Αναδημοσιεύω ένα ωραίο άρθρο του Νίκου Παπανδρέου που διάβασα στην ιστοσελίδα του. Με το γλαφυρό τρόπο γραφής του , μια αυτοβιογραφική του μάλλον εμπειρία αναλύει την αρρώστεια της εποχής που είναι το στρες , το άγχος προερχόμενα απο την πίεση της επιτυχίας και του κέρδους των μεγαλο- επιχειρήσεων
Σ'ολο το κείμενο ξεχώρισα και τονίζω μία παράγραφο την οποία και ζητώ να σχολιάσετε:
Ιδιαίτερα έντονες συνθήκες στη νεανική μου ηλικία με έκαναν να αποφασίσω ότι δεν άξιζε να συνεχίσω το καναδέζικο λύκειο όπου ήμουν μαθητής και έτσι το Φεβρουάριο του 1975, μόλις τελείωσε ο τελευταίος αγώνας μου στο μπάσκετ (ήμουν αρχηγός της ομάδας του σχολείου και δεν μπορούσα να τα παρατήσω στη μέση) ανακοίνωσα στο Διευθυντή του σχολείου ότι δεν θα συνέχιζα πια, δεν θα αποφοιτούσα. Έκπληκτος ο κύριος Eckersley. “Δεν μαθαίνω πια”, του είπα. Ό,τι είχε να μου δώσει το «σύστημα» το είχα πάρει. Περισσότερα βιβλία διαβάζω σπίτι σε μια μέρα παρά σε ένα μήνα μαθημάτων. O Διευθυντής έπαθε σοκ επειδή ήμουν ο καλύτερος μαθητής. Είναι δυνατόν; (Έτσι, δεν αποφοίτησα, κάτι που μου δημιούργησε ατελείωτα γραφειοκρατικά προβλήματα αργότερα, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο).
Ως δεκαεφτάχρονος, ο νόμος ήταν με το μέρος μου. Οι γονείς μου ήταν στην Ελλάδα (ιδρύοντας ένα νέο κόμμα) και μόνος με την αδερφή μου, είχα κάτι απλό αλλά και ασυνήθιστο για μένα: την ευθύνη του εαυτού μου. Δεν υπήρχε αντίλογος.
Όμως ο ελεύθερος χρόνος δεν έμεινε ελεύθερος για πολύ. Με τάση αυτοτιμωρίας και πολλές ενοχές, έπιασα δουλειά ως απλός εργάτης σε μια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του κόσμου, την Continental Can Company of Canada (Θυγατρική μιας αμερικάνικης επιχείρησης με βάση το Σικάγο). Ήμουν ο ιδανικός εργάτης – με ενέργεια, όρεξη και κάπως καταναγκαστικός σε «βαθμούς». Στην αίτηση πρόσληψης ο υπεύθυνος έγραψε στη σειρά που αφορούσε τις σπουδές: “High school dropout”.
Το εργοστάσιο θύμιζε εκείνο του Charlie Chaplin στο έργο του Modern Times (1936). Στο έργο αυτό, όπου ήρωας είναι ένας εργάτης που δουλεύει σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο, ο Τσάπλιν κάνει μια κοινωνική κριτική στις συνθήκες εργασίας και στο πρόβλημα της ανεργίας την εποχή του Μεγάλου Κραχ.
Ως πρωτάρης ήμουν εύκολη λεία. Μου ανατέθηκε το χειρότερο ωράριο – βραδυνή βάρδια – δηλαδή ένδεκα το βράδυ με εφτά το πρωί. Η δουλειά μου; Να παρακολουθώ την πορεία χιλιάδων τενεκέδων Coca-Cola που έτρεχαν με απίστευτη ταχύτητα πάνω σε δέκα περίπου λουρίδες που έκαναν ένα περίεργο ζίγκ-ζάγκ. Ήμουν υπεύθυνος για κάτι πολύ απλό: με ένα ματσούκι, ένα μεταλλικό γάντζο, έπρεπε να σηκώνω όσα τενεκεδάκια έπεφταν στο πλάι πάνω στις κινούμενες λουρίδες. Αν έπεφταν πολλά τενεκεδάκια, παρακάτω άρχιζε το μακελειό: Τεράστιος συνωστισμός ώσπου άρχιζαν να πετάγονται στον αέρα, ενώ εμείς σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν τρέχαμε να τα μαζέψουμε. Αν δεν προλαβαίναμε να τα βάλουμε πάλι σε τάξη έπρεπε να κλείσει η όλη παραγωγή! Το να κλείσει έστω για ένα λεπτό η παραγωγή ήταν σαν να κρυβόταν ο ήλιος σε ιθαγενείς. Τα κέρδη! Μειώνονται τα κέρδη!
Ενώ όμορφα και όρθια, με τη βοήθειά μου, μαζευόντουσαν στο τέλος της γραμμής εκατοντάδες τενεκέδες σαν κόκκινοι πιγκουίνοι. Εκεί τα στοίβαζαν άλλοι εργάτες σε τετράγωνα εκατό επί εκατό τενεκέδες, και στη συνέχεια τα φόρτωναν σε φορτηγά. Από εκεί τα πήγαιναν στην εταιρεία της Κόκα-Κόλα για να τα γεμίσουν πια με το αγαπημένο μας ρόφημα που κάνει τόσο καλό στα δόντια μας!
Μου έκαναν εντύπωση πολλά πράγματα – η διαδικασία ξεκινούσε από μια λεπτή κόλλα σιδήρου, ένα επί ένα μέτρο περίπου, πάνω στο οποίο μια ειδική μηχανή έβαζε πολλές στάμπες με τα χρώματα της Κόκα-κόλα – το επίπεδο κομμάτι μετάλλου με είκοσι περίπου στάμπες της Κόκα-Κόλα έμοιαζε με πρώιμο έργο του Warhol. Στη συνέχεια, μια άλλη μηχανή έκοβε την μεταλλική κόλλα σε φέτες, ακριβώς στις άκρες της στάμπας, μετά άλλο μηχάνημα έπαιρνε τις φέτες και τις έστιβε σαν τσιγαρόχατο και στον όρθιο κύλινδρο κόλλαγαν τον μεταλλικό πάτο. Το πάνω μέρος έμενε ανοικτό.
Το σύνολο του προσωπικού ανά βάρδια ήταν περίπου 500 άτομα. Επειδή έκανε πολύ θόρυβο φοράγαμε καλύμματα στα αυτιά μας, σαν αυτά που έχουν στα στούντιο, και για να μιλήσεις στο διπλανό σου έπρεπε να τα σηκώσεις λίγο και να φωνάξεις.
Όσο για το μορφωτικό επίπεδο των εργατών, ήταν ακριβώς εκείνο το οποίο περιέγραψε ο Μαρξ όταν εφεύρε τις λέξεις «αποξένωση» και «λούμπεν προλεταριάτο». Στο μικρό διάστημα ξεκούρασης στο καφενείο (δυο τέταρτα στο σύνολο του οκτάωρου) η συζήτηση ήταν απίστευτα κενή.
Είχα προσέξει μια γυναίκα, πενηντάρα, ζαρωμένη παντού, που έτρεχε όταν πήγαινε στη τουαλέτα, ενώ καθόμασταν στο καφενείο. «Μα γιατί τρέχετε;» την ρώτησα όταν έκατσε δίπλα μου. «Για να μη με διώξουν» απάντησε. Κατάλαβα ότι είχε δουλέψει και σε πιο άσχημες συνθήκες και είχε αποκτήσει μια συνήθεια άγχους και στρες. Να μη χαθεί λεπτό. Συνεχώς κοίταζε γύρω της με μια κίνηση που θύμιζε πουλί, μπας και την παρακολουθούσε ο επιστάτης. Τον μόνο που μπορούσα να προσεγγίσω, ήταν ένας νέος σαν κι εμένα, το όνομα του οποίου μου διαφεύγει πια.
Τη δεύτερη εβδομάδα ο συνδικαλιστικός φορέας ζήτησε και από τους δυο μας να γίνουμε μέλη, για να προστατεύσουμε τα «δικαιώματά» μας. Εγώ, ως καλός σοσιαλιστής, αμέσως συμφώνησα να γραφτώ σε ένα από τα πιο μεγάλα εργατικά κινήματα της εποχής, κίνημα που έχει φθαρεί πια σήμερα με την παγκοσμιοποίηση, το Steelworkers Union of America. Με αυτό τον φορέα είχα μια προστασία η οποία όμως θα άρχιζε σε έξι μήνες. Ένα μέρος του μισθού μου θα πήγαινε σ’ αυτούς.
Η συμμετοχή μου δεν ήταν υποχρεωτική. Αλλά γνώριζα ότι αν και ο μισθός μου ήταν απίστευτα υψηλός για την εποχή (5 δολλάρια την ώρα) ήταν λόγω του συνδικαλισμού. Υπήρχε και ιατρική κάλυψη, και άλλα τόσα… Με χαρά έγινα μέλος. Φυσικά για τους πρώτους έξι μήνες μπορούσαν να με διώξουν όποτε ήθελαν. Γιατί να με διώξουν όμως, αν δεν τους έδινα δικαίωμα;
«Βλέπεις εκείνο τον πίνακα, με τις τιμές του μετάλλου;». Πράγματι στην είσοδο ήταν ένα μεγάλος ηλεκτρονικός πίνακας που έδινε την τιμή του σιδήρου (ως και ένα χιλιοστό του δολλαρίου) όπως έβγαινε στην ελεύθερη αγορά και που άλλαζε συνεχώς. «Αν ανέβει η τιμή αυτή», μου είπε ο συνδικαλιστής, «αρχίζει το διώξιμο. Αν πέσει, αρχίζουν οι προσλήψεις. Γι’ αυτό κάθε πρωί, ρίχνε μια ματιά να δεις το μέλλον σου. Μετά από έξι μήνες δεν διώχνεσαι τόσο εύκολα, γιατί είμαστε εμείς». Έξι μήνες! Με τάραζε η ιδέα ότι θα έμενα τόσο. Άλλοι δούλευαν εδώ από το 1960! Αναρωτιόμουν αν θα άντεχα τόσο πολύ, εφόσον το ξενύχτι της βραδινής βάρδιας με είχε κυριολεκτικά διαλύσει. Την κούρασή μου την κατάλαβε ο συνδικαλιστής και την επόμενη εβδομάδα με έβαλαν στην απογευματινή βάρδια.
Ο φίλος μου ο 17-χρονος όμως, λεπτός και ψηλός σαν και εμένα, παρά τις προσπάθειές μου, είπε ότι ποτέ, μα ποτέ, δεν θα γινόταν μέλος μιας «κομμουνιστικής» οργάνωσης. “Τι θα γίνει;” μου είπε χωρίς πολύ σκέψη, “όταν (όχι αν, αλλά όταν) θα γίνω πρόεδρος της εταιρείας; Θα πούνε οι μεγαλομέτοχοι της Continental Can ότι ήμουν «κουμούνι» στα νιάτα μου και θα με κόψουν. Δεν θα με αφήσουν να γίνω πρόεδρος”. “Μα τί θέλεις να κάνεις στη ζωή σου;” τον ρώτησα. Με κοίταξε σαν να ήμουν ηλίθιος. “Να βγάλω πολλά χρήματα. Υπάρχει τίποτα άλλο;”.
Ψυχολογικά, μέσα σε τρεις μήνες, αισθανόμουν άχρηστος. Ένας ακόμη εργάτης ανάμεσα σε τόσους, που δεν λέγαμε τίποτα μεταξύ μας, που δεν είχαμε αναπτύξει καμιά φιλία, που ερχόμασταν σαν τα φαντάσματα και φεύγαμε το ίδιο, με τη συνεχή βοή των τενεκέδων να αντιλαλούν και στον ύπνο μου ακόμη. Είχα όμως κάτι που δεν είχαν όλοι οι άλλοι: τη γνώση ότι τούτη η κατάσταση ήταν επιλογή μου και ότι το φθινόπωρο, παρά τις αταξίες μου, θα πήγαινα στο πανεπιστήμιο. Μάλιστα όταν μου ήρθαν τα γράμματα που έλεγαν ότι με είχαν δεχθεί σε 5-6 πανεπιστήμια αισθάνθηκα μια τεράστια ανακούφιση. Δεν ήμουν σαν τους υπόλοιπους.
(Τα πανεπιστήμια με δέχθηκαν νομίζοντας ότι ήμουν ακόμη στο σχολείο, και με βάση τις περσινές μου επιδόσεις. Αυτό μου δημιούργησε άλλα τόσα προβλήματα στη συνέχεια).
Αποφάσισα να τα παρατήσω. Αρκετά το αυτομαστίγωμα. Στο διάλειμμα της τελευταίας μου ημέρας, κάθησα σκόπιμα δίπλα στον 17-χρονο φίλο μου. “Φεύγω” του λέω. Του δείχνω το γράμμα που έλεγε ότι με είχαν δεχτεί στο Yale και στο Harvard. “Μα πώς έγινε αυτό;” με ρώτησε. “Τον βλέπεις εκείνον;” Του έδειξα τον συνδικαλιστή. “Τον έβαλα ως «reference». Το Yale και το Harvard του τηλεφώνησε και τους είπε ότι ήμουν ο πιο συνεπής εργάτης που είχε δει ποτέ του. Μήπως είναι καιρός να ξανασκεφτείς τον συνδικαλισμό;” Εν τω μεταξύ, τα είχα προσυμφωνήσει με τον συνδικαλιστή και όταν τον κοίταξα με χαιρέτησε με νόημα. Αμέσως πήγαμε προς τα εκεί. “Μα τόση δύναμη έχετε; Μπορείς να με βάλεις και εμένα στο Harvard;” “Γίνε μέλος, και θα δεις!”. Ήρθε η απάντησή του.
Έτσι έκλεισε ένα κεφάλαιο της ζωής μου. Μάλλον έμαθα πολύ περισσότερα στην Continental Can παρά αν είχα μείνει άλλους τρεις μήνες στο σχολείο. Εργάστηκα στη συνέχεια σε άλλο εργοστάσιο, πιο φιλικό, στην Kodak Toronto, αλλά παραιτήθηκα τον Αύγουστο όταν είδα το μισό πόδι ενός εργάτη στο πάτωμα. Είχε κοπεί από ένα τεράστιο κιβώτιο που τον πλάκωσε την ώρα της δουλειάς.
Η Continental of Canada έκλεισε το 1989, λίγο μετά την υπογραφή του Free-Trade Agreement.
Τούτη η συμφωνία άνοιξε το δρόμο για τον ελεύθερο ανταγωνισμό και κατάργησε τους δασμούς στα προϊόντα Αμερικής-Καναδά. Τώρα τα εργοστάσια αυτά έχουν μετακομίσει στην Κίνα, όπου εκατομμύρια Κινέζοι δουλεύουν σε πολύ χειρότερες συνθήκες απ’ αυτές που έζησα εγώ σε εκείνο το περίεργο παράθυρο της ζωής μου.
10 σχόλια:
Ύστερα από πολύ καιρό ξαναέρχομαι στο blog σου. Διάβασα όλες τις τελευταίες αναρτήσεις σου και φυσικά και εκείνη για τη θεατρική παράσταση !!
Όσα περιγράφει τόσο όμορφα ο Παπανδρέου, φαίνονται απόλυτα φυσιολογικά και αληθινά σε όσους έχουν εμπειρίες απο δουλειά σε εργοστάσια και μεγάλες εταιρίες, όπου λείπει η ανθρώπινη επεφή μεταξύ Διεύθυνσης και εργαζομένων.
Και έχει απόλυτα δίκαιο ο Παπανδρέου όταν λέει οτι περισσότερα έμαθε στο εργοστάσιο παρά στο σχολείο. Είναι αυτό που υποστηρίζω και εγώ, οτι η αγορά είναι το καλύτερο πανεπιστημιο.
Όταν σπούδαζα στην Αγγλία, μας πήγαιναν συχνά σε διάφορα εργοστάσια να δούμε τη παραγωγή. Σε ένα απο αυτά που έφτιαχνε..... λουκάνικα, υπήρχε μηχανή που απο τη μιά μεριά έβαζαν το κρέας και απο την άλλη έβγαινε έτοιμο το λουκάνικο σε σειρά συνεχούς παραγωγής. Το τι έμαινε μέσα μη το συζητάς !! Είπα οτι δε θα ξαναφάω λουκάνικα στη ζωή μου !!
Καλώς τον Λεοντόκαρδο, μετά απο ποοολύ καιρό που είχε να επισκεφθεί το blog μου!
Ευτυχώς που δεν τρώω λουκάνικα, και γενικώς αποφεύγω το πολύ κρέας!
Ευχαριστώ για το πέρασμα και να μη χανόμαστε....
το επόμενο αφιέρωμα να είναι καζαντίδης μαλλιαρός. :)
ΧΑ,ΧΑΧΑΧΑ!! Γειά σου βρε Βasnia! ΘΑ το κάνω το μαλιαρό αφιέρωμα, γιατί πραγματικά έχω βαρύνει πολύ την ατμόσφαιρα!
Συμβαίνει κάτι περίεργο: είχα περάσει το μπλόγκ σου στα "αγαπημένα" για να το βρίσκω εύκολα. Τόσο καιρό έβλεπα μόνο την άνάρτησή σου για το νέο μουσείο !! Σήμερα που μπήκα μέσω του δικού μου μπλόγκ, βλέπω ένα σωρό νέες αναρτήσεις που δεν τις έβρισκα πρώτα!! Τώβρα ξαναπέρασα το μπόγλ σου πάλι στα "αγαπημένα" να δούμε τι θα γίνει.
Οχι , δε θα χαθούμε.
ΣΥΝΟΜΩΤΗΣΕ Η ΜΠΛΟΓΚΟΣΦΑΙΡΑ ΝΑ ΜΑΣ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΜΑΚΡΥΑ?! ΔΕΝ ΘΑ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΝΑ ΕΜΠΟΔΙΣΕΙ ΤΗΝ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΜΑΣ!!! ΧΑΧΑΧΑΧΑ
ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΕ
Φτάνει βρε φεγγαρολουσμένε!!!! φτάνει το παραμύθι με τη δουλειά!!!!!! Αμάν πια!!! όλοι ξεσκιστήκατε στη δουλειά!!!! Φαντάζομαι πως μόνο 1 μέρα θα ήταν αυτή η δουλειά ε?... Γιατί μετά θα επρεπε να πας και στις τόσες άλλες δουλειές που περιμέναν σειρά ε?.... Μπουρδολογία το κερατο μου!!!!!!!.. Δε λέω... τουλάχιστον το παιδί αυτό βγήκε παρατηρητικό!!!!!!....
Καλή η γραφή του Νίκου Παπανδρέου, ρεαλισμός και συνοψη ζουμερή, δεν είχε τύχει να τον ξαναδιαβάσω....
@Portokalis, καλώς όρισες!
Καταλαβαίνω την αγανάκτησή σου...έχεις δίκιο!όλοι θέλουν να παρουσιάζονται παιδιά του λαού,αυτοδημιούργητα...υποκρισία στο μεγαλείο της!
Αλλά με τον συγκεκριμένο, μπορεί και να στεκόμαστε λίγο αυστηροί!
Αν μη τι άλλο γράφει ωραία! Εκρφράζει αλήθειες! Να μου πεις ότι δεν είναι ο μόνος!
Ε δεν πειράζει, την περισσότερη προσοχή μας την χρωστάμε ας πούμε στον πατέρα του.LOL
@Dionysos,καλώς όρισες φίλε μου!
Αυτό έλεγα και στο παραπάνω νεόφερτο φίλο τον Πορτοκάλη, ότι ο Νίκος έχει έναν ωραίο τρόπο γραφής! Καλώς όρισες και πάλι!
Δημοσίευση σχολίου