Ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.18. Η ζωή δεν περιμένει…
Τι αξία έχουν τα ντουβάρια μπροστά στην αξία του παιδιού
σου; Καμία!
Τα ποσά δεν μπαίνουν καν σε σύγκριση.Το σπίτι στο Βόλο πουλήθηκε με τάχιστες διαδικασίες κι
έφερε για κείνη την εποχή ένα σεβαστό
ποσό, όσο ακριβώς άξιζε ένα φορτηγό αυτοκίνητο με την σχετική κρατική του άδεια
μεταφορών.
Το φορτηγό το έγραψα κατ’ευθείαν στο όνομα του γιου μου
προκειμένου να ασχοληθεί με τις μεταφορές γεωργικών προϊόντων, που θα αγόραζε
από τους παραγωγούς του Βόλου και θα
μεταπουλούσε στην αγορά της Αθήνας. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να σκεφτώ κείνη
την στιγμή για την επαγγελματική του αποκατάσταση.Η αιματοχυσία του λαού μας είχε επιτέλους
σταματήσει.
Οι
εμφυλιακές συρράξεις πήραν οριστικό
τέλος τον Αύγουστο του 1949. Η Ελλάδα ρημαγμένη προσπαθούσε μέσα από τα συντρίμμια της να
αναστυλωθεί.Μαζί της και εγώ
με τα παιδιά μου! Η συγγένισσά μας η Λεβάντα, δεύτερη εξαδέλφη μου, που έμενε
στην πλατεία Αττικής και μας είχε βοηθήσει τόσο με την φροντίδα του Σπύρου ως
φοιτητή, όσο και με την δική μας εγκατάσταση στην Αθήνα, είχε μερικές βδομάδες
που μας επισκεπτόταν και μας καλούσε συχνά στο σπίτι της. Επεδίωκε κυρίως να
την επισκέπτομαι εγώ, έχοντας μαζί μου αποκλειστικά την Πόπη.
Στις αρχές δεν
μπορούσα, βέβαια, με τίποτα να φανταστώ τους απώτερους σκοπούς της. Η
Λεβάντα είχε σταθεί από τον πρώτο καιρό φιλική και υποστηρικτική στον αγώνα
μου. Στην συνέχεια όμως έδειχνε, πως κάτι την απασχολούσε και ζητούσε μια ευκαιρία για να μου το πετάξει… Το σχέδιο που
είχε καταστρώσει με το μυαλό της, ήταν και πάλι για καλό!
Ο μικρός της αδελφός, που είχα να τον δω από την γέννησή
του στο νησί μας, θυμάσαι… τότε που σου είπα πως επισκεφθήκαμε με την μητέρα
μου μια λεχώνα ξαδέλφη της. Είχα
προσφέρει στο νεογέννητο, αν θυμάσαι, τα όμορφα πλεχτά γαλάζια καλτσάκια που
του είχα πλέξει. Το μωρό, βέβαια, που δεν έτυχε από τότε ποτέ να ξανανταμώσω, μεγάλωσε,
άντρεψε, παντρεύτηκε κι είχε αποκτήσει
από τον γάμο του δύο αγόρια. Κακή τύχη όμως τον περίμενε, γιατί η
γυναίκα που πήρε, παρουσίασε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα υγείας.Δεν
είμαι σίγουρη τι ακριβώς μεσολάβησε κι αν οι
αδελφές του κατάφεραν να τον
πείσουν να χωρίσει την άρρωστη, η οποία μπαινόβγαινε στα Ιδρύματα, ή
τελικώς δεν έσωσε η φουκαριάρα να ξαναβγεί ποτέ ξανά από το Ίδρυμα. Ο αδελφός
τους πάντως την χώρισε και αναζήτησε μια
νέα ζωή στην Αθήνα κοντά στην μεγάλη του αδελφή Λεβάντα. Η άρρωστη είχε μεγάλη
πατρική περιουσία αρκετή για να εξασφαλίσει τα δύο αγοράκια, από τα οποία το
ένα, ελαφρώς έχανε κι αυτό…
Ο Μήτσος, έτσι φώναζαν τον αδελφό τους, δούλευε ως
τεχνικός σε μια εταιρεία που κατασκεύαζε
νοσοκομειακά έπιπλα κι εξοπλισμό. Είχε πατήσει σχεδόν τα 50 του χρόνια,
ζωντοχήρος με δύο παιδιά, μεγάλα βέβαια και εξασφαλισμένα, αλλά όπως και νάχει
το πράγμα, με οικογενειακές ακόμα υποχρεώσεις.Η Λεβάντα, λοιπόν, έψαχνε να του βρει μια καλή κοπέλα για
να τον ξαναπαντρέψει. Αυτή την βρήκε στο πρόσωπο της μεγάλης μου κόρης, η οποία
είχε ξεπεράσει κι κείνη τα 30 χρόνια της, στοιχείο σοβαρό τότε για την
κοινωνία, που δεν χάριζε σε καμία αυτής της ηλικίας ανύπαντρη γυναίκα και την
τοποθετούσε αυτόματα στο ψηλότερο το «ράφι»!
Η Πόπη μου, μετά τον θάνατο της μητέρας μου, είχε γίνει
το βασικό μου στήριγμα. Αυτή με βοήθησε αφάνταστα στο μεγάλωμα των μικρότερων
παιδιών, αυτή προσέφερε με την εργασία της πάντα στο οικογενειακό ταμείο.Δεν διέθετε την ομορφιά των δύο μικρότερων κοριτσιών μου, αλλά η
εργατικότητα και η ευαισθησία της ψυχής
της ήταν πραγματικά ανώτερη όλων! Μία
πλευρά της ευαισθησίας και της ανωτερότητας του ψυχικού της κόσμου, που την
χαρακτήριζε από μικρούλα, εκφραζόταν πολύ μέσω της ζωοφιλίας της. Εκείνη πάντα θα φρόντιζε την Μαρίτσα την
αγελάδα μας στο Βόλο, εκείνη ήταν που θα μάζευε τα αποφάγια όλων μας για τα
αδέσποτα της γειτονιάς.«Κρίμα είναι, έλεγε, ψυχούλες
του Θεού είναι κι’αυτά τα άμοιρα. Δεν μπορούμε εμείς να ‘μαστε χορτάτοι κι αυτά τα δύστυχα να πεθαίνουν της
πείνας!»
Ακόμα και στους καιρούς τους δύσκολους, της κατοχής, που
ο καθένας μόνο για το στομάχι του φρόντιζε, εκείνη δεν είχε ξεχάσει ούτε την
Φρίντα, την σκυλίτσα που ξέμεινε στην αυλή μας από τον Τζέφρυ τον Εγγλέζο της
Κατινίτσας, μα ούτε και ένα πληγωμένο
σπουργιτάκι, που έπεσε ένα απόγευμα στο πρεβάζι του παραθύρου μας, από τα
ξώφαλτσα πυρά των Πανωλιασκαίων.
Μερόνυχτα το γιατροπόρευε, κρατώντας το ζεστό στην τσέπη
της ποδιάς της, τυλίγοντάς το με κουρελάκια και κομμάτια παλιών εφημερίδων. Το
κλάμα που είχε ρίξει, όταν ξύπνησε ένα πρωί και το βρήκε ξέψυχο δεν λέγεται!
Θρήνησε τον σπούργιτο περισσότερο κι από άνθρωπο! Από τότε μετά τον θάνατο του
σπουργιτιού, που δεν κατάφερε να σώσει, έδειξε μια ιδιαίτερη αδυναμία στα πουλάκια.
Συχνά ακούγαμε μικρά τιτιβίσματα να ξεπηδούν μέσα από τις τσέπες του πανωφοριού
της. Για όλους είχε περίσσευμα αγάπης και φροντίδας το Καλλιοπάκι μου. Από τον
πιο μικρό κι αδύναμο έως τον μεγαλύτερο, που θα ζητούσε την βοήθειά της! Για
την ευγενή αυτή ψυχή της κόρης μου ήθελα
και ζητούσα τον καλύτερο! Γιατί πραγματικά το άξιζε!Όταν λοιπόν η
Λεβάντα μου εκμυστηρεύτηκε τα σχέδιά της,
αρχικά αρνήθηκα για όλους τους παραπάνω λόγους. Δηλαδή, λόγω της μεγάλης
διαφοράς ηλικίας που χώριζε το ζευγάρι, αλλά κυρίως λόγω της ύπαρξης των
παιδιών του.Μετά
όμως που το συζήτησα με την ίδια, διαπίστωσα πως δεν την χαλνούσε καθόλου η
ιδέα! Αφού της άρεσε φυσικά της ίδιας
εμένα μου περίσσευε, Οπότε στήθηκε το προξενιό. Δώσαμε ένα περιθώριο χρόνου στο
ζευγάρι να γνωριστεί καλύτερα κι ορίσαμε
τους γάμους για την Άνοιξη. Έτσι ώστε να
προλάβουμε να ετοιμάσουμε, ό,τι προικιά μπορούσαμε να ετοιμάσουμε, για
το στήσιμο του νοικοκυριού τους. Μαζί με τα προικιά της γράψαμε κι το ένα
οικόπεδο, που είχε αγοράσει από παλιά, ο πατέρας της πάνω στην Νέα Κυψέλη. Ακόμα
βέβαια οι λύκοι δεν είχαν φύγει από κει πάνω… αλλά, τέλος πάντων, αυτά μας
είχαν απομείνει κι απ’ αυτά της έδωσα το καλύτερο. Το γωνιακό! Προφανώς ο γιόκας
μου παρεξηγήθηκε από την απόφασή μου αυτή και τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει
να γίνεται ιδιαίτερα απαιτητικός και επιθετικός μαζί της.Παραμονές του γάμου ήρθε και το Λενάκι μου να βοηθήσει
στις ετοιμασίες του σπιτιού για τον επικείμενο γάμο της αδελφής της. Μέσα σ’ όλη
την βαβούρα των ημερών η καϋμένη η Πόπη δεν καλοσιδέρωσε το πουκάμισο του
«άρχοντα»… οπότε της ξεκινά μία ιστορία, έναν καβγά, που δεν άργησε να
καταλήξει σε χειροδικία επάνω της, επάνω
στην μεγάλη του αδελφή! Αυτό στάθηκε για μένα αιτία σοβαρή, ώστε να
επέμβω δυναμικά
Το δυσάρεστο
εκείνο γεγονός στιγμάτισε την χαρά της κόρης μου κι έριξε σε βαθιά θλίψη και
σκέψεις εμένα για την συμπεριφορά του γιου μου. Το ξεπέρασα κάπως ,όταν έντυσα
νυφούλα το Καλλιοπάκι και τον συγχώρεσα,
όταν σκέφτηκα τον τραυματισμό του. Αυτός πίστευα πως έφταιγε για όλα τα
αλλοπρόσαλλα της συμπεριφοράς του.
Ο γάμος τελικά έγινε στον Προφήτη Δανιήλ και το κοριτσάκι
μου ξεκίνησε με τον άνδρα της μια δημιουργική ζωή, όπως άλλωστε ήταν η μέχρι
τότε πορεία της. Εκείνη στάθηκε θεμέλιος λίθος για την επαγγελματική επιτυχία
του ανδρός της και κείνος ένας καλός και περιποιητικός σύντροφος για κείνη! Δεν
της χάλασε ποτέ χατίρι, δεν άφησε να της λείψει ποτέ τίποτα. Η ζωή της κοντά
του εκτός από την σκληρή δουλειά, που βέβαια ποτέ της δεν φοβήθηκε, επεφύλασσε
πολλά ταξίδια κι ανέσεις, που λιγοστές γυναίκες της γενιάς της
και της τάξης μας απόλαυσαν.Παιδιά όμως δεν τις χάρισε κι ίσως αυτό το γεγονός να ‘ναι το μοναδικό της
παράπονο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ποτέ δεν μου το ομολόγησε. Μια μάνα πάντα καταλαβαίνει τα παιδιά της, ασχέτως αν πολλές φορές
κρίνει ότι η σιωπή είναι καλύτερη από
οποιαδήποτε άλλη συζήτηση και συμβουλή. Στην αρχή με προβλημάτιζε πολύ το
γεγονός, ότι οι δύο από τις τρεις κόρες μου, δηλαδή η Πόπη και η Ελένη, δεν
κατάφεραν ούτε η μία, ούτε η άλλη να χαρούν την μητρότητα, κείνο το γλυκό χρέος
και δικαίωμα κάθε γυναίκας!
Με την πάροδο όμως των χρόνων μου και παρατηρώντας
ολόγυρά μου, συνειδητοποίησα πως το
χρέος δεν μπορεί να είναι ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Ξεπληρώνεται με
πολλούς τρόπους και η ικανοποίηση που μπορεί ο άνθρωπος να εισπράξει στο τέλος
του ταξιδιού του, να είναι το ίδιο δυνατή και πλήρης όμοια με των άλλων! Θα σου θυμίσω τα λόγια του
Απόστολου Παύλου, που από παιδούλα μέχρι σήμερα δεν σταμάτησα ποτέ να διαβάζω
στις σελίδες της Αγίας Γραφής: Ως
καιρόν έχωμεν, εργαζόμεθα το αγαθόν προς πάντας. Δηλαδή, όποτε έχουμε την ευκαιρία, να προσπαθούμε
να κάνουμε καλό σε όλους. Δόξα τω Θεώ, η ατεκνία των κοριτσιών μου γνωρίζω
καλά, πως τους έδωσε και τους δίνει την ευκαιρία να προσφέρουν το καλό σε σας
και σε όλους όσους χρειάζονται και θα χρειαστούν την βοήθειά τους.
Μετά τον γάμο της Καλλιοπίτσας μου έστειλα μήνυμα στον
Σπύρο, να έλθει τάχιστα στην Αθήνα για επίλυση σοβαρού οικογενειακού ζητήματος.
Ο Νίκος πάλι είχε κάνει το «θαύμα» του! Η επιχείρηση «φορτηγό» είχε αποτύχει
παταγωδώς! Κι αυτή την φορά, σίγουρα,
δεν έφταιγε ο καϋμένος ο Γιωργάκης, ούτε ο τραυματισμός του από την
οβίδα! Στα ταξίδια μεταξύ Βόλου και Αθήνας ο «απολωλός υιός» κατασπατάλησε τα
χρήματα με τέτοιον ασύδοτο τρόπο, ώστε να
αναγκαστεί να υποθηκεύσει το
αυτοκίνητο και να το χάσει στα επόμενα δύο χρόνια.
Μαζί του και οι κόποι μιας ζωής!
ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.19 Η ευτυχία επανέρχεται ….
Ο Σπύρος βέβαια δεν ήρθε, γιατί, εν τω μεταξύ, η Μαρία
του χάρισε τον δεύτερο γιο του, αλλά έκανε κάτι πολύ καλύτερο, που πραγματικά
έσωσε τον αδελφό του από την κατηφόρα
την μεγάλη κι εμένα από τα αδιέξοδα μαζί του. Του προξένεψε μία εξαιρετική
κοπέλα από το Άργος Ορεστικό της Καστοριάς, όπου είχε βρεθεί σ’ εκείνα τα μέρη
με μια καινούργια μετάθεση. Ο αδελφός της Αθηνάς, έτσι έλεγαν την νύφη, ήταν γουναράς κι έμενε στην Καστοριά.
Γνωρίστηκε, λοιπόν, με τον Σπύρο μου και το προξενιό στήθηκε από τα δύο
αδέλφια. Στο εν τω μεταξύ ο κανακάρης
μου εδώ, λόγω τραυματισμού του στον Εμφύλιο, εξασφάλισε από το κράτος, μισή
άδεια αστικού λεωφορείου. Με την προίκα της Αθηνάς αγόρασε και το άλλο μισό
λεωφορείο και κατάφερε έτσι να βάλει μία τάξη στην ζωή του.! Η Αθηνά
αποδείχτηκε η «θεά» της σοφίας και της οικονομίας μαζί για το παιδί μου, το
οποίο και μετάλλαξε σε έναν καλό οικογενειάρχη!
Ο γάμος δεν έγινε στην Αθήνα, αλλά στην Καστοριά. Ο γάμος
γίνεται πάντα όπου είναι ο τόπος της νύφης και το έθιμο εμείς το τηρήσαμε!
Εγώ, βέβαια, ήμουν
διατεθειμένη, όχι μόνο στην Καστοριά να πάω για να τον νοικοκυρέψω, αλλά μέχρι
και στην Γη του Πυρός, που λέει ο λόγος… Δεν ανέβηκε κανείς άλλος στην Καστοριά για τον
γάμο του, εξόν από μένα. Χρήματα σίγουρα δεν υπήρχαν για ταξίδια, αλλά μη
νομίζεις πως οι αδελφές του είχαν και ιδιαίτερη όρεξη να δουν γαμπρό τον
Νικολάκη. Είχαν περάσει πολλά με τις ιδιοτροπίες και τις φασαρίες που τους
δημιουργούσε κι είχαν απομακρυνθεί από κοντά του.
Ο φόβος που τις γέμιζε η
παρουσία του, είχε αποκαρδιώσει την συμμετοχή τους στην χαρά του αδελφού
τους.Σ’αυτό ίσως να έφταιξα κι εγώ,
που άφησα πολλά περιθώρια από την αρχή.Αλλά πού και ποιόν να
πρωτοκοιτάξω.
Τον περισσότερο καιρό
αξημέρωτα έφευγα από το σπίτι, νύχτα γυρνούσα!
Τέλος πάντων παντρεύτηκε κι ο Νικολός την Αθηνά του. Τους
αγκάλιασα, τους φίλησα κι ευχήθηκα στην καινούργια νύφη μου καλή της και καλή
του τύχη!
Η ευχή μου για άλλη μία φορά έπιασε. Η Αθηνά ήταν άξια
κοπέλα και πολύ οικονόμος, οπότε ο γιος μου από ρέμπελος έγινε πρώτος νοικοκύρης
κι απέκτησε σεβαστή περιουσία. Λένε πως πίσω από μια επιτυχία ή μία αποτυχία
ενός άνδρα πάντα κρύβεται μια γυναίκα!
Και έχουν πιστεύω, απόλυτο δίκιο!
Το ημερολόγιο έγραφε
Γενάρης του ΄52. Το σπίτι στην Μαραθώνος είχε σχεδόν αδειάσει. Είχαμε
απομείνει σ’ αυτό μόνο εγώ και το στερνοπούλι μου.
Για
την Μιράντα δεν σου είπα και πολλά. Το
κοριτσάκι μου αυτό μεγάλωνε ανάμεσα στ΄αδέλφια της αθόρυβα, θαρρείς χωρίς να
μου δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα και λαχτάρες, αν εξαιρέσεις κείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής της, που
σημαδεύτηκε η υγεία της από το βαρύ μου πένθος. Μόνη της, χωρίς κανενός την
βοήθεια, είχε τελειώσει με άριστα το σχολείο κι
είχε φροντίσει να πιάσει δουλειά
πρώτα σ’ένα φωτογραφείο και στην συνέχεια στο λογιστήριο του πολυκαταστήματος
ΑΦΟΙ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ, που δέσποζε στο κέντρο της Αθήνας στην οδό Αιόλου
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς, το 1961,
στο εμπορικό πολυκατάστημα της εποχής
«ΑΦΟΙ Λαμπρόπουλοι», στην οδό Αιόλου
|
Ήταν πάντα ήσυχη,
υπομονετική, τυπική στις υποχρεώσεις της έτσι ώστε να μη δημιουργεί καταστάσεις
μέσα στο σπίτι. ΄Ηταν η αδυναμία όλων μας και κυρίως του Σπύρου. Την αγαπούσε
πολύ σαν μικρότερη που ήταν. Μόνο μια φορά τον θύμωσε και τον έβγαλε εκτός
εαυτού. Ήταν μετά απ’ το συμβάν με το πρήξιμο της κοιλιάς της στην κατοχή κι
όλοι φοβόμασταν για την υγεία της. Είχε περάσει κι όσα είχε περάσει ως μωρό… Το
‘χαμε έγνοια όλοι!
Είχαμε μαγειρέψει, θυμάμαι, τσουκνιδόσουπα να φάμε και
κείνη αρνιόταν πεισματικά να φάει το φαγητό της.
-Φάε Ριτούλα
(Ριτούλα πάντα την φώναζε) το φαγητό σου,
της είπε την πρώτη φορά με γλύκα.
- Δεν πεινάω Πίπη
μου, απαντούσε εκείνη!
-Φάε, Ριτούλα μου,
το φαγητό σου, μη πρηστεί και πάλι η κοιλίτσα σου, συνέχισε να την
παρακαλεί εκείνος, μα τίποτα …. αλλού έβρεχε για κείνη!
-Φάε, χρυσή μου
Ριτούλα, την σουπίτσα να μην έχουμε πάλι άλλα μαζί σου, της ξαναλέει για
τελευταία φορά ο Πίπης
-Μα δεν πεινάω
Πίπ…., δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την φράση της κι ο Πίπης της φόρεσε το
πιάτο με την τσουκνιδόσουπα καπέλο! Από τότε, μετά το καπέλωμά της, πρώτη έτρεχε να σερβιριστεί και δεν σηκωνόταν
από το τραπέζι, αν δεν είχε φάει και την τελευταία μπουκιά, δίχως να εξετάζει, αν το φαγητό ήταν
τσουκνιδόσουπα, ή κρεατόσουπα!
Είχαμε φτάσει πια στην καρδιά του Καλοκαιριού, όταν μου
είπε, πως ήθελε να μου γνωρίσει έναν νεαρό, με τον οποίο διατηρούσε καιρό
αισθηματική σχέση.
-Καστανός και
σγουρομάλλης μήπως είναι ; την ρωτώ.
- Πού το ξέρεις;
Τον έχεις δει; Αναρωτήθηκε έκπληκτη
–Ε… κάτι πιάνει και
μένα το μάτι μου, το αριστερό που λοξοκοιτά ,όταν όλοι οι υπόλοιποι δεν το
βλέπουν! της απαντώ με νόημα…
Το σγουρομάλλικο καστανό αγόρι το έλεγαν Βασίλη. Τον είχε
γνωρίσει στα μαύρα χρόνια της κατοχής,
όταν και οι δύο τους βρίσκονταν ακόμα
στα χρόνια της εφηβείας τους. Οι πάγκοι της οδού Αχιλλέως, που αντάλλασσαν κάποτε
προϊόντα για την επιβίωση, είχαν σταθεί αιτία για ν’ ανταλλάξουν εκτός από λάδι
και σταφίδες και ερωτικές ματιές οι δύο
έφηβοι, έχοντας επισκεφθεί ο μεν πρώτος
τον πάγκο του πατέρα του η δε δεύτερη τον πάγκο των αδελφών της. Κόντρα στην
φρίκη του πολέμου, άφησαν τα βέλη του έρωτα να σφυρίξουν δυνατότερα από τις
σφαίρες του κατακτητή και διατήρησαν την αγάπη τους μέχρι το καλοκαίρι του 1952,
που αρραβωνιάστηκαν.Ο γάμος τους έγινε
δυο χρόνια αργότερα με τις καλύτερες για την εποχή συνθήκες, αφού και οι
δύο έχοντας σταθερές δουλειές, μάζεψαν τις οικονομίες τους κι έχτισαν το σπίτι
τους στο δεύτερο οικόπεδο της περιοχής «των λύκων».
Το τρίτο γράφηκε στην Λένη μας κι από τότε οι δύο αδελφές έγιναν και πάλι «αυτοκόλλητες», εφ’όσον έχτισαν δίπλα-δίπλα τα σπίτια τους.
Ο Αλέκος μετά από πολλές περιπέτειες, κατάφερα με την βοήθεια ενός γείτονα, που
παρακάλεσα και τον οποίο γνωρίσαμε στην
συνοικία των «λύκων»,(έφυγαν βλέπεις οι λύκοι και ήρθαν υπάλληλοι του Δημοσίου), να διοριστεί
στον ΟΤΕ και έτσι να λήξουν τα βάσανά τους.
Στην Ελλάδα του ΄50 όσοι διέθεταν πιστοποιητικό πολιτικών
φρονημάτων και γνώριζαν το κατάλληλο πρόσωπο, εξασφάλιζαν μία μόνιμη θέση
εργασίας στο Δημόσιο και στους μεγάλους δημόσιους Οργανισμούς. Ο Αλέκος,
ευτυχώς, διέθετε το πρώτο. Το δεύτερο ήρθε από
την καλή του και καλή μας τύχη, να γνωρίσουμε τον σωστό και καλό μας
γείτονα. Ο Βασίλης δεν διέθετε το
πιστοποιητικό. Διέθετε όμως τύχη και κατάφερε, εκτός από το να παντρευτεί την
Μιράντα μας, να διοριστεί κι αυτός στα Ελληνικά Ταχυδρομεία.
Η Καλλιοπίτσα
πούλησε το δικό της μερίδιο και βοήθησε τον άντρα της να χτίσει μια ολόκληρη
βιοτεχνία κατασκευής νοσοκομειακών επίπλων. Μα δεν απομακρύνθηκε πολύ.
Μέχρι
την πλατεία Κυψέλης κατέβηκαν και αγόρασαν το δικό τους διαμέρισμα.
Ο γάμος της
τελευταίας μου κόρης έγινε με κάθε επισημότητα συμμετέχοντας όλοι σ’αυτόν, τα
παιδιά μου, οι νύφες, οι γαμπροί και τα εγγόνια μου. Όπως ακριβώς ονειρευόμουν
και όριζε το ίδιο το μυστήριο. Κάτι βέβαια και πάλι θα ερχόταν μελανό να
κλονίσει την χαρά, γιατί ως γνωστό γάμος δίχως κλάματα και κηδεία χωρίς γέλια
δεν γίνονται!
Την ημέρα των γάμων της Μιράντας με τον Βασίλη της,
δυστυχώς, χάσαμε την γλυκειά μας Φρίντα! Η σκυλίτσα του Φρέντυ, τυφλή σχεδόν
από τα γηρατειά της, ξέφυγε για μια στιγμή της προσοχής μας, όταν άνοιξε η
πόρτα της αυλής και προσπάθησε να περάσει την Μαραθώνος απέναντι. Δεν πρόλαβε
όμως να φτάσει στην απέναντι πλευρά του πεζοδρομίου, όταν την χτύπησε ένα
διερχόμενο αυτοκίνητο.Η Φρίντα επέζησε των κακουχιών της κατοχής και του
εμφυλίου, αλλά δεν κατάφερε να επιζήσει στους κινδύνους της ευημερίας και της
ειρήνης που έφερε ο πολιτισμός!
Η μοίρα το θέλησε, το αίμα της σκυλίτσας μας να σφραγίσει
οριστικά ιη πόρτα των δεινών μας. Και εύχομαι ποτέ ξανά τίποτα βίαια να μην την
ανοίξει για κανένα σας! Τα πουλιά πέταξαν όλα από την φωλιά, που έμεινε έρημη και μοναχή! Όχι βέβαια για
πολύ…Τα κορίτσια φρόντισαν και η Λένη
μου έχτισε και για μένα αυτή την μικρή καμαρούλα κάτω από τα σπίτι της, ώστε να
είμαι κοντά τους. Κοντά τους και ανεξάρτητη, χωρίς να επιβαρύνω κανέναν!
Ο Θεός μου τα ‘δωσε όλα απλόχερα! Τις χαρές του έρωτα με
τους καρπούς των πέντε παιδιών. Τις φοβερές δοκιμασίες του με την χηρεία μου σε
χρόνους δύσκολους και φοβερούς. Την ευλογία του να δω τρεις εγγονούς από τον Σπύρο, την πρώτη εγγονή από
τον Νίκο - που πήρε και το όνομά μου - και δύο ακόμη από την Μιράντα μου. Τον
αδελφό σου, που μεγάλωσα σχεδόν από μωρό
και την αφεντιά σου, που μου έχει ζαλίσει τον έρωτα από το πρωί και δεν έχω
σώσει ακόμα ούτε μια σειρά πλεξίματος… Μου έκανε ακόμη την χάρη να προλάβω να
δω μέχρι στιγμής τέσσερα δισέγγονα κι ένα ακόμη που περιμένω νάρθει από την
Ισπανία!
Η χάρη του Παρισινού έφτασε ως εκεί και ακόμα παραπέρα,
ως τον μακρινό Καναδά!Βλέπεις η ξενιτειά
σημάδευε πάντα τα παιδιά της
Ελλάδας.Δεν κατάφερε να σημαδέψει τα δικά μου, κατάφερε όμως
να σημαδέψει τα εγγόνια μου.
Ο Οδυσσέας πρώτος έδειξε τον δρόμο της και
πίσω του ακολούθησαν γενιές και γενιές
Ελλήνων. Αν πεις, μετά τον πόλεμο στρατιές Ελλήνων έφευγαν σαν
αποδημητικά πουλιά. Ήταν κι αυτή μια
δεύτερη αιμορραγία της Ελλάδας.
Δεν υπήρξα σπουδαία, ούτε ο αγώνας της επιβίωσής μας ήταν διαφορετικός από τον αγώνα των ανθρώπων
της γενιάς μου. Σε πολλούς μάλιστα η
μοίρα στάθηκε χίλιες φορές σκληρότερη, από ότι στάθηκε σε μένα! Μπορώ όμως να
σταθώ περήφανα και να πω, πως στο τέλος τα κατάφερα! Δεν λύγισα! Μεγάλωσα μόνη
μου πέντε παιδιά, έχοντας μοναδικό μου όπλο τα δυό μου χέρια! Αυτά και το βελόνι …, που ευχή και κατάρα σου
δίνω, κοριτσάκι μου, ποτέ σου να μην πιάσεις στα δικά σου χέρια, γιατί είναι
πολύ βαρύ, π’ ανάθεμά το, …κι ας φαίνεται έτσι! Είναι βαρύ και θα σου τα λειώσει…!
Με ρωτάς αν φοβάμαι τον θάνατο, τώρα που έχω φτάσει τόσο
σιμά του. Όχι μόνο δεν τον φοβάμαι, αλλά τον βλέπω πια σαν φίλο καρδιακό, που
την κατάλ-ληλη στιγμή, εκείνος γνωρίζει πότε, θάρθει να με πάρει από το χέρι να
με οδηγήσει κοντά στους αγαπημένους μου, που έχω χρόνια μα πολλά χρόνια να
ανταμώσω, όπως τον άνδρα μου, (αλήθεια, άραγε θα τον αναγνωρίσω), την μάνα μ’,
τον πατέρα μ’, την γιαγιά μ’ τ’ Αμυγδαλιώ, τ’ Ουρανιώ , την Νεραδο-μανιάταινα, τον
κυρ Αλέξανδρο με τον φανάρι του να τριγυρνά τυφλός, αλλά με τα μάτια της ψυχής
του να βλέπει, όσα όλοι μας δεν μπορούμε να δούμε, μοιρολογώντας: «Σαν νά 'χαν
ποτέ τελειωμό τα
πάθια κ' οι καημοί του κόσμου…»
Η Μοναξιά είναι χειρότερη του θανάτου…γιατί για κοίτα με,
τώρα εδώ μοναχή ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους…Λες και δεν μεγάλωσα πέντε
παιδιά!Δεν λέω,
βέβαια … έχω τις κόρες μου κοντά, που μόνο αυτές έρχονται και με φροντίζουν, αν
κι εγώ γέννησα και φρόντισα μ’ όλες μου τις δυνάμεις πέντε παιδιά, χωρίς να
κάνω διάκριση σε κανένα! Μία κάρτα έστω με την αγάπη τους για την «γριά μάνα»
την αναζητώ, από κείνους που η ζωή τους χτίστηκε μακριά μου…, αλλά δεν πειράζει…
Να ‘χουν όλοι τους την ευχή μου και να τους προστατεύει μέχρι τα βαθιά τους
γεράματα.
Αχάριστη δεν είμαι! Έχω σιμά μου και καμαρώνω εσάς τα
εγγόνια μου, που μένετε δίπλα και καθημερινά σας βλέπω, αλλά για πόσο; Εσείς
είστε νέοι! Έχετε μπροστά την ζωή σας, δεν ευκαιρείτε και δεν
πρέπει να χρονοτριβείτε με τα παραμύθια
της γιαγιάς. Πρέπει να ακολουθήσετε την δικιά σας πορεία και να καταφέρετε ένα
βήματα μεγαλύτερα από τα δικά μας.
Αρκετά
είδα ενενήντα χρόνια τώρα, αρκετά
διδάχτηκα! Την ζωή την δέχτηκα όπως ακριβώς μου ήρθε. Την πάλεψα δίχως
μεμψιμοιρίες και παράπονα.Ένιωσα δυνατά την ευτυχία, γιατί έζησα και ξεπέρασα όλες τις δυστυχίες.
Δεν έχω κανένα
παράπονο! Το χρέος μου το τέλεψα σ’
αυτόν τον κόσμο! Ποτέ δεν επέτρεψα να λιποψυχήσω μπροστά στην ευθύνη! Μπορεί βέβαια να μη κατάφερα
να σώσω τη Γης, που λέει κι ο μεγάλος
συγγραφέας μας Καζαντζάκης, όμως σύμφωνα με τους βαθείς στοχασμούς του,
προσπάθησα με οδηγό την αρετή και την
τιμιότητα να μεγαλώσω τα πέντε παιδιά μου, ρίχνοντας τις καλύτερες ζαριές μου
για την συνέχιση του σογιού! Καιρός μου είναι πια να σας αποχαιρετίσω… «Δεν
θέλω να στεναχωρηθείς διόλου όταν θα φύγω, γιατί θα ξέρεις ότι εκεί που θα πάω θα
είμαι πολύ χαρούμενη κοντά σ’ αγαπημένα μου πρόσωπα.
Θα
με θυμηθείς, όταν φτάσεις και συ τα δικά μου χρόνια, πως τον κυρ-Μιχάλη (εννοούσε
τον αρχάγγελο Μιχαήλ), θα τον περιμένεις λυτρωτή.!»
Τώρα ακούς τα λόγια μου και δεν με πιστεύεις, μα όταν
έρθει η ώρα, θα με θυμηθείς…γιατί εκεί
που είσαι ήμουνα και ΄δω που είμαι θάρθεις!
Ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.20 Η Διαδοχή
Απρίλιος 2067
……Τρεμόπαιξε στο γερμένο βλέφαρο μια ακτίνα του ήλιου, που έπεσε πάνω στην κόχη
του διαμαντιού. Ακόμα κρατούσε στα δάχτυλα της το δαχτυλίδι.
΄Ηταν ένα από κείνα
τα γλυκά αγγίγματα του ανοιξιάτικου ήλιου,
που σε παίρνει απαλά απ’ τις αγκάλες του Μορφέα.Οι αναμνήσεις την είχαν
και πάλι βυθίσει στην αναπαυτική για τα γηρατειά της παλιά
πολυθρόνα.Επέμενε να βολεύεται μόνο
σ’αυτή την ταλαιπωρημένη από τα χρόνια κι αρνιόταν πεισματικά να την
αντικαταστήσει με την τελευταίας τεχνολογίας αυτόματη, ορθοπεδική, που της είχε
φέρει πρόσφατα ο γιος της απ’ το εξωτερικό. Δεν συμπαθούσε πολύ τις «έξυπνες»
συσκευές, που είχαν κατακλείσει τον οικιακό εξοπλισμό όλων των σπιτιών! «Πού
ακούστηκε να συνομιλείς με μία πολυθρόνα! Να της λες…δώσε κλήση στην πλάτη 5 μοίρες
πίσω και δεξιά κι αυτή να το εκτελεί με κάθε ακρίβεια!Φούσκωσε λίγο πιο κάτω από την μέση και
χαλάρωσε στις ωμοπλάτες και κείνη να σου ζητά τις ίντσες, που θα πρέπει
ακριβώς να φουσκώσει και ακριβώς να ξεφουσκώσει!
«Σιγά μη πάρω και την μεζούρα
για να σου πω… κάτσε στην άκρη και θα γίνεις ωραίος καλόγερος για τα παλτά μας …»
της απαντούσε νευριασμένα και έτρεχε στην παλιά, που κινείτο κατά τις διαθέσεις
της κι έδινε κλήση με τον μοχλό.
Τα κοτσύφια είχαν και πάλι επιστρέψει και το λάλημά τους
για μία ακόμη φορά αναστάτωσαν την καρδιά της κι όσο κράτησε το τραγούδι τους
ανύψωσαν την ζωή της από κείνη την «έρ’μη», όπως αποκαλούσε την παλιά αγαπημένη της πολυθρόνα!
«Μόνο το κελάηδημα των πουλιών έχει μείνει ανέπαφο και δεν έγινε ανέκφραστο «κομπιουτεράιζντ»
σκέφτηκε με θλίψη και νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν…«Κυρία, ακούστηκε η φωνή της κοπέλας που καθημερινά
την φρόντιζε, σας πήρε ο ύπνος; Σε λίγο
θα έρθουν τα παιδιά σας . Το τραπέζι είναι έτοιμο. Τα φαγητό επίσης. Μήπως θα
πρέπει να ρίξετε μια ματιά. Μήπως και ξέχασα κάτι;"
Η κυρία σήκωσε αργά τα χρόνια της και κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία.
Όλα στην θέση τους όπως ακριβώς τα ήθελε. Η Μάρθα, δύο χρόνια τώρα στην φροντίδα της μεγάλης κυρίας, είχε μάθει
πολύ καλά τις συνήθειες της και κάθε τι
που την ευχαριστούσε. Δεν άργησαν πολύ να φανούν τα παιδιά της με τις γυναίκες τους και τα
εγγόνια της. Όλοι είχαν φτάσει στην ώρα τους!
Αγκαλιές, φιλιά, ζωηρές συζητήσεις, γέμισε ζωντάνια το
σπίτι!Τι άλλο μπορούσε να λαχταρήσει
εκείνες τις στιγμές; Tα είχε όλα εμπρός της, γύρω της. Παιδιά, νύφες, εγγόνια, φως εαρινό,
μοσχοβολιές απ’ τα καλομαγειρεμένα πιάτα της Μάρθας. Ευλογημένη μέρα φάνηκε στα
μάτια της η εικόνα όλων να κάθονται δίπλα της στο μεγάλο τραπέζι, που είχε
στηθεί προς χάριν της οικογένειας του γιου της, που ήρθε να περάσουν τις διακοπές του Πάσχα όλοι μαζί
στην Ελλάδα.
Χρόνια πολλά ξενιτεμένος και
εγκαταστημένος στην Ολλανδία, ζούσε μακριά τους. Όμως συχνά πυκνά, όπως
καλή ώρα στις μεγάλες γιορτές, εύρισκε πάντα ευκαιρίες για να επιστρέφουν
όλοι μαζί, ξεδιψώντας έτσι λίγο το νόστο για την πατρίδα.
«Αχ γιαγιά πόσο μου
έλειψες, πόσο μου λείψατε όλοι!» έκανε η μικρή εγγονή με νάζι ανοίγοντας
την αγκαλιά της με θέρμη. Η γιαγιά συγκινημένη ανταπέδωσε φιλιά κι αγάπη στην μικρή και φορώντας τα γυαλιά
της καμάρωσε τα νιάτα και την ομορφιά
της. Χάιδεψε για λίγο το μακρύ κολιέ από
γραφίτη που φορούσε σε δυό ή τρείς γύρες γύρω από τον λευκό ψηλό λαιμό της, πέρασε τα ρυτιδιασμένα
δάχτυλά της πάνω από τον νεανικό λιγνό
θώρακα της εγγονής, που δεν χόρταινε ανάσες και παρατήρησε:
-Για δες …που και
πάλι ήρθαν ξανά στην μόδα οι μακριοί κολιέδες με τις πέτρες.Είχα κι εγώ κάποτε ένα παρόμοιο και το
φορούσα έτσι ακριβώς όπως εσύ!
Όλα τριγύρω αλλάζουνε,
μα η μόδα δεν πολυξεφεύγει. Κύκλους κάνει και με διάφορους τρόπους επανέρχεται! Πόσο
μου θυμίζεις τα νειάτα μου καλό μου! είπε κι αισθάνθηκε τις αναμνήσεις να υγραίνουν τα μάτια και να θολώνουν
την όραση.
-Αλήθεια
γιαγιά, πετάχτηκε η
μεγαλύτερη εγγονή, κάποτε μας είχες πει για ένα δαχτυλίδι
που έχεις στα συρτάρια σου, με κληρονομική - οικογενειακή αξία και πως,
όταν μεγαλώσουμε αρκετά, θα μας το χαρίσεις! Δεν μας είπες ποτέ βέβαια σε ποια
απ’όλες θα το δωρίσεις, γι’ αυτό θα
θέλαμε να μας το φέρεις να το ξαναδούμε και να το τάξεις έστω σε μια από τις
τρεις μας, είπε και σκούντησε χαμογελώντας πονηρά την ξαδέλφη της από την
Ολλανδία.
-Καμμιά
σας δεν θα το πάρει,
ακούστηκε η φωνή του Λουκά, που διεκδικούσε την μοναδικότητα στο σόι όλο, ως ο
ένας και ο ακριβός εγγονός!«Θα το πάρω εγώ που αγαπώ περισσότερο απ’ όλες
σας την γιαγιά μου, για να το χαρίσω στο κορίτσι μου. ΄Ετσι δεν είναι γιαγιάκα;» Είπε περιπαιχτικά και
γέμισε φιλιά τα μάγουλά της. Εκείνη με ένα μειλίχιο χαμόγελο προσπαθούσε
να μη κακοκαρδίσει κανένα τους. Κι ενώ έψαχνε με τρόπο να βρει θέμα για να
αλλάξει την συζήτηση, την κουβέντα την έπιασε και την συνέχισε ο ένας από τους
γιούς της!
-Η αλήθεια είναι
μάνα, πως πρέπει να φέρεις εκείνο το δαχτυλίδι να το δείξεις εδώ σ’ όλους μας,
στις νύφες, στα παιδιά και τα εγγόνια σου. Να διηγηθείς την ιστορία του, την
οποία εγώ βέβαια έχω ακούσει πολλές φορές, πλην όμως οι υπόλοιποι δεν
γνωρίζουν. Και μετά, νομίζω πως ήρθε ο καιρός το δαχτυλίδι να αλλάξει χέρια,
γιατί έτσι και μας φύγεις τι θα απογίνει αυτό πίσω με τόσες γυναίκες, που θα το διεκδικούν; Ξέρω, βέβαια, πως το δαχτυλίδι θα πρέπει να
πάει σε γυναίκα που φέρει αίμα του σογιού, όμως δόξα τω Θεώ έχουμε τρεις
υποψήφιες, όλες εγγονές σου που διαθέτουν το «χάρισμα»! είπε κλείνοντας το μάτι συνωμοτικά, χαμογελώντας
δίπλα στον αδελφό του. Είχαν βρει θέμα καινούργιο τώρα για να την πειράξουν
πάλι, έτσι ακριβώς όπως την πείραζαν παλιά όταν ήταν νεαροί.
Η μάνα τους μπορεί να γέρασε, αλλά σίγουρα το «πνεύμα»
των γιών της το αντιλαμβανόταν με την πρώτη. Συνηθισμένη από τα πειράγματά τους
σηκώθηκε αργά από την καρέκλα, όρθωσε κατά το δυνατόν κορμί και κεφάλι, ώστε να δηλώσει με κάθε επισημότητα στην φωνή
της:
«Η διαδοχή θα γίνει αύριο, την ημέρα
των γενεθλίων μου, μετά το κόψιμο της
τούρτας που θα φτιάξουν τα έμπειρα χεράκια της Μαρθούλας μου!»
H βραδιά κύλησε με τραγούδια και με ευχάριστες, ζωντανές
συζητήσεις των παιδιών και των μεγαλύτερων. Όλοι χαρούμενοι και γελαστοί επηρεασμένοι
περισσότερο από την ευτυχία της συνεύρεσης και λιγότερο από την μέθη του μοσχοφίλερου,
αγαπημένου κρασιού της γιαγιάς, που συνόδευε πάντα τα πιάτα του τραπεζιού της.Το ραντεβού δόθηκε
την επομένη, ώστε όλοι μαζί να της
τραγουδήσουν
για 105η φορά το: «Nα
ζήσεις γιαγιάκα και χρόνια πολλά», γι’ αυτό η παρέα άρχισε σιγά - σιγά
να διαλύεται με την υπόσχεση της επόμενης συνάντησης που είχε τόση μεγάλη για
κείνη σημασία.
-Γιαγιά
αύριο σε θέλω να γίνεις κούκλα ώστε να σβήσεις τα 105 κεράκια σου, έτσι;
Φώναξε η μικρή, γελώντας, μη πιστεύοντας καλά - καλά τα ίδια της τα λόγια, αναλογιζόμενη τον
απίστευτο αριθμό των κεριών της γιαγιάς και ροβόλησε τις σκάλες με τις ξαδέλφες
της.
-Θέλετε κάτι άλλο πριν φύγω κυρία; ρώτησε
η Μάρθα με ευγένεια τη γιαγιά, που
είχε με φροντίδα βοηθήσει να ξαπλώσει
στο μεγάλο της κρεββάτι.
-Ναι Μαρθούλα μου,
άνοιξε το πάνω συρτάρι του κομονδίνου και βγάλε από μέσα το μικρό βυσσινί
κουτί. Φέρε μου και μία καρτούλα απ’ αυτές που θα βρεις στο βάθος του
συρταριού κι ακόμη φέρε μου σε παρακαλώ
μία πένα. Όχι - όχι την ηλεκτρονική, την άλλη την παλιά την τριγωνική.
Η Μάρθα ακολούθησε όλες τις οδηγίες της γιαγιάς και τ’ άφησε
όλα δίπλα της. Σχημάτισε στο καντράν του πίνακα ελέγχου ασφάλειας του σπιτιού,
τον αριθμό του κωδικού που άνοιξε τις κουρτίνες αυτόματα και προκάλεσε τον
ηλεκτρονικό ήχο κλειδώματος των παραθύρων.
Όταν η Μάρθα βγήκε από το δωμάτιο, η γιαγιά άνοιξε αργά, ευλαβικά, θαρρείς, το
κουτάκι που κρατούσε. Μέσα στο εσωτερικό, βυσσινί, βελούδινο ύφασμά του το
διαμαντένιο δαχτυλίδι πρόβαλλε με τους ιριδισμούς του κάτω από την βοήθεια του τεχνητού φωτός, που έβγαζε το πορτατίφ δίπλα. Φαινόταν πανέμορφο! Ισάξια αστραφτερό
όσο και με το φως του Ήλιου! Το κοίταξε δοκιμάζοντάς το δύο - τρεις φορές ακόμα
κάτι σαν ύστατο χαίρε. Ύστερα με ιεροτελεστικό, θαρρείς, τρόπο, πήρε την λευκή
καρτούλα, σήκωσε την πένα μέχρι την άκρη των χειλιών της, συνήθεια που
κουβαλούσε από τα χρόνια που καθόταν με τις ώρες κι έγραφε σαν ήταν μικρό παιδί
τα ημερολόγια της.
Σημείωσε τα γράμματα της αργά και καλλιτεχνικά. Τα
διάβασε μετά προσεχτικά, μήπως κάτι είχε λάθος σημειωθεί κι ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα το
ακούμπησε μέσα στο ανοικτό κουτί. Στη
συνέχεια έβγαλε ξανά το δαχτυλίδι από το χέρι, το άγγιξε με τα χείλη της και
κοιτάζοντας τις αστραφτερές γωνίες του ψιθύρισε:«Αντίο γιαγιά, δεν σε ξέχασα ποτέ, όπως εσύ.
Είχες υποσχεθεί ότι θα ‘ρχόσουν να με
συναντήσεις για να μου πεις τι είδες από την άλλη πλευρά που βρέθηκες. Άραγε
βρήκες όλους τους αγαπημένους σου όπως ήλπιζες ή απο-γοητεύτηκες μπροστά στον
απόλυτο έρεβος της ανυπαρξίας της μεταθανάτιας ζωής; Δεν πειράζει, γιατί ήρθε η ώρα να ‘ρθω εγώ να
σε βρω! Πράγματι είχες δίκιο! Είμαι χαρούμενη που έφτασε και για μένα η
ενδιαφέρουσα στιγμή της απάντησης στο προαιώνιο ερώτημα»
Εδώ και ένα μήνα η Παγκόσμια Ληξιαρχική Αρχή της είχε
αποστείλει συστημένο το «χάπι της απόρριψης». Πλησίαζε τα εκατόν πέντε έτη κι
είχε δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει. Πόσο παράξενος κι αντιφατικός είχε γίνει ο
κόσμος της! Από την μία η επιστήμη έκανε τα πάντα για να την κρατά ακμαία και
ζωντανή κι από την άλλη η Διοικούσα Αρχή την προέτρεπε να τους αδειάζει σιγά -σιγά
την γωνιά και να τους χαρίσει το δικαίωμά της στις κοινωνικές παροχές και
απολαβές!
«Πολύ καλά λοιπόν …
θα σας την κάνω την Χάρη», σκέφτηκε. Η αλήθεια είναι, ότι χρόνια τώρα τους
είχε όλους βαρεθεί, πλην φυσικά των παιδιών και εγγονών της που ήταν η μοναδική
πηγή χαράς της. Είχε κάμποσο καιρό αρχίσει κι κείνη να αναζητά τον Μιχάλη, τον
φίλο της Σκιαθίτισσας, να την συνοδεύσει στο μεγάλο ταξίδι! Η Ληξιαρχική Αρχή,
λοιπόν, με την ολοκλήρωση των εκατό πέντε της χρόνων, όπως προέβλεπε το
παγκόσμιο πρωτόκολλο ανθρώπινων δικαιωμάτων, έστειλε ταχυδρομικώς σε χρώμα μπλε τον «Μιχάλη», εφ’ όσον και όταν
εκείνη επιθυμούσε να τον χρησιμοποιήσει.
Ας μη το άφηνε άλλο… ανεκμετάλλευτο! Είχε έρθει η ώρα! Με
μια γουλιά νεράκι να συνοδεύσει ευχάριστα το μπλε χαπάκι στον οισοφάγο,
ακούμπησε το δαχτυλίδι στο κουτί του και αφού έστειλε μια ματιά τριγύρω σαν
τελευταία καληνύχτα, προκάλεσε το τσαφ του διακόπτη του πορτατίφ μ’ένα χτύπημα
των δαχτύλων της, διώχνοντας ως
τελευταία της εντολή κάθε φωτεινότητα του δωματίου.
Η Μάρθα με δύο-τρία ελαφρά στην αρχή χτυπήματα, γυρίζει
το πόμολο της πόρτας και καλημερίζει με κέφι την κυρία της.
-Καλημέρα αγαπημένη
μας! Χρόνια Πολλά , γερή και δυνατή πάντα μαζί μας!
Φώναξε και
τράβηξε τις κουρτίνες του παραθύρου να την ξυπνήσει, το φως που πάντα
αναζητούσε και χαιρόταν. Τίποτα όμως
σήμερα… Ούτε ο αναζωογονητικός ανοιξιάτικος ήλιος, που πλημμύρισε τα σεντόνια
της, δεν μπόρεσε να κάνει την γερόντισσα
να αφήσει τον κόσμο των αιώνιων
ονείρων.Η Μάρθα σκύβει το αυτί κοντά στο ασάλευτο πρόσωπο της κυρίας της,
μήπως και διακρίνει μικρή ανάσα, ένα σημείο ζωής. Μάταια…
Η Μάρθα είναι
σίγουρη πια, πως η αγαπημένη της κυρία είχε από ώρες ταξιδέψει… παρ’ όλα αυτά ψάχνει στα
συρτάρια τον μίνι παλμογράφο, μήπως αυτός καταφέρει ν’ ανιχνεύσει ασθενικούς
παλμούς.
Ένας παιχνιδιάρικος ιριδισμός δίπλα στο κομονδίνο τραβά την ματιά της
Μάρθας πάνω στο ανοιχτό κουτάκι με το διαμαντένιο δαχτυλίδι και την καρτούλα
. .… Διαβάζει δυνατά την
τελευταία επιθυμία:
«Στην πολυγραφέστερη..!»
ΤΕΛΟΣ
12 σχόλια:
Επιγραμματικά:
1. Από την πρώτη σελίδα τραβάει αμέσως το ενδιαφέρον.
2. Δεν πλατειάζει με γεμίσματα, άρα δεν κουράζει.
3. Οι ιστορικές πληροφορίες, έγκυρες όλες, δένουν αρμονικά με τη διήγηση και ενισχύουν την ατμόσφαιρα στην οποία δρουν τα πρόσωπα.
4. Ο επίλογος ευρηματικός, και επισφραγίζει το όμορφο αίσθημα που έχεις ήδη, καθώς τελειώνουν οι σελίδες.
Ένα ευχάριστο βιβλίο αλλά και χρήσιμο για όσους δεν έχουν εντρυφήσει στη σύγχρονη ιστορία μας.
Να είσαι καλά, αγαπητή μου Καρυάτιδα.
@Aρης Άλμπης: Ευχαριστώ πολύ για την τεκμηριωμένη κριτική σου, παλιέ, καλέ μου φίλε. Εσύ νάσαι καλά να μας χαρίζεις τους ωραίους και κατανοητούς στίχους σου! Και τονίζω την λέξη κατανοητούς, γιατί θεωρώ ότι η ποίηση πρώτα ως μέσον επικοινωνίας και μετά ως ξελάφρωμα και απόσταγμα ψυχής του ποιητή οφείλει να είναι κατανοητή για τους πολλούς και όχι για τους λίγους! Να μη γράφεται μόνο για κάποια ελίτ, ή για κάποιους κουλτουριάρηδες του σαλονιού αλλά και για μένα… και για σένα… και για τον άλλο και για τον παραπέρα! Διαφορετικά μειώνει την μαγευτική απόλαυση και ξεκούραση που χαρίζει!
άει μωρε Κάρυ με συγκίνησες για άλλη μια φορά..είναι υπέροχο!!! στο σύνολό του υπέροχο!!! δεν έχω λόγια ειλικρινά...έχεις τον τρόπο με την πένα σου να μας κερδίζεις απόλυτα!!! το περίμενα απ την αρχή πως θα μας καταπλήξεις το χα πει, το χα δηλώσει..καλή συνέχεια φιλενάδα!!!
@oneiremata:Eυχαριστώ Ονειρέματα, με χαροποίησες που σου άρεσε...αλλά όπως βλέπεις δεν συγκινούνται πολλοί! Οι περισσότεροι πλέον βαριούνται να διαβάζουν.
Φιλιά πολλά επίσης.
Η επιτυχία για μένα έγκειται στο ότι όταν τελείωνε μία ανάρτηση, ήθελα να διαβάσω κάθε φορά τα επόμενα κεφάλαια. Και το ότι στεναχωρέθηκα που τελείωσε!:)
Κι αυτό, παρόλο που δεν έχω συνηθίσει να διαβάζω ένα βιβλίο ηλεκτρονικά, το απολαμβάνω διαφορετικά όταν το κρατώ.
Επίσης μου άρεσε που παρέθετες τόσες πληροφορίες για τα συμβαίνοντα χρονικά γύρω και παράλληλα με την ίδια την ιστορία της οικογένειας. Σίγουρα πολύς κόπος.
Και το τέλος αναπάντεχο!
Από καρδιάς εύχομαι καλή τύχη στο βιβλίο!!
φιλιά σε σένα και στο Μαμούνι και καλό μήνα!
υγ. να εκτιμήσω ότι διαλέχτηκες εσύ για να κρατήσεις ένα διαμαντένιο οικογενειακό δαχτυλίδι- κειμήλιο; :)
Kαλημέρα στην καλή μου Άστρια.
Ευχαριστώ για την θετική κριτική σου στο πρώτο μου επιχείρημα να γράψω μία νουβέλα. Χάρηκα ιδιαίτερα που την ευχαριστήθηκες παρ'όλο που την διάβαζες ηλεκτρονικά...
Σου ξέφυγε όμως μια βασική λεπτομέρεια διαβάζοντας τον επίλογο, ο οποίος συνδέεται με την εισαγωγή. Το τελευταίο κεφάλαιο, περιλαμβάνει μία πολύ σημαντική ημερομηνία. Απρίλιος 2067. Μελλοντική ημερομηνία! Η γερόντισσα με το απρόσμενο τέλος είναι η αφηγήτρια της ιστορίας και όχι η ηρωίδα. Η αφήγηση της ζωής της ηρωίδας τερματίζει στο 19ο κεφάλαιο. Επομένως η διάδοχος του δαχτυλιδιού ακόμη δεν έχει έρθει στον κόσμο μας! ;)
Σ'ευχαριστώ πολύ για την συμμετοχή σου στα σχόλια.
Κάρυ μου, μα βεβαίως είδα την ημερομηνία και πόσο μάλλον και τον τρόπο με το χάπι που έφυγε, γι' αυτό σου έγραψα για αναπάντεχο τέλος. Αλλιώς, αν δεν το είχα προσέξει, θα αδικούσα εντελώς το βιβλίο!
Το ερώτημα ήταν για την τυχόν κατέχουσα το δαχτυλίδι σήμερα:)
Σε φιλώ
Α...τότε δεν κατάλαβα εγώ την ερώτηση. Η σημερινή κατέχουσα του δαχτυλιδιού, είμαι πράγματι εγώ. ;)
Πολλά φιλιά κι'από μένα.
@Giancarlo ευχαριστώ, πέρασα όμορφα κι'αυτό το Καλοκαιράκι κοντά στα νερά της Ελλάδας. Ελπίζω παρόμοια να πέρασες και συ....
https://www.youtube.com/watch?v=zdBmzwV4RiU
Καρυ μου καλημερα!
Καλως ορισες στη μπλοκοσφαιρα εχω καιρο να σε δω!
Μα τι ομορφα που γραφεις! Με εναν ολοδικο σου τροπο! Τι να πω... δεν μπορω να πω τιποτα! Απλως απολαμβανω!
Φιλακια πολλα!
@EKΦΡΑΣΟΥ:Γειά σου παλιά μου φίλη! Χαίρομαι κι'εγώ που σε ξαναβλέπω και ακόμα περισσότερο που ευχαριστήθηκες το πρωτόλειο διήγημά μου.
Το δημοσίευσα εδώ πριν ένα χρόνο περίπου...
Επίσης σε φιλώ!
Δημοσίευση σχολίου