
Το 65ο Καλοκαίρι της ζωής του, τον βρήκε στο μπαλκονάκι του μικρού ξενοδοχείου ενός παραλιακού χωριού του Πηλίου.
Παρέα είχε μόνο τη περίλυπη φωνή του Γκιώνη που αναζητούσε για ακόμα μία βραδιά τον χαμένο αδελφό του.
Πέρα στα πλατάνια της ρεματιάς του μικρού χωριού, τα αηδόνια είχαν στήσει την μουσική σκηνή της συναυλίας τους.
Πήρε δυό βαθειές αναπνοές γεμίζοντας τα πνευμόνια του με οξυγόνο και τέντωσε τα δάχτυλα να ξεμουδιάσουν από το ανελέητο χτύπημα πάνω στα πλήκτρα της παλιάς γραφομηχανής, που επέμενε να κρατά σαν ένα ιερό φυλακτό των πρώτων συγγραφικών προσπαθειών του.
Η έμπνευση είχε επιστρέψει θριαμβευτικά από την πρώτη μέρα που σταμάτησε σ'εκείνο το μικρό παραδοσιακό ξενοδοχείο, εγκαταλείποντας την πολύβουη ζωή της πόλης.
Τελικά η απόφασή του να τολμήσει ένα ταξίδι στην ελληνική ύπαιθρο, στάθηκε απόλυτα πετυχημένη και ίσως να ήταν η πρώτη φορά την τελευταία πενταετία που έβλεπε καθαρά τα θετικά αποτελέσματα μιας προσπάθειάς του.
Ξεχασμένος από φίλους και γνωστούς, ελεύθερος από κάθε είδους υποχρεώσεις, μόνος με τις πολύτιμες εμπειρίες και αναμνήσεις του, έφυγε με την ελπίδα πως κοντά στην φύση θα μπορούσε επιτέλους να ολοκληρώσει το τελευταίο διήγημα που ξεκίνησε να γράφει κοντά ένα χρόνο τώρα.
Είχε φτάσει σε μία ηλικία ώστε να μπορεί να καυχιέται πως όλες τις απολαύσεις και χαρές της ζωής τις είχε με το παραπάνω χαρεί!
Δεν είχε παράπονο κανένα, και δεν περίμενε πλέον κάτι περισσότερο!΄Ενιωθε πλήρης και ευτυχής! Δεν προσδοκούσε τίποτα περισσότερο και το μόνο που απέμενε πλέον ήταν η τυπική αναγνώριση της πληρότητάς του, που θα έρχονταν με την επιτυχία ενός ακόμη διηγήματος που αν μη τι άλλο θα εξασφάλιζε για τα επόμενα τουλάχιστον εργένικα χρόνια του μία αξιοπρεπή διαβίωση.
Δεν είχε παράπονο κανένα, και δεν περίμενε πλέον κάτι περισσότερο!΄Ενιωθε πλήρης και ευτυχής! Δεν προσδοκούσε τίποτα περισσότερο και το μόνο που απέμενε πλέον ήταν η τυπική αναγνώριση της πληρότητάς του, που θα έρχονταν με την επιτυχία ενός ακόμη διηγήματος που αν μη τι άλλο θα εξασφάλιζε για τα επόμενα τουλάχιστον εργένικα χρόνια του μία αξιοπρεπή διαβίωση.
Ομως στην μαγική ησυχία κείνης της βραδιάς , ένιωσε κάτι που είχε χρόνια πάρα πολλά ν'αισθανθεί!
Μ Ο Ν Α Ξ Ι Α!
Ν' έφταιγε το τραγούδι του σαλεμένου Γκιώνη, η συναυλία των αηδονιών ή ο ήχος του ρολογιού της εκκλησίας που του υπενθύμισε την μεταμεσονύχτια περασμένη ώρα?
Σενάρια, σκέψεις και συναισθήματα μονομιάς διακόπηκαν από το απρόσμενο φως που άνοιξε απότομα στο διπλανό μπαλκόνι του ορόφου.
Η φιγούρα που διαγράφηκε πίσω απο το θολό γυάλινο διαχωριστικό δεν άφηνε καμμία αμφιβολία.
Ήταν γυναίκα και μάλιστα καλλίγραμμη. Το άρωμα της ξεχύθηκε στην ατμόσφαιρα και συνάντησε την όσφρησή του, ξυπνώντας τα αρχέγονα αισθήματα του κυνηγού.
Μια γυναικεία σιλουέτα, λίγες σταγόνες αρώματος στάθηκαν ικανά ν'ανατρέψουν την γαλήνη της ησυχίας του, να αποπροσανατολίσουν την συνέχεια των σεναρίων του μυθιστορήματος.
Αυτόματα αντικαταστάθηκαν με άλλα που σκοπό είχαν την προσέγγιση της άγνωστης απρόσμενης συγκατοίκου.
Οι παλμοί της καρδιάς όλο και ανέβαζαν ρυθμούς, όπως τότε που τα μαλλιά ακόμα δεν είχαν χαθεί από το κεφάλι, και η γραμμή του στομαχιού δεν είχε παραβιάσει τα όρια....
Τίποτα, τίποτα δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τον κυνηγό, ετοιμάστηκε να κάνει την πρώτη αναγνωριστική επίθεση στο θήραμα, ζητώντας ευγενικά την φωτιά της για το τσιγάρο του, όταν την ίδια στιγμή η φωνή της τον σταμάτησε:
"Kώστα γιατί δεν έρχεσαι να κάτσεις λίγο έξω? Είναι σκέτη απόλαυση αυτή η ώρα..."
Ο κυνηγός έμεινε αγαλματένια στήλη, δίπλα στο διαχωριστικό, προσπαθώντας να εντοπίσει τη φωλιά του Γκιώνη...
Ο κυνηγός έμεινε αγαλματένια στήλη, δίπλα στο διαχωριστικό, προσπαθώντας να εντοπίσει τη φωλιά του Γκιώνη...