bilsot - AMATEUR PHOTOGRAPHER - ...Λείπει μια Καρυάτιδα! Μα εμείς θα την φέρουμε πίσω!

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Ο Παρισινός, ο Μινόρες (κεφ 15,16,17)

ο Παρισινός, ο Μινόρες
 Κεφ.15  Γάμος …στα μαύρα χρόνια

Θα ήταν Σεπτέμβρης του ’42, θαρρώ, που ο Νίκος μας έφερε τα νέα! Μία μικρή αντιστασιακή, πατριωτική οργάνωση, κατάφερε να ανατινάξει στο κέντρο της Αθήνας τα γραφεία της ΕΣΠΟ. Η ΕΣΠΟ ήταν μια προδοτική φασιστική οργάνωση μέσα στην οποία ήταν οργανωμένοι κι  οι γνωστοί  για την περιοχή μας φοβεροί και τρομεροί Πανωλιασκαίοι! Οι Πανωλιασκαίοι ήταν τρία, ίσως και περισσότερα αδέλφια, (δεν θυμάμαι ακριβώς τον αριθμό των παιδιών της εφιαλτικής αυτής οικογένειας), που ο πατέρας τους είχε ένα καπηλειό εκεί κοντά μας στην Αχιλλέως και Μυλλέρου γωνία. Ο μεγάλος γιος, ο Τίτος Πανωλιάσκος, ήταν  Γερμανοτσολιάς και συνεργάζονταν με τους κατακτητές και τα τάγματα ασφαλείας του δοσίλογου Πρωθυπουργού  Ιωάννη Ράλλη, που διορίστηκε κι αυτός από τον καταχτητή σε αντικατάσταση πρώτα του Τσολάκογλου και μετά του Λογοθετόπουλου. Ουσιαστικά, έντονη εμφανίστηκε η αντιστασιακή παρουσία στην Αθήνα από κείνη την ημέρα της ανατίναξης. 

   

Μετά οι ΕΠΟΝΙΤΕΣ έλαβαν δράση και συντόνισαν πρώτα τις μεγάλες αντιφασιστικές διαδηλώσεις που έγιναν, η  μία για την επιστράτευση Ελλήνων πολιτών που οι Γερμανοί είχαν σκοπό να στείλουν εργάτες στα εργοστάσια της Γερμανίας και η άλλη εναντίον της σχεδιαζόμενης κατοχής της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους. Και οι δύο οι διαδηλώσεις πνίγηκαν στο αίμα από τα γερμανικά τανκς! Είχε προηγηθεί βλέπεις  η κηδεία του ποιητή μας Κωστή Παλαμά, η οποία μετατράπηκε σε αυθόρμητη λαϊκή διαδήλωση των Αθηναίων κατά των κατακτητών, και ο κοσμάκης είχε κάπως αναθαρρέψει.

 Δεν θέλω να πω ψέματα… έτρεμα για τα παιδιά μου και κυρίως για τα αγόρια μου. Προσπαθούσα να τα κρατήσω μακριά από τις καταστάσεις. Εκείνη την εποχή ήταν, όταν ένα βράδυ σταμάτησε έξω από το σπίτι μας ένα γερμανικό αυτοκίνητο. Κατεβαίνουν απ’ αυτό δύο Γερμανοί αξιωματικοί και μπαίνουν στην δική μας αυλή. Πρώτη πόρτα που συναντούσε κανείς ήταν η δική μας. Την βρήκαν λοιπόν και άρχισαν να την χτυπούν. Ήμουν με τα κορίτσια και τον Νίκο. Ο Σπύρος τις περισσότερες φορές κοιμόταν στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, που είχε νοικιάσει με τα αδέλφια της  σπίτι στην οδό Λένορμαν. Η ψυχή μου φτερούγισε σαν ξέπνοου πουλιού. Φοβήθηκα πρώτα για τον Σπύρο. Αυτόν ψάχνουν σκέφτηκα. Αμπαρώνω στο μέσα δωμάτιο τα κορίτσια κι αφήνω τον Νίκο πίσω από την πόρτα για μια υποστήριξη.
Πριν σηκώσει ο Γερμαναράς ξανά το χέρι του επάνω στην πόρτα μας, προλαβαίνω και την ανοίγω, ίσα-ίσα να φανεί μόνο η δική μου φιγούρα.
-Τι θέλετε; Ρωτώ κρατώντας την ψυχραιμία, αλλά το αίμα μου όλο είχε κατέβει στα πόδια μου, από τον φόβο.
 -Γκουντεν ντακ  Μάνταμ! Μπίτε, Φροιλάιν Μαρίκα; Κατίνα; Έψαχνε τις λεγάμενες… στην διπλανή αυλή!
Δίπλα του δείχνω με το δάχτυλο του χεριού μου.
-Βον; Γουό;
-Δίπλα, στραβούλιακα, στο φωτάκι, του ξαναδείχνω χαμογελώντας… και αφήνω λίγο την μισάνοιχτη πόρτα από το χέρι μου, για να του δείξω πού ακριβώς ήταν η αυλή της Μαρίκας και της Κατίνας. Το ‘δε το φωτάκι επιτέλους ο Γερμαναράς και ικανοποιημένος, μ’ ευχαρίστησε κάνοντας ελαφρά υπόκλιση.
-Ντάνκε, ντάνκε μάνταμ, και ζητώντας συγγνώμη για την ενόχληση, πήρε τον άλλο, τον αμίλητο δίπλα του,  που στο εν τω μεταξύ όλο και έριχνε κλεφτές ματιές προς το εσωτερικό της μισάνοιχτης πόρτας μου και τράβηξαν προς το κόκκινο φωτάκι. Είσαι και ευγενής, τρομάρα να σούρθει, μονολόγησα και χώθηκα πίσω από την πόρτα, ώσπου να πεις κίμινο! Κλείνοντας και αμπαρώνοντας την πόρτα, πάλι μια φευγαλέα ματιά μου έπιασε μια σκιά στον επάνω όροφο να έχει σταθεί στο σκοτεινό της γωνίας, ίσως για να παρακολουθήσει  το σκηνικό με τους Γερμανούς, που έλαβε αίσιο τέλος  στην πόρτα μας. Αυτή την φορά ήμουν σίγουρη, πως τα μάτια μου δεν με γέλασαν, ούτε  η φαντασία μου επηρεασμένη, μου έπαιζε παιχνίδια απ’ εκείνα τ’ απατηλά. Η φιγούρα που διέκρινα κρυμμένη δεν ήταν άλλη από κείνη του άντρα του παράνομου ζευγαριού.
Μια μέρα βλέπω την μέλλουσα νύφη μου με την Λένη μας να κρατούν μία κότα στραμπουληγμένη και να μου την φέρνουν πεσκέσι στο τσουκάλι μας.
-Πού την βρήκατε την κότα, βρε κορίτσια? Ρωτώ.
-Μη ρωτάς μάνα, μου λένε και δύο ξέπνοες από τον δρόμο, μόνο πάρτην ξεπουπούλιασέ την και φτιάξε σούπα να λιγδώσει λίγο το έντερό μας!
Ετοιμάζοντας την κότα, μου ξεφούρνισαν το παραμύθι. Είχαν κατέβει ξανά προς τα περβόλια με τις λαχανίδες, που βρίσκονταν πέρα στην Ακαδημία Πλάτωνος. Εκεί μία άλλη φορά είχαν πάρει και την Μιράντα μαζί για να μαζέψουν τάχα χόρτα στα ξένα χωράφια και αντί χόρτων ξερίζωναν τα λάχανα και τα ‘χωναν βιαστικά, στο τσουβάλι τους. Μέχρι που τους πήρε το μάτι του ιδιοκτήτη, τις έπιασε στα πράσα, που λένε, και στο τέλος τους την χάρισε. Προφανώς γιατί τις λυπήθηκε, έτσι νηστικομένες που τις είδε και τους είπε άλλη φορά να μη τολμήσουν να ξαναπατήσουν στο χωράφι του. Μάθημα ωστόσο δεν τους έγινε και ξαναπήγαν, αυτή την φορά βάζοντας στο μάτι μια κότα, που είχε ξεφύγει από τα κοτέτσια του. Δεν ήθελαν να κάνουν έντονη την παρουσία τους, μήπως τους δει πάλι ο ιδιοκτήτης, οπότε η κυρά-πονήρω Μάρω από την Καβάλα έβαλε σε δράση το σχέδιό της. Παίρνει ένα σπυρί καλαμπόκι το δένει στην άκρη ενός σπάγκου και το πετά προς την μεριά της κότας. Το βλέπει η κότα, πάει να το τσιμπήσει, τραβά εκείνη το σκοινί προς την δική τους κατεύθυνση, ενώ εκείνες κρυμμένες πίσω από τις λαχανίδες παραμόνευαν. Προχωρά η κότα να πιάσει το σπυρί, τραβά η Μαρία το σκοινί. Για να μη στα πολυλογώ, λίγο-λίγο το σκοινί έφερε την κότα ακριβώς μπροστά τους.  Δεν καθυστέρησε στιγμή η Μαρία την αρπάζει, της ρίχνει ένα στραμπούληγμα στο λαιμό και από ΄δώ πάνε οι άλλοι… Ότι θα αποκτούσα και τέτοια δεινή κλεφτοκοτού νύφη, δεν τόχα ποτέ μου φανταστεί!  Δυστυχώς, έτσι και χειρότερους μας είχε καταντήσει η πείνα…!
Παρ’ όλη όμως την φτώχεια και την δυστυχία μας, η ελπίδα και το κουράγιο δεν χάθηκε! Την ζωή την είχαμε όλοι μας αδράξει τόσο δυνατά, που ήταν αδύνατον να την αφήσουμε να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια μας! Κυρίως τα παιδιά μου! Και απ’ αυτά  έπαιρνα κι εγώ κουράγιο
Ο έρωτας πάει αντάμα με την νιότη! Δεν στέκεται, δεν περιμένει γιατί χαμηλώνει και σβήνει όταν αυτή φύγει! Έτσι ο Πίπης μας αποφασίζει κόντρα σε κείνη την κοσμοχαλασιά να στεφανωθεί την Μαρίτσα του. Έτσι κι αλλιώς μαζί σχεδόν έμεναν, από την στιγμή που είχε νοικιάσει σπίτι δίπλα μας, ποιος ο λόγος να το καθυστερούν; Οι συνθήκες δεν έδειχναν ότι θα αλλάξουν σύντομα.
Ο γάμος έγινε στο σπίτι της Μαρίας τον Σεπτέμβρη του ΄43.  Φωνάξαμε έναν παπά, μαζευτήκαμε τα αδέλφια της Μαρίας και ‘μεις και εκεί στο σπιτάκι  της Λένορμαν ένα Φθινοπωριάτικο απομεσήμερο πάντρεψα το πρωτότοκο μου! Κουμπάρες η Ελένη και Μιράντα μας! Με χίλιες ευχές τους έρανα, γιατί, η δύστυχη, δεν είχα ούτε μία χουφτίτσα ρύζι να τους ρίξω, να ριζώσει η αγάπη τους! Μα οι ευχές μου ήταν αρκετές να στεριώσουν, να  ευτυχήσουν και να μου χαρίσουν την επόμενη χρονιά το πρώτο μου εγγόνι! Το βράδυ που γυρίσαμε στο σπίτι, όταν όλοι έπεσαν για ύπνο, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας μίλησα με τον άνδρα μου, του έκλεισα το μάτι  και περήφανα του είπα:
«Παρισινέ, Μινόρε μου, απόψε να κοιμηθείς και συ ήσυχος, γιατί μέχρι στιγμής τη φαμίλια σου την κρατώ ολοζώντανη!  Τώρα πια συνεχίζεται  και μέσα απ’την κοιλιά της Μαρίας μας!»





Ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.16 Το καλότυχο μωρό  έφερε την λευτεριά μας.

Ο Γιωργάκης ήταν ένα γειτονόπουλο, πάνω κάτω στην ηλικία του Νίκου μου. Ορφανό και από τους δύο γονείς του μεγάλωνε με τον παππού και την γιαγιά.Ο παππούς με την έναρξη ακόμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου μας  είχε αφήσει χρόνους. Το κρασί ήταν η μοναδική παρηγοριά για τον χαμό του γιου του στα ξερονήσια του Μεταξά κι η βασική αιτία, που του διέλυσε το συκώτι κι έφυγε από κύρωση.
Ο Γιωργάκης, λοιπόν, συνέχιζε να ζει με την χαροκαμένη γιαγιά του.Θα κόντευε να πατήσει τα 18 του χρόνια, αλλά το καημένο, παρ’όλο το ύψος και την αρρενωπή τριχοφυΐα του (ήταν μελαχρινό με μάτια κυπαρισσένια) δεν είχε μακριά αντρικά παντελόνια να φορέσει και τα πόδια του έμοιαζαν με τριχωτά πόδια πελεκάνου, που έχασκαν γυμνά κάτω από τα κοντοπαντέλονα, που είχε και φορούσε. Όπως ίσως φαντάζεσαι, ο Γιωργάκης μεγάλωνε περισσότερο με την ευσπλαχνία και την ελεημοσύνη των γειτόνων. Όση βέβαια είχε απομείνει στις καρδιές μας…οι περισσότερες είχαν πετρώσει!
Η καλύτερη παρέα είχε γίνει του Νικολού. Όλη μέρα και όλη νύχτα πού τον έβρισκες, πού τον γύρευες, με τον Γιωργάκη θα έτρεχε…. Ο Γιωργάκης, βέβαια, έτρεχε πολύ. Μια τον συναντούσες έξω από τους Πανωλιασκαίους, μια πάνω στα καμιόνια  γερμανικών τροχοφόρων να «νοικοκυρεύει» το φορτίο τους. Πότε  τον έπιανε το μάτι σου, τα βράδια στους δρόμους να τριγυρνά με τενεκεδάκια μπογιάς…  Πώς μπορούσε να συνδυάζει όλες αυτές τις δραστηριότητες και να τους φέρνει όλους γύρα, μόνο ο Θεός και ο ίδιος γνώριζε! Εμένα όμως πολύ μ’απασχολούσαν τα πέρα δώθε του Γιωργάκη και δεν καλόβλεπα την συναναστροφή του με τον δικό μου. Θα μπορούσα να πω μάλιστα, πως όχι απλώς δεν την καλόβλεπα, αλλά την φοβόμουν κιόλας. Τελευταίως  μάλιστα, το αριστερό μου μάτι που  αλληθώριζε όποτε εκείνο ήθελε, είχε πιάσει τα κυπαρισσένια μάτια του Γιωργάκη να κοιτούν με ιδιαίτερο θαυμασμό τα μάτια και όχι μόνο της  Λένης μου! « Όλα τα είχαμε τότε…ο Γιωργαρής μας έλειπε!»  Αυτά περί Γιωργάκη, στα λέω τώρα για να τα θυμηθείς στην συνέχεια της ιστορίας μου.

Ο κόσμος έτρεφε μια ελπίδα. Περίμενε την μέρα που θα ‘βλεπε τους Εγγλέζους  να κάνουν απόβαση στην Ελλάδα. Τελευταία οι συναγερμοί από τους βομβαρδισμούς των συμμαχικών αεροπλάνων πάνω από την Αθήνα, τα περίχωρα και τον λιμάνι του Πειραιά δεν είχαν σταματημό. Ο τρομακτικότερος βομβαρδισμός όλων ήταν τον Γενάρη του ΄44 στον Πειραιά. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο!
Χίλιοι νεκροί και δεν ξέρω πόσες  δεκάδες τραυματίες! Σπίτια και μεγάλα κτίρια στο κέντρο της πόλης,  έγιναν όλα ένα σύννεφο σκόνης. Μέχρι κι ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα καταστράφηκε. Δεν άφησαν τίποτα πίσω τους αλώβητο οι εκατοντάδες φονικές βόμβες του Αμερικάνων και των Εγγλέζων. Το τραγικότερο όλων ήταν η κατάρρευση του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Στο υπόγειό του υπήρχε οργανωμένο καταφύγιο, όπου μεταξύ πολλών κατοίκων, είχαν καταφύγει οι μαθήτριες με τις δασκάλες της Οικοκυρικής Σχολής Θηλέων του Δήμου.
Το κτίριο κατέρρευσε, το καταφύγιο όμως άντεξε, αλλά θάφτηκε κάτω από τα χαλάσματα των επάνω ορόφων με αποτέλεσμα τόσος κόσμος να θαφτεί ζωντανός! Εμείς δεν τρέξαμε ποτέ σε καταφύγιο. Δεν ξέρω γιατί, βγαίνοντας έξω από το σπίτι μου ένιωθα περισσότερο ανασφαλής. «Στο σπίτι και ότι είναι να γίνει ας γίνει», έλεγα στα παιδιά κι άνοιγα την αγκαλιά μου να  τα προστατεύσω όλα μέσα σ’αυτήν! «Αν είναι το καντηλάκι μας να κάψει μέχρι εδώ, τίποτα δεν θα το εμποδίσει να σβήσει».
 Βομβάρδισαν τα σπίτια του κοσμάκη και άφησαν άθικτες τις εγκαταστάσεις του εχθρού. Είπαν πως έκαναν λάθος στους στόχους οι αεροπόροι τους, μα αυτήν την δικαιολογία ποτέ μου δεν την πίστεψα, γιατί τα ίδια έκαναν και σ’άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως στον Βόλο, στην Ζάκυνθο, στην Χίο.  Είναι δυνατόν όλο λάθη να έκαναν οι αεροπόροι τους; Μάλλον ήθελαν να προκαλέσουν πολλά θύματα στον Ελληνικό Λαό, ώστε να ξεσηκωθεί εναντίον του κατακτητή. Αλλιώς δεν εξηγείται η σφοδρότητα και αγριότητα κείνων των βομβαρδισμών.
 Ο Σπύρος  μας βεβαίωνε, πως οι Εγγλέζοι δεν επρόκειτο να έρθουν ποτέ. «Καλύτερα, απαντούσε νευρικά ο Νικολός, να ελευθερωθούμε μοναχοί μας για να μη χρωστάμε σε κανέναν!». «Πρόσεχε, του έλεγε εκείνος, πού πας, με ποιους γυρνάς, γιατί τα ψωμιά των Γερμαναράδων λιγοστεύουν, το γνωρίζουν κι αυτοί και θα γίνουν άγρια σκυλιά τελευταίες μέρες.»
Πράγματι είχε δίκιο. Οι τελευταίες μέρες των Γερμανών στην Αθήνα έμελλε να γίνουν φονικότερες! Η Πρωτομαγιά του 1944 βάφτηκε με το αίμα 200 αγωνιστών στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, ως εκδίκηση για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού, που έχασε την ζωή του σε μάχη με τους αντάρτες της Λακωνίας.  Αλλά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο, παλληκάρια της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ έχασαν την ζωή τους σε ενέδρα, που τους είχαν στήσει πάλι στην μονή της  Καισαριανής και στο Δαφνί.
Στους  κατάλογους των δολοφονηθέντων ήταν και τα ονόματα του ζευγαριού του δεύτερου ορόφου. Οι γείτονες μας δεν ήσαν, τελικώς, ένα απλό παράνομο ζευγάρι, όπως νομίζαμε, αλλά ηγετικά στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΟΠΛΑ. Η οργάνωση αυτή υπήρξε η πιο μυστηριώδης οργάνωση στην ιστορία του αντάρτικου πόλης και σκοπός της ήταν η προφύλαξη όλων των μελών της Εθνικής Αντίστασης  από τους Ταγματασφαλίτες και τους Γερμανοτσολιάδες.                                 
Η  Διαμαντώ και ο Στέλιος Σπανός ή Καρδάρας, όπως μάθαμε αργότερα ότι  ήταν το ψευδώνυμο, σκοτώθηκαν σε μία απ’εκείνες τις τελευταίες μάχες, που δόθηκαν στην Κοκκινιά, η  οποία υπήρξε το στρατηγείο δράσης τους   κατά των κατοχικών δυνάμεων και των συνεργατών τους.
 ΄Ετσι λοιπόν ξεδιάλυναν και κείνες οι κρυφές παρακολουθήσεις του σπιτιού μου από τον Στέλιο, ο οποίος αργότερα έγινε και τραγούδι από έναν ρεμπέτη συνθέτη.

Στην αγριότητα εκείνη των ημερών ήρθε να φωτίσει την  δική μας καρδιά  μια ελπίδα για το αύριο, ο ερχομός του πρώτου μου εγγονού! Το μικροσκοπικό κορμάκι του μέσα στην αγκαλιά της  Μαρίας φάνταζε στα μάτια μου σαν μικρός Χριστός! Με τα μάτια της καρδιάς βίωσα την γέννησή του σαν ανάσταση του Παρισινού. Δεν χόρταινα να τον κοιτώ! Οι νονές που του χάρισαν το όνομα του παππού του, ήταν βέβαια οι δύο κουμπάρες του γάμου! Η Μιράντα και η Ελένη.   Η Ελένη και η Μιράντα, οι αυτοκολλητούλες που είχαν γίνει πια κοτζάμ γυναίκες!  
Κείνη η μικρή μάλιστα σάμπως νάχε παραμεγαλώσει, τον τελευταίο καιρό. Κάποιο μάτι την είχε πετύχει στην οδό Αθηνάς, φορώντας την σχολική ακόμα ποδιά, να περπατά παρέα με ένα παλληκαράκι καστανό, σγουρομάλλικο. 
Δεν της είπα τίποτα, παρά μονάχα να φροντίζει να επιστρέφει αμέσως στο σπίτι από το σχολείο, γιατί ο αδελφός της ο Νίκος είχε τάχα παρατηρήσει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις κι απουσίες της από το σπίτι κι ο Νίκος ήξερε πολύ καλά πως δεν αστειευόταν με τέτοια καμώματα.
Εκείνη πρώτη φορά δεν σιώπησε, όπως συνήθως έκανε, παρά άρχισε τις δικαιολογίες και τα μυξοκλάματα, ότι τάχα είχε αργήσει  μόνο μία φορά, γιατί είχε πάει να πουλήσει ένα δαχτυλιδάκι που είχε από την νονά της, και να αγοράσει μ’αυτό δύο παστέλια μαζί με  την αδελφή της ,  που είχαν δει και λαχταρήσει, και ότι, ενώ στέκονταν στην αρχή της οδού Αθηνάς κι τα έτρωγαν παρέα, ξαφνικά πέρασε ένας άντρας ψηλός και γρήγορος σαν σίφουνας από μπροστά τους και τους το άρπαξε μέσα από τα χέρια τους. Έτσι αυτές απαρηγόρητες έμειναν με το στόμα ανοιχτό και την γλυκιά γεύση του γλυκού μέχρι την άκρη μόνο των χειλιών τους. Και δώστου παράπονα, κλαματάκια και τριψίματα στην αγκαλιά μου, οπότε ξεχάστηκε η κουβέντα και οδηγήθηκε αλλού!

Ξημέρωσε επιτέλους η πιο όμορφη και η πιο ελαφριά μέρα του Κόσμου, όπως την είπε και ο ποιητής Γ.Σεφέρης . Ο μισητός αγκυλωτός σταυρός κατεβαίνει από τον βράχο της Ακρόπολης και ο επικεφαλής των Γερμανικών στρατευμάτων καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη, σαν να ‘θελε  να πει μ’ αυτή την χειρονομία, ότι «να κοιτάτε!! Είμαστε λαός ιπποτικός!»                             Όπως ακριβώς, θυμάσαι ; μ’ ευχαρίστησε ιπποτικά και ο … στραβούλιακας, που χτύπησε βραδιάτικα  την πόρτα μου με περισσή ορμή, ζητώντας το αμαρτωλό Κατινάκι. 
Αυτοί οι ιππότες, λοιπόν, καθώς έφευγαν οι τελευταίοι τους, πυροβόλησαν και σκότωσαν άοπλους στην Ιπποκράτους και στην Ομόνοια. Το τι ακολούθησε μετά δεν περιγράφεται!  Όλες οι γειτονιές, οι συνοικίες άρχισαν να μαζεύονται παρέες – παρέες. Να σχηματίζουν ανθρώπινα ποτάμια και να κατεβαίνουν με ένα ξέφρενο ξέσπασμα χαράς στο κέντρο της Αθήνας. Αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, τραγουδούσαν, χόρευαν φωνάζοντας συνθήματα. Παντού ανέμιζαν ελληνικές σημαίες στα κτίρια, στις πλατείες ακόμα και πάνω στα  δέντρα.
Τα κορίτσια μου έφτιαξαν μικροσκοπικές χάρτινες γαλανόλευκες και στόλισαν μ’ αυτές τα κοτσίδια τους. Τι σου είναι τα νειάτα!  Πάντα βρίσκουν τον τρόπο ακόμα και με το τίποτα να στολίσουν και να προβάλλουν την ομορφιά τους!  Η νεότητα τρέφεται με την φαντασία και την αισιοδοξία. Όταν στερέψουν αυτά τα δύο, σβήνει σιγά-σιγά και η νιότη!
 Ξεκινήσαμε και μεις μεθυσμένοι από χαρά για το Σύνταγμα που είχε στηθεί το πανηγύρι της απελευθέρωσης ! Πλακάτ και φλογεροί ρήτορες εμφανίζονταν σε κάθε γωνία  της Πανεπιστημίου, της Σταδίου, της πλατείας Συντάγματος και της Ομονοίας. Ένας λαός σύσσωμος είχε βγει από τα σπίτια του και  συμμετείχε σε κείνη την γιορτή της ελευθερίας! Η φωνή της Βέμπο στα μεγάφωνα ηχούσε με το τραγούδι της λευτεριάς, πως «η Ελλάδα είναι από τον Θεό σταλμένη»…, μόνο που ξέχασε να  προσθέσει και από τον Θεό τιμωρημένη!
Γιατί ,αλλοίμονο τα βάσανά μας  δεν έλεγαν  ακόμα να σώσουν και οι χαρές γέμισαν φοβέρες! Οι χαρμόσυνες μέρες δεν θα κρατούσαν πολύ. Σε λίγο ο ελληνικός ουρανός και πάλι θα σκοτείνιαζε. Την Αθήνα, ο Δεκέμβρης  του’44 την βρίσκει με οδοφράγματα. Το κέντρο της πόλης, δηλαδή Κολωνάκι,  Σύνταγμα, Ζάππειο ήταν κάτω από τον έλεγχο των κυβερνητικών, ενώ σχεδόν όλη η υπόλοιπη Αθήνα  υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ.
Εμείς που μέναμε από την Ομόνοια και κάτω ανήκαμε στην ελασοκρατούμενη περιοχή. Παντού  οδοφράγματα. Στην Ομόνοια, στην Κυψέλη, στα Πατήσια,  σ’όλες σχεδόν τις συνοικίες.  Στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία βρίσκονταν το στρατηγείο των Άγγλων, όπου με την βοήθειά τους οι Έλληνες αλληλοεξοντώνονταν. Κάτω από την Ακρόπολη,  στο στρατόπεδο του Μακρυγιάννη, στεγάζονταν η Σχολή της Χωροφυλακής. Εκεί έγινε  μία από τις αγριότερες συγκρούσεις, μεταξύ του ΕΛΑΣ και των χωροφυλάκων. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας πραγματικά πεδία μάχης!  Στις φτωχογειτονιές της Καισαριανής ο κόσμος αλλόφρων δεν ήξερε κατά πού να τραβήξει.   Ήταν τα δραματικότερα Χριστούγεννα που πέρασε ο Αθηναϊκός Λαός,  στην γκρεμισμένη, ανελέητα βομβαρδισμένη από τους Εγγλέζους πόλη του.
Μέσα σ’ αυτή την τραγική κατάσταση που περιγράφω, θα πρέπει να πω ότι η πείνα έκανε πάλι την εμφάνισή της. Όλοι μας εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων είπαμε πάλι το ψωμί - ψωμάκι! Πού να ξεμυτίσεις από το σπίτι σου, να ψάξεις για φαγητό. Φοβόσουν πως ανά πάσα στιγμή, περπατώντας  μέχρι την άλλη γωνία θα σ’έβρισκαν οι σφαίρες  των ελεύθερων σκοπευτών. Δώδεκα με δύο το μεσημέρι , γίνονταν  μόνο εκεχειρία κι ο κοσμάκης  έβγαινε από τα σπίτια του για να πάει στα συσσίτια, να πάρει μια κατσαρόλα φασόλια και λίγο ψωμάκι, να ξεγελάσει το μαρτύριο της πείνας του. Οι μεν (οι κυβερνητικοί) αιχμαλώτιζαν δεκάδες αριστερούς και τους έστελναν στις εξορίες,  οι δε (Ελασίτες) έπιαναν δεκάδες άμαχους  πολίτες σε ομηρία. 

Οι εν ψυχρώ εκτελέσεις  των Εγγλέζων εναντίον των Ελλήνων αιχμαλώτων ήταν πια καθημερινές σκηνές της πόλης μας. Τα μάτια μου είδαν τόσα πολλά πτώματα ανθρώπων στοιβαγμένα στην περιοχή της  σημερινής  πλατείας Μπουρναζίου,  που πήγαμε με παρότρυνση της Πόπης, όσα δεν είχαν δει ποτέ κατά την διάρκεια της Κατοχής. Δεν υπάρχουν λόγια για όλα τα φρικτά αυτά που ζήσαμε! Αυτός ο εφιάλτης δεν θα σταματούσε μόνο στις 33 μέρες που διήρκησε η μάχη της Αθήνας, όπως ονόμασαν τα Δεκεμβριανά. Δυστυχώς ήταν ο προάγγελος της μεγάλης συμφοράς που ερχόταν στον λαό μας.Οι αδελφοφάδες είχαν ξυπνήσει...!                                                                                                                                                                                                                                                                               
   

Φωτο από αρχείο ένωσης εργαζομένων ΗΣΑΠ
Ο Παρισινός, ο Μινόρες


Κεφ. 17   Ο αδελφοκτόνος πόλεμος.

Η χώρα έπρεπε, μετά την περίοδο της κατοχής και της εξαθλίωσης, να βρει πάλι το ρυθμό της. Τώρα πια στην ζωή της ειρήνης. Τα σακατεμένα νιάτα της Αθήνας προσπαθούσαν να βρουν μια διέξοδο ανάμεσα στα ερείπια του πολέμου. Συχνά λοιπόν εκείνη την εποχή γίνονταν πολλές συγκεντρώσεις στα σπίτια, που κατέληγαν σε ρεφενέ πάρτι. Σ’ ένα απ’ αυτά  βρέθηκε ο Νίκος, έχοντας  πάρει μαζί του την Ελένη. Ανάμεσα στην παρέα ένας νεαρός επιλοχίας του Στρατού. Κάποια στιγμή έβαλε έναν δίσκο να παίξει στο πικάπ, ένα τραγούδι με μεγάλη απήχηση τότε, στα τραγούδια που χόρευε η νεολαία … θυμάμαι και τα λόγια του στίχου:

«Τα δεκαοχτώ σου χρόνια,
σαν ανοιξιάτικο λουλούδι,
μες της καρδιάς τα χιόνια 
ξυπνούν γλυκό τραγούδι»

Η ομορφιά των δεκαοχτώ χρόνων  της κόρης μου, ως φαίνεται, ξύπνησαν γλυκό τραγούδι στην καρδιά του νεαρού επιλοχία, ο οποίος δεν καθυστέρησε ώστε νάρθουν τα χιόνια, παρά πήρε αμέσως την απόφαση κι ήρθε  την επόμενη στο  σπίτι, να μου  την ζητήσει για γυναίκα του. Ο επιλοχίας ήταν ένα ορφανό παιδί και από τους δύο γονείς, με καταγωγή από τα Τζουμέρκα της Ηπείρου. Το αντάρτικο του Ζέρβα, που είχε δραστηριοποιηθεί την εποχή της Γερμανικής κατοχής στα μέρη του, στάθηκε γι’ αυτόν ασφάλεια κι έτσι εντάχθηκε στις δυνάμεις του, μόλις στα δέκα επτά του χρόνια. Η ένταξή του στο αντάρτικο του ΕΔΕΣ  στάθηκε κι ο βασικός λόγος της μονιμότητάς του στον Ελληνικό Στρατό. Ο γάμος της Ελένης μου με τον Αλέξανδρο, έγινε στις 8 Ιουνίου του ΄46 στον  ιερό ναό των Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο. 


To νυφικό της, ένα λευκό μαροκέν φορεματάκι, της το έραψε η singer μηχανή του Παρισινού, με τα δικά μου χέρια. Πάντα φύλαγα στο σεντούκι της μάνας μου ωραία, ιδιαίτερης αξίας και ποιότητας υφάσματα, που  πάνω τους τα δάχτυλά μου  μπορούσαν να μεγαλουργήσουν! Το απλό νυφικό της, ήταν και η μοναδική βοήθεια που μπόρεσα να προσφέρω τότε, στο ξεκίνημα της κοινής τους ζωής.

Οι δύο καλές μας γειτόνισσες Σούλα και Νίτσα, που έμεναν στην αυλή της Μαραθώνος, με βοήθησαν να ετοιμάσω το νυφικό τραπέζι μετά το μυστήριο.   Έτσι έκανε τότε ο κόσμος. Ο ένας βοηθούσε, όσο μπορούσε τον άλλον, για να καταφέρουμε να στηθούμε στα πόδια μας και να ξαναρχίσουμε από  το απόλυτο μηδέν, στο οποίο όλη η Ελλάδα είχε βρεθεί.  Το γλέντι του γάμου στην αυλή μας φτωχικό μεν, ενθουσιώδες δε, από το ξεφάντωμα των παιδιών. Είχαμε ανάγκη μεγάλη τότε να χαιρόμαστε μέσα στην φτώχια και την κακομοιριά, που χτυπούσε αλύπητα τις ζωές μας! Η Ζωή ζητούσε την έξοδο και αντιστεκόταν με νύχια και δόντια. Μαζί της κι εγώ, που μπορεί βέβαια να την γιόρταζα πάντα μαυροντυμένη, αλλά φρόντιζα να την  χρωματίζω με λευκές ολόχρυσες ευχές, ασορτί με τα λευκόχρυσα  φτερουγίσματα των παιδιών μου!
Στο εν τω μεταξύ, ο Σπύρος είχε επανέλθει στο Στρατό και με την οικογένειά του έφυγε για την Καβάλα, όπου εκεί εστάλη να υπηρετήσει. Το σπίτι τους στην Λένορμαν το νοίκιασαν στην συνέχεια η Ελένη με τον Αλέκο  της.
Το σπίτι μας άρχισε σιγά-σιγά ν’ αδειάζει από τους ενοίκους του.Την περίοδο αυτή κατάφερα με χίλιες προσπάθειες να πιάσω πάλι δουλειά, υπηρετώντας την παλιά μου τέχνη, σε μια βιοτεχνία που έραβαν καμπαρντίνες.
 Απ’την περίοδο αυτή και μετά, τα γεγονότα έρχονταν να με βρουν με ρυθμό καταιγίδας. Ενώ η ζωή μας στην Αθήνα έδειχνε πως θα  έμπαινε σε μια σειρά, στην υπόλοιπη Ελλάδα ο πόλεμος είχε ανάψει πάλι, μετά  την συμφωνία της Βάρκιζας και τις αθρόες συλλήψεις των αριστερών. 
Από την μια ο τακτικός στρατός των κυβερνητικών, από την άλλη ο αντάρτικος του αυτοαποκαλούμενου δημοκρατικού στρατού Ελλάδας.
Οι πρώτες συγκρούσεις του εμφυλίου έστειλαν τον γαμπρό μου με μετάθεση  σε μονάδα της  Λάρισας. Δύο μήνες μετά την μετάθεσή του έφυγε για την Λάρισα και η Ελένη μας ύστερα από πρόσκλησή του. Το καλοκαίρι του ’47  ήρθε κι η κατάταξη του Νίκου στο Στρατό, ο οποίος έφυγε χωρίς καλά - καλά να το καταλάβω. Τα τρία από τα πέντε παιδιά μου τα είχα σχεδόν χαμένα. Πίσω στο σπίτι είχαμε μείνει μόνο τρεις γυναίκες. Η Μιράντα είχε αποφοιτήσει πλέον και είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα φωτογραφείο. Η Πόπη σ’ ένα ραφτάδικο στην οδό Ευριπίδου. Που και που έρχονταν και κανένα γράμμα, πότε από την Ελένη η οποία  μας έγραφε, ότι από την Λάρισα είχαν βρεθεί στην Κοζάνη, πότε από την Μαρία του Σπύρου, η οποία κι αυτή μας πληροφορούσε, ότι τον Σπύρο τον είχαν μεταθέσει  στο Κιλκίς. Στην ουσία όμως δεν  γνώριζα πούθε ήταν ο καθένας τους και ποια  μοίρα τους είχε κυκλώσει                                                                 Αιχμάλωτη στις αγωνίες μου είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Μέρα ήταν, νύχτα ήταν, καθημερινή, για σχόλη εγώ δεν τις ξεχώριζα! Μόνο στην σκέψη ότι τα παιδιά μου βρίσκονταν στο κέντρο ενός αδελφοκτόνου πολέμου, ότι θα μπορούσαν να πολεμούν το ίδιο τους το αίμα, πρώτα τους ξαδέλφια που ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο, μου έφερνε μια συνεχή παραζάλη. Κάθε μέρα έρχονταν  και κάποιο μαύρο μαντάτο, ότι  σκοτώθηκε το τάδε  παλληκάρι της γειτονιάς, που είχε στρατολογηθεί, είτε από την μία πλευρά, είτε από την άλλη.                                 Τα πρόσωπα των ανθρώπων είχαν πια αλλάξει. Είχαν γίνει άγρια θηρία έτοιμα να κατασπαράξουν τ’ ένα τ’άλλο.Εκείνη την περίοδο, θυμάμαι, πολύ άσχημα προαισθήματα κυρίευαν την ψυχή μου και συνεχείς εφιάλτες στοίχειωναν τα όνειρά μου.Ίσως γιατί διαισθανόμουν ότι το κακό δεν θα αργούσε να χτυπήσει και την δική μου πόρτα.Παραμονές της πρωτοχρονιάς του ’48 ήταν, όταν με ειδοποίησαν πως ο Νίκος, που μέχρι τότε δεν είχα λάβει κανένα νέο του, βρισκόταν βαριά τραυματισμένος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Έφυγα σχεδόν αλλόφρων.         Το παιδί μου είχε χτυπηθεί στο κεφάλι. Μια οβίδα, στην μάχη της Κόνιτσας  όπου βρέθηκε, είχε συντρίψει το μεγαλύτερο τμήμα του κρανιακού του θόλου, όπως μου είπε ο γιατρός. Η ζωή του  ευτυχώς βρισκόταν πια εκτός κινδύνου, αλλά μέχρι εκείνη την στιγμή δεν γνώριζαν τις ζημιές που είχαν υποστεί τα όργανα που προφυλάσσονταν μέσα σ΄ αυτό.

Πέντε μήνες χρειάστηκαν για να αναρρώσει και να διαπιστωθεί ότι όλες οι αισθήσεις του είχαν επανέλθει στην σωστή λειτουργία τους, εκτός από μία βαρηκοΐα, που του έμεινε στο δεξί του αυτί από την έκρηξη της οβίδας. Με την επιστροφή του στο σπίτι μας η υγεία του σιγά-σιγά επανέρχονταν, όμως κάτι είχε βαθιά αλλάξει στην συμπεριφορά του. Δεν ήταν ο Νίκος που εγώ είχα γεννήσει και μεγαλώσει. Μπορεί βέβαια να ήταν πάντα αψύς και ιδιότροπος σε σύγκριση με τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά μου, αλλά ποτέ δεν είχε ξεπεράσει τα όρια για να φτάσει σε πράξεις επιθετικότητας.                                                                                                     
Μετά την ανάρρωση του Νίκου η επιστροφή της κόρης και του γαμπρού μου ήταν για μας μια ευχάριστη έκπληξη, που έκρυβε όμως και ένα δυσάρεστο νέο. Μετά την μετάθεση του Αλέκου από την Λάρισα στην Κοζάνη ακολούθησε τρίτη στο χωριό Σιάτιστα του ίδιου Νομού, όπου εκεί νοίκιασαν ένα μικρό σπιτάκι δίπλα απ’ την στρατιωτική μονάδα του. Ρεύμα δεν είχαν σπίτι τους, οπότε εκείνος, με την βοήθεια ενός στρατιώτη, τράβηξε εναέρια καλωδίωση κι έφερε το ρεύμα και στο δικό του σπίτι. Οι αντάρτες παρατήρησαν την εναέρια αυτή καλωδίωση και κατάλαβαν ότι το σπίτι αυτό του χωριού έπρεπε να είχε κάποια σχέση με το στρατόπεδο. Παρακολούθησαν το λοιπόν και παρατήρησαν ότι ήταν το σπίτι του υπεύθυνου στις καλωδιώσεις του ασύρματου.Το βράδυ εκείνοι κατέβαιναν και έκοβαν τις καλωδιώσεις,το πρωί ο Αλέκος έτρεχε να τις επιδιορθώσει.                                                           
Ένα πρωί, λοιπόν, που η Ελένη βρισκόταν μόνη της στο σπίτι, κατέβηκαν οι αντάρτες και του άφησαν μήνυμα μέσω αυτής, ότι αδίκως πασχίζει, εκείνοι θα συνέχιζαν να κόβουν τα σύρματα κι επειδή τον λυπόντουσαν, δεν ήθελαν να του προξενήσουν μεγαλύτερο κακό. Φρόνιμο όμως θα ήταν από πλευράς του να δώσει ένα τέλος στις επιδιορθώσεις. Ο γαμπρός μου ανησύχησε για την ασφάλεια της γυναίκας του και το είπε στον Διοικητή του. Αυτός τότε τον ρώτησε τι ακριβώς του ήταν η γυναίκα, που είχε στο σπίτι κι κείνος απάντησε πως ήταν σύζυγος του.                                          
Παντρεύτηκες και δεν μας το δήλωσες;» τον ρώτησε. «Γνωρίζεις ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς κανόνες;» 
Μετά την ομολογία του ο Διοικητής προχώρησε σε αναφορά προς το Υπουργείο στην Αθήνα και τον Αλέκο τον απέλυσαν μετά από μία εβδομάδα. Άνεργος πλέον πήρε την γυναίκα του κι επέστρεψαν στην Αθήνα. Έτσι το σπίτι μας γέμισε πάλι από τα παιδιά μου, που βέβαια τώρα πια δεν ήταν  μικρά παιδιά για να τα βάνω εγώ σε τάξη! Μοιραία λοιπόν, ήρθαν και  οι προστριβές!


Ο Νίκος με  μια εντελώς. όπως σου είπα, αλλιώτικη συμπεριφορά, άρχισε να κάνει υποδείξεις στον γαμπρό και την αδελφή του σε κάθε επίπεδο.Η μία πολιτική κουβέντα έφερνε την άλλη, η ανεργία η οποία είναι μήτηρ πάσης κακίας, φούντωσε τους διαπληκτισμούς, που έφερε και την  ολική ρήξη, όταν ο Νίκος απαγόρεψε στο αντρόγυνο να κοιμάται μαζί! Το αποτέλεσμα ήταν  ο γαμπρός μου να αναγκαστεί να πάρει την γυναίκα του και να φύγει. Ευτυχώς, εκείνη την περίοδο η ΑΒΥΠ προσελάμβανε υπαλλήλους κι ο Αλέκος  μετά από ένα μήνα έπιασε μερικής απασχόλησης εργασία στις αποθήκες του στρατού. Το κορίτσι μου όμως τράβηξε πολλά από την ανέχεια, στην οποία είχαν πλέον και οι δύο βυθιστεί.
Στην ΑΒΥΠ μετά από λίγους μήνες πήγε κι ο Νίκος κι έπιασε δουλειά. Δεν ξέρω όμως σε τι παρέες είχε πάλι μπλέξει μέσα εκεί και κάθε τόσο έκλεβαν υλικό το οποίο στην συνέχεια πουλούσαν στο εμπόριο. Θα πρέπει ακόμα να προσθέσω, ότι τότε στο κέντρο της Αθήνας γίνονταν πολλές διαδηλώσεις, που στο τέλος κατέληγαν από διάφορους σε πλιάτσικο των αποθηκών, που υπήρχαν κατά μήκος της οδού Καβάλας, αλλά και άλλων εμπορικών καταστημάτων. Πιθανολογώ ότι σε κάποιο απ’αυτά τα πλιάτσικα, που γίνονταν πήρε μέρος και ο Γιωργάκης, το γειτονόπουλο. Γιατί μια μέρα πέρασε  από την σπίτι μας και χάρισε  στα κορίτσια μερικά τόπια υφάσματος, που είχε λέει κι εμπορεύονταν. Ακόμα δεν είχε ξεχάσει, ως φαίνεται, τα ματάκια της Λένης μου κι εμφανίστηκε πάλι τώρα ως παλιός φίλος του Νίκου και ως  όψιμος έμπορας!                                                                       Μια άλλη μέρα είδα  κάτι κουταλο-μαχαιρο-πήρουνα, τυλιγμένα σε χάρτινες σακούλες, αλλά πάλι δεν πήγε ο νους μου. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν πως δεν τολμούσα και πολλά να τον ρωτήσω, ούτε για τα πολλά πάρε – δώσε, που είχε ξανά με τον έμπορα πλέον Γιωργάκη, ούτε με την προέλευση των εμπορευμάτων τους, γιατί δεν ήθελα να προκαλέσω καβγάδες και φασαρίες. Το ερωτηματικό όμως μ’έτρωγε. Ώσπου μία μέρα χτυπά την πόρτα μου η Αστυνομία! Ο γιόκας μου είχε κατηγορηθεί για υπεξαίρεση στρατιωτικού υλικού και βρισκόταν δέσμιος στις φυλακές Συγγρού.Το σπίτι μας το έκαναν οι αστυνομικοί φύλλο και φτερό για να βρουν αποδεικτικά στοιχεία. Όμως δεν βρέθηκε τίποτα απολύτως, γιατί στο εν τω μεταξύ ο κύριος είχε ειδοποιήσει την αδελφή του την Ελένη, η οποία  πρόλαβε και  έκρυψε τα φοβερά κουταλο-μαχαιρο-πήρουνα καθώς και τα τόπια υφάσματος του «έμπορα» Γιωργάκη στο δικό της σπίτι! Καινούργιος μπελάς με βρήκε κι έτρεχα η άμοιρη από τις φυλακές Συγγρού, στις φυλακές Αιγίνης … και δεν  έσωνα η φτωχή!
Ότι οικονομίες είχα αρχίσει να μαζεύω, όλες τις διέθεσα στους δικηγόρους.   Δεν μπορώ βέβαια να πω, βοήθησαν οικονομικώς και οι  τρεις  αδελφές του με τις δικές τους οικονομίες, που είχαν μαζέψει δουλεύοντας και τελικώς έδωσε ο Πανάγαθος που με λυπήθηκε, και τον αθώωσαν! «Πώς έχουμε καταντήσει», σκέφτηκα, Θεέ μου, εγώ και τα παιδιά μου! Ένιωθα τότε τουλάχιστον σαν την μάνα του Αλ Καπόνε  κι η αγωνία με έριχνε στα ύστερα του Κόσμου! Έπρεπε επειγόντως να κάνω κάτι για τον απολωλότα υιό! Μία σταθερή εργασία πίστευα πως  θα τον έσωζε και θα του έβαζε επιτέλους «μυαλό στο κεφάλι του»!

           Έτσι ήρθε η σειρά του  σπιτιού μας στον Βόλο!
Tα Άνω Πατήσια μετά τον πόλεμο

4 σχόλια:

censurasigloXXI είπε...

Όλα τα διάβαζα, τι θά κάνω εαν δεν μου βάλεις εσύ το διάβασμα;;;

Εδώ, κοντά μου, ναι;

Φιλιά πολλά με την αγάπη μου.

http://logokrisiaikostuprotueona.blogspot.com.es/

kariatida62 είπε...

Καλημέρα Βερονικούλα μου.Χαίρομαι που σου αρέσει η ιστορία μου και την διαβάζεις.Μοιάζει με πολλές άλλες προσωπικές ιστορίες των Ελλήνων εκείνης της σκληρής εποχής που πέρασαν και μας διηγήθηκαν οι γονείς και παπούδες μας.
Και ΄γω σ'αγαπώ και σου στέλνω τα φιλιά μου.

JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS είπε...

♫══♫══♫══♫ ♫══♫══♫══♫ ♫══♫══♫══♫ ♫═.♫══♫══♫══♫ (●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)Καιρο ειχα να περασω απο τη μπλοκογειτονια ,αλλα τωρα ηρθα αφηνοντας τις καλυτερες ευχες μου για ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ και ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ!!Να εισαι παντα καλα και να βρισκω ανοιχτο το σπιτικο σου!!♫══♫══♫══♫ ♫══♫══♫══♫ ♫══♫══♫══♫ ♫═.♫══♫══♫══♫ (●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)

kariatida62 είπε...

Γειά σου Σκρουτζάκο, επίσης καλό φθινόπωρο νάχεις. Εσύ όπως πάντα...περνάς με το μοτοσακό σου και χαιρετάς! :)