων δεν ήξερε κατά πού να τραβήξει.   Ήταν τα δραματικότερα Χριστούγεννα που πέρασε ο Αθηναϊκός Λαός,  στην γκρεμισμένη, ανελέητα βομβαρδισμένη από τους Εγγλέζους πόλη του.
Μέσα σ’ αυτή την τραγική κατάσταση που περιγράφω, θα πρέπει να πω ότι η πείνα έκανε πάλι την εμφάνισή της. Όλοι μας εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων είπαμε πάλι το ψωμί - ψωμάκι! Πού να ξεμυτίσεις από το σπίτι σου, να ψάξεις για φαγητό. Φοβόσουν πως ανά πάσα στιγμή, περπατώντας  μέχρι την άλλη γωνία θα σ’έβρισκαν οι σφαίρες  των ελεύθερων σκοπευτών. Δώδεκα με δύο το μεσημέρι , γίνονταν  μόνο εκεχειρία κι ο κοσμάκης  έβγαινε από τα σπίτια του για να πάει στα συσσίτια, να πάρει μια κατσαρόλα φασόλια και λίγο ψωμάκι, να ξεγελάσει το μαρτύριο της πείνας του. Οι μεν (οι κυβερνητικοί) αιχμαλώτιζαν δεκάδες αριστερούς και τους έστελναν στις εξορίες,  οι δε (Ελασίτες) έπιαναν δεκάδες άμαχους  πολίτες σε ομηρία. 

Οι εν ψυχρώ εκτελέσεις  των Εγγλέζων εναντίον των Ελλήνων αιχμαλώτων ήταν πια καθημερινές σκηνές της πόλης μας. Τα μάτια μου είδαν τόσα πολλά πτώματα ανθρώπων στοιβαγμένα στην περιοχή της  σημερινής  πλατείας Μπουρναζίου,  που πήγαμε με παρότρυνση της Πόπης, όσα δεν είχαν δει ποτέ κατά την διάρκεια της Κατοχής. Δεν υπάρχουν λόγια για όλα τα φρικτά αυτά που ζήσαμε! Αυτός ο εφιάλτης δεν θα σταματούσε μόνο στις 33 μέρες που διήρκησε η μάχη της Αθήνας, όπως ονόμασαν τα Δεκεμβριανά. Δυστυχώς ήταν ο προάγγελος της μεγάλης συμφοράς που ερχόταν στον λαό μας.Οι αδελφοφάδες είχαν ξυπνήσει...!                                                                                                                                                                                                                                                                               
   

Φωτο από αρχείο ένωσης εργαζομένων ΗΣΑΠ
Ο Παρισινός, ο Μινόρες


Κεφ. 17   Ο αδελφοκτόνος πόλεμος.

Η χώρα έπρεπε, μετά την περίοδο της κατοχής και της εξαθλίωσης, να βρει πάλι το ρυθμό της. Τώρα πια στην ζωή της ειρήνης. Τα σακατεμένα νιάτα της Αθήνας προσπαθούσαν να βρουν μια διέξοδο ανάμεσα στα ερείπια του πολέμου. Συχνά λοιπόν εκείνη την εποχή γίνονταν πολλές συγκεντρώσεις στα σπίτια, που κατέληγαν σε ρεφενέ πάρτι. Σ’ ένα απ’ αυτά  βρέθηκε ο Νίκος, έχοντας  πάρει μαζί του την Ελένη. Ανάμεσα στην παρέα ένας νεαρός επιλοχίας του Στρατού. Κάποια στιγμή έβαλε έναν δίσκο να παίξει στο πικάπ, ένα τραγούδι με μεγάλη απήχηση τότε, στα τραγούδια που χόρευε η νεολαία … θυμάμαι και τα λόγια του στίχου:

«Τα δεκαοχτώ σου χρόνια,
σαν ανοιξιάτικο λουλούδι,
μες της καρδιάς τα χιόνια 
ξυπνούν γλυκό τραγούδι»

Η ομορφιά των δεκαοχτώ χρόνων  της κόρης μου, ως φαίνεται, ξύπνησαν γλυκό τραγούδι στην καρδιά του νεαρού επιλοχία, ο οποίος δεν καθυστέρησε ώστε νάρθουν τα χιόνια, παρά πήρε αμέσως την απόφαση κι ήρθε  την επόμενη στο  σπίτι, να μου  την ζητήσει για γυναίκα του. Ο επιλοχίας ήταν ένα ορφανό παιδί και από τους δύο γονείς, με καταγωγή από τα Τζουμέρκα της Ηπείρου. Το αντάρτικο του Ζέρβα, που είχε δραστηριοποιηθεί την εποχή της Γερμανικής κατοχής στα μέρη του, στάθηκε γι’ αυτόν ασφάλεια κι έτσι εντάχθηκε στις δυνάμεις του, μόλις στα δέκα επτά του χρόνια. Η ένταξή του στο αντάρτικο του ΕΔΕΣ  στάθηκε κι ο βασικός λόγος της μονιμότητάς του στον Ελληνικό Στρατό. Ο γάμος της Ελένης μου με τον Αλέξανδρο, έγινε στις 8 Ιουνίου του ΄46 στον  ιερό ναό των Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο. 


To νυφικό της, ένα λευκό μαροκέν φορεματάκι, της το έραψε η singer μηχανή του Παρισινού, με τα δικά μου χέρια. Πάντα φύλαγα στο σεντούκι της μάνας μου ωραία, ιδιαίτερης αξίας και ποιότητας υφάσματα, που  πάνω τους τα δάχτυλά μου  μπορούσαν να μεγαλουργήσουν! Το απλό νυφικό της, ήταν και η μοναδική βοήθεια που μπόρεσα να προσφέρω τότε, στο ξεκίνημα της κοινής τους ζωής.

Οι δύο καλές μας γειτόνισσες Σούλα και Νίτσα, που έμεναν στην αυλή της Μαραθώνος, με βοήθησαν να ετοιμάσω το νυφικό τραπέζι μετά το μυστήριο.   Έτσι έκανε τότε ο κόσμος. Ο ένας βοηθούσε, όσο μπορούσε τον άλλον, για να καταφέρουμε να στηθούμε στα πόδια μας και να ξαναρχίσουμε από  το απόλυτο μηδέν, στο οποίο όλη η Ελλάδα είχε βρεθεί.  Το γλέντι του γάμου στην αυλή μας φτωχικό μεν, ενθουσιώδες δε, από το ξεφάντωμα των παιδιών. Είχαμε ανάγκη μεγάλη τότε να χαιρόμαστε μέσα στην φτώχια και την κακομοιριά, που χτυπούσε αλύπητα τις ζωές μας! Η Ζωή ζητούσε την έξοδο και αντιστεκόταν με νύχια και δόντια. Μαζί της κι εγώ, που μπορεί βέβαια να την γιόρταζα πάντα μαυροντυμένη, αλλά φρόντιζα να την  χρωματίζω με λευκές ολόχρυσες ευχές, ασορτί με τα λευκόχρυσα  φτερουγίσματα των παιδιών μου!
Στο εν τω μεταξύ, ο Σπύρος είχε επανέλθει στο Στρατό και με την οικογένειά του έφυγε για την Καβάλα, όπου εκεί εστάλη να υπηρετήσει. Το σπίτι τους στην Λένορμαν το νοίκιασαν στην συνέχεια η Ελένη με τον Αλέκο  της.
Το σπίτι μας άρχισε σιγά-σιγά ν’ αδειάζει από τους ενοίκους του.Την περίοδο αυτή κατάφερα με χίλιες προσπάθειες να πιάσω πάλι δουλειά, υπηρετώντας την παλιά μου τέχνη, σε μια βιοτεχνία που έραβαν καμπαρντίνες.
 Απ’την περίοδο αυτή και μετά, τα γεγονότα έρχονταν να με βρουν με ρυθμό καταιγίδας. Ενώ η ζωή μας στην Αθήνα έδειχνε πως θα  έμπαινε σε μια σειρά, στην υπόλοιπη Ελλάδα ο πόλεμος είχε ανάψει πάλι, μετά  την συμφωνία της Βάρκιζας και τις αθρόες συλλήψεις των αριστερών. 
Από την μια ο τακτικός στρατός των κυβερνητικών, από την άλλη ο αντάρτικος του αυτοαποκαλούμενου δημοκρατικού στρατού Ελλάδας.
Οι πρώτες συγκρούσεις του εμφυλίου έστειλαν τον γαμπρό μου με μετάθεση  σε μονάδα της  Λάρισας. Δύο μήνες μετά την μετάθεσή του έφυγε για την Λάρισα και η Ελένη μας ύστερα από πρόσκλησή του. Το καλοκαίρι του ’47  ήρθε κι η κατάταξη του Νίκου στο Στρατό, ο οποίος έφυγε χωρίς καλά - καλά να το καταλάβω. Τα τρία από τα πέντε παιδιά μου τα είχα σχεδόν χαμένα. Πίσω στο σπίτι είχαμε μείνει μόνο τρεις γυναίκες. Η Μιράντα είχε αποφοιτήσει πλέον και είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα φωτογραφείο. Η Πόπη σ’ ένα ραφτάδικο στην οδό Ευριπίδου. Που και που έρχονταν και κανένα γράμμα, πότε από την Ελένη η οποία  μας έγραφε, ότι από την Λάρισα είχαν βρεθεί στην Κοζάνη, πότε από την Μαρία του Σπύρου, η οποία κι αυτή μας πληροφορούσε, ότι τον Σπύρο τον είχαν μεταθέσει  στο Κιλκίς. Στην ουσία όμως δεν  γνώριζα πούθε ήταν ο καθένας τους και ποια  μοίρα τους είχε κυκλώσει                                                                 Αιχμάλωτη στις αγωνίες μου είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Μέρα ήταν, νύχτα ήταν, καθημερινή, για σχόλη εγώ δεν τις ξεχώριζα! Μόνο στην σκέψη ότι τα παιδιά μου βρίσκονταν στο κέντρο ενός αδελφοκτόνου πολέμου, ότι θα μπορούσαν να πολεμούν το ίδιο τους το αίμα, πρώτα τους ξαδέλφια που ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο, μου έφερνε μια συνεχή παραζάλη. Κάθε μέρα έρχονταν  και κάποιο μαύρο μαντάτο, ότι  σκοτώθηκε το τάδε  παλληκάρι της γειτονιάς, που είχε στρατολογηθεί, είτε από την μία πλευρά, είτε από την άλλη.                                 Τα πρόσωπα των ανθρώπων είχαν πια αλλάξει. Είχαν γίνει άγρια θηρία έτοιμα να κατασπαράξουν τ’ ένα τ’άλλο.Εκείνη την περίοδο, θυμάμαι, πολύ άσχημα προαισθήματα κυρίευαν την ψυχή μου και συνεχείς εφιάλτες στοίχειωναν τα όνειρά μου.Ίσως γιατί διαισθανόμουν ότι το κακό δεν θα αργούσε να χτυπήσει και την δική μου πόρτα.Παραμονές της πρωτοχρονιάς του ’48 ήταν, όταν με ειδοποίησαν πως ο Νίκος, που μέχρι τότε δεν είχα λάβει κανένα νέο του, βρισκόταν βαριά τραυματισμένος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Έφυγα σχεδόν αλλόφρων.         Το παιδί μου είχε χτυπηθεί στο κεφάλι. Μια οβίδα, στην μάχη της Κόνιτσας  όπου βρέθηκε, είχε συντρίψει το μεγαλύτερο τμήμα του κρανιακού του θόλου, όπως μου είπε ο γιατρός. Η ζωή του  ευτυχώς βρισκόταν πια εκτός κινδύνου, αλλά μέχρι εκείνη την στιγμή δεν γνώριζαν τις ζημιές που είχαν υποστεί τα όργανα που προφυλάσσονταν μέσα σ΄ αυτό.

Πέντε μήνες χρειάστηκαν για να αναρρώσει και να διαπιστωθεί ότι όλες οι αισθήσεις του είχαν επανέλθει στην σωστή λειτουργία τους, εκτός από μία βαρηκοΐα, που του έμεινε στο δεξί του αυτί από την έκρηξη της οβίδας. Με την επιστροφή του στο σπίτι μας η υγεία του σιγά-σιγά επανέρχονταν, όμως κάτι είχε βαθιά αλλάξει στην συμπεριφορά του. Δεν ήταν ο Νίκος που εγώ είχα γεννήσει και μεγαλώσει. Μπορεί βέβαια να ήταν πάντα αψύς και ιδιότροπος σε σύγκριση με τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά μου, αλλά ποτέ δεν είχε ξεπεράσει τα όρια για να φτάσει σε πράξεις επιθετικότητας.                                                                                                     
Μετά την ανάρρωση του Νίκου η επιστροφή της κόρης και του γαμπρού μου ήταν για μας μια ευχάριστη έκπληξη, που έκρυβε όμως και ένα δυσάρεστο νέο. Μετά την μετάθεση του Αλέκου από την Λάρισα στην Κοζάνη ακολούθησε τρίτη στο χωριό Σιάτιστα του ίδιου Νομού, όπου εκεί νοίκιασαν ένα μικρό σπιτάκι δίπλα απ’ την στρατιωτική μονάδα του. Ρεύμα δεν είχαν σπίτι τους, οπότε εκείνος, με την βοήθεια ενός στρατιώτη, τράβηξε εναέρια καλωδίωση κι έφερε το ρεύμα και στο δικό του σπίτι. Οι αντάρτες παρατήρησαν την εναέρια αυτή καλωδίωση και κατάλαβαν ότι το σπίτι αυτό του χωριού έπρεπε να είχε κάποια σχέση με το στρατόπεδο. Παρακολούθησαν το λοιπόν και παρατήρησαν ότι ήταν το σπίτι του υπεύθυνου στις καλωδιώσεις του ασύρματου.Το βράδυ εκείνοι κατέβαιναν και έκοβαν τις καλωδιώσεις,το πρωί ο Αλέκος έτρεχε να τις επιδιορθώσει.                                                           
Ένα πρωί, λοιπόν, που η Ελένη βρισκόταν μόνη της στο σπίτι, κατέβηκαν οι αντάρτες και του άφησαν μήνυμα μέσω αυτής, ότι αδίκως πασχίζει, εκείνοι θα συνέχιζαν να κόβουν τα σύρματα κι επειδή τον λυπόντουσαν, δεν ήθελαν να του προξενήσουν μεγαλύτερο κακό. Φρόνιμο όμως θα ήταν από πλευράς του να δώσει ένα τέλος στις επιδιορθώσεις. Ο γαμπρός μου ανησύχησε για την ασφάλεια της γυναίκας του και το είπε στον Διοικητή του. Αυτός τότε τον ρώτησε τι ακριβώς του ήταν η γυναίκα, που είχε στο σπίτι κι κείνος απάντησε πως ήταν σύζυγος του.                                          
Παντρεύτηκες και δεν μας το δήλωσες;» τον ρώτησε. «Γνωρίζεις ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς κανόνες;» 
Μετά την ομολογία του ο Διοικητής προχώρησε σε αναφορά προς το Υπουργείο στην Αθήνα και τον Αλέκο τον απέλυσαν μετά από μία εβδομάδα. Άνεργος πλέον πήρε την γυναίκα του κι επέστρεψαν στην Αθήνα. Έτσι το σπίτι μας γέμισε πάλι από τα παιδιά μου, που βέβαια τώρα πια δεν ήταν  μικρά παιδιά για να τα βάνω εγώ σε τάξη! Μοιραία λοιπόν, ήρθαν και  οι προστριβές!


Ο Νίκος με  μια εντελώς. όπως σου είπα, αλλιώτικη συμπεριφορά, άρχισε να κάνει υποδείξεις στον γαμπρό και την αδελφή του σε κάθε επίπεδο.Η μία πολιτική κουβέντα έφερνε την άλλη, η ανεργία η οποία είναι μήτηρ πάσης κακίας, φούντωσε τους διαπληκτισμούς, που έφερε και την  ολική ρήξη, όταν ο Νίκος απαγόρεψε στο αντρόγυνο να κοιμάται μαζί! Το αποτέλεσμα ήταν  ο γαμπρός μου να αναγκαστεί να πάρει την γυναίκα του και να φύγει. Ευτυχώς, εκείνη την περίοδο η ΑΒΥΠ προσελάμβανε υπαλλήλους κι ο Αλέκος  μετά από ένα μήνα έπιασε μερικής απασχόλησης εργασία στις αποθήκες του στρατού. Το κορίτσι μου όμως τράβηξε πολλά από την ανέχεια, στην οποία είχαν πλέον και οι δύο βυθιστεί.
Στην ΑΒΥΠ μετά από λίγους μήνες πήγε κι ο Νίκος κι έπιασε δουλειά. Δεν ξέρω όμως σε τι παρέες είχε πάλι μπλέξει μέσα εκεί και κάθε τόσο έκλεβαν υλικό το οποίο στην συνέχεια πουλούσαν στο εμπόριο. Θα πρέπει ακόμα να προσθέσω, ότι τότε στο κέντρο της Αθήνας γίνονταν πολλές διαδηλώσεις, που στο τέλος κατέληγαν από διάφορους σε πλιάτσικο των αποθηκών, που υπήρχαν κατά μήκος της οδού Καβάλας, αλλά και άλλων εμπορικών καταστημάτων. Πιθανολογώ ότι σε κάποιο απ’αυτά τα πλιάτσικα, που γίνονταν πήρε μέρος και ο Γιωργάκης, το γειτονόπουλο. Γιατί μια μέρα πέρασε  από την σπίτι μας και χάρισε  στα κορίτσια μερικά τόπια υφάσματος, που είχε λέει κι εμπορεύονταν. Ακόμα δεν είχε ξεχάσει, ως φαίνεται, τα ματάκια της Λένης μου κι εμφανίστηκε πάλι τώρα ως παλιός φίλος του Νίκου και ως  όψιμος έμπορας!                                                                       Μια άλλη μέρα είδα  κάτι κουταλο-μαχαιρο-πήρουνα, τυλιγμένα σε χάρτινες σακούλες, αλλά πάλι δεν πήγε ο νους μου. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν πως δεν τολμούσα και πολλά να τον ρωτήσω, ούτε για τα πολλά πάρε – δώσε, που είχε ξανά με τον έμπορα πλέον Γιωργάκη, ούτε με την προέλευση των εμπορευμάτων τους, γιατί δεν ήθελα να προκαλέσω καβγάδες και φασαρίες. Το ερωτηματικό όμως μ’έτρωγε. Ώσπου μία μέρα χτυπά την πόρτα μου η Αστυνομία! Ο γιόκας μου είχε κατηγορηθεί για υπεξαίρεση στρατιωτικού υλικού και βρισκόταν δέσμιος στις φυλακές Συγγρού.Το σπίτι μας το έκαναν οι αστυνομικοί φύλλο και φτερό για να βρουν αποδεικτικά στοιχεία. Όμως δεν βρέθηκε τίποτα απολύτως, γιατί στο εν τω μεταξύ ο κύριος είχε ειδοποιήσει την αδελφή του την Ελένη, η οποία  πρόλαβε και  έκρυψε τα φοβερά κουταλο-μαχαιρο-πήρουνα καθώς και τα τόπια υφάσματος του «έμπορα» Γιωργάκη στο δικό της σπίτι! Καινούργιος μπελάς με βρήκε κι έτρεχα η άμοιρη από τις φυλακές Συγγρού, στις φυλακές Αιγίνης … και δεν  έσωνα η φτωχή!
Ότι οικονομίες είχα αρχίσει να μαζεύω, όλες τις διέθεσα στους δικηγόρους.   Δεν μπορώ βέβαια να πω, βοήθησαν οικονομικώς και οι  τρεις  αδελφές του με τις δικές τους οικονομίες, που είχαν μαζέψει δουλεύοντας και τελικώς έδωσε ο Πανάγαθος που με λυπήθηκε, και τον αθώωσαν! «Πώς έχουμε καταντήσει», σκέφτηκα, Θεέ μου, εγώ και τα παιδιά μου! Ένιωθα τότε τουλάχιστον σαν την μάνα του Αλ Καπόνε  κι η αγωνία με έριχνε στα ύστερα του Κόσμου! Έπρεπε επειγόντως να κάνω κάτι για τον απολωλότα υιό! Μία σταθερή εργασία πίστευα πως  θα τον έσωζε και θα του έβαζε επιτέλους «μυαλό στο κεφάλι του»!

           Έτσι ήρθε η σειρά του  σπιτιού μας στον Βόλο!
Tα Άνω Πατήσια μετά τον πόλεμο