bilsot - AMATEUR PHOTOGRAPHER - ...Λείπει μια Καρυάτιδα! Μα εμείς θα την φέρουμε πίσω!

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Ο Παρισινός,ο Μινόρες (κεφ.6,7,8)

                                                               Ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.6    Το  όνειρο βγήκε αληθινό
Απ’ όταν έχασα τον πατέρα μου, ένιωθα πως είχα κάποιον φύλακα άγγελο να με προστατεύει. ΄Ηταν ένα συναίσθημα πολύ έντονο και έρχονταν στις πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής μου να με βοηθήσει.Θα πρέπει ακόμη να πω,  πως πολύ συχνά έβλεπα στον ύπνο μου την φιγούρα ενός μικροκαμωμένου γεροντάκου που στο κεφάλι του φορούσε έναν σκούφο από φύλλα φοίνικα και τα ρούχα του ήταν μακριά και πολύ φτωχικά.Είχε όψη καλογέρου. Τόπα κάποια στιγμή στην μάναμ’ ότι στο ύπνο μου συχνά βλέπω έναν γέροντα που έχει αυτή την όψη και μου μιλά.   Πάντα όσα μου λέει, ηρεμούν και ευχαριστούν την ψυχή μου. Τότε εκείνη έφερε ένα παλιό χοντρό βιβλίο με δερμάτινο εξώφυλλο που κρατούσε με την Αγία Γραφή στα εικονίσματα της. Της το είχε φέρει ο πατέρας μου και περιείχε όλες τις μορφές των Αγίων. Μέσα σ’αυτό το βιβλίο αναγνώρισα την εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. 
 Έτσι εκείνο το βράδυ, στην Γαλλία  που χίλιες σκέψεις βασάνιζαν εμένα και τον Γιάννη, ήρθε ξανά στο ύπνο μου ο Άγιος και μου είπε εμπιστευτικά με ολοκάθαρη φωνή: «Mαρία, μη φοβάσαι!  Θα γυρίσεις πίσω με τον άνδρα σου στην πατρίδα, ο οποίος θα ντυθεί μεν στο χακί αλλά στο μέτωπο δεν θα πάει να πολεμήσει! Θα γεννήσεις ένα  πολύ όμορφο και υγιές αγοράκι και θα συνεχίσετε την ζωή σας ευτυχισμένοι!» Δεν χρειαζόμουν καμία άλλη διαβεβαίωση. Την άλλη μέρα κιόλας είπα στον Γιάννη να τα μαζεύουμε και να φεύγουμε! Δεν είπε κουβέντα ο άμοιρος!  Εκτελούσε τις επιθυμίες μου κατά πως του έλεγα, χωρίς δυστροπίες και φωνές.Την τελευταία μέρα που ήταν να αναχωρήσουμε,  έχοντας τακτοποιήσει και πακετάρει όλα τα υπάρχοντά μας, ο Γιάννης έφυγε για λίγο όπως μου είπε να τελέψει μία δουλειά που είχε ξεχασμένη. Δεν άργησε πολύ…σε μία ώρα ήταν πίσω κρατώντας ένα μικρό κουτάκι από ένα εργαστήριο χρυσοποιίας.
Το άνοιξα και είδα στο εσωτερικό του δυο υπέροχα κρεμαστά σκουλαρίκια, που στο καθένα  ήταν καρφωμένα και στραφτάλιζαν τρία μικρά διαμαντάκια  και στο τελείωμά τους, ένα περίτεχνο δέσιμο κρατούσε ένα τέταρτο διπλό στο μέγεθος από τα υπόλοιπα τρία, διαμάντι!
Κάτι πήγα να παραπονεθώ για την σπάταλη αγορά που έκανε, τώρα που χρειαζόμασταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά χρήματα, μα δεν άφησε να ολοκληρώσω την πρόταση:«Aυτά Μαρία μου, θα τα κρατήσεις ως δώρο από μένα που δεν ξέρω τι θα απογίνω τώρα που γυρίζουμε πίσω στην Ελλάδα, για να σου θυμίζουν τις ημέρες της αγάπης και της ευτυχίας που ζήσαμε αυτά τα δυόμιση χρόνια στο Παρίσι.»
Αυτή η εικόνα δεν θα σβηστεί ποτέ από την μνήμη μου. Την έχω ακόμα ζωντανή και την θωρώ να με κρατά  τρυφερά αγκαλιά μπροστά στο παραθύρι της μικρής κάμαρης, φορώντας μου τα διαμαντένια σκουλαρίκια, ενώ ακούγονταν γαλλικές μελωδίες από ένα γραμμόφωνο που έπαιζε στο διπλανό διαμέρισμα του κτιρίου…
Ο Μάιος του 1916, μας βρήκε στην Αθήνα.                                                                       

Πιάσαμε ένα μικρό σπιτάκι κάπου κοντά στα παντρεμενάδικα ή αλλιώς Μετς.  Πολύ κοντά στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής.  Μια  ωραία περιοχή των Αθηνών, με πολλές ωραίες επαύλεις και ένα καφέ-αμάν που είχε σαντούρια βιολιά, κιθάρες και κοντραμπάσα. Ότι δηλαδή ευχαριστούσε και εξιτάριζε τον Γιάννη μου!
Ήμουν πια στον μήνα μου… και ο Γιάννης θεώρησε σωστό ότι έπρεπε να μείνουμε στην πρωτεύουσα και να γεννήσω εκεί το παιδί. Μήνυσα και στην μάνα μ’, η οποία ήρθε από τον Βόλο και εγκαταστάθηκε μαζί μας. Στο τέλος του μήνα, 18 του Μάη θαρρώ πως ήταν όταν ήρθε στον κόσμο το πρώτο μας παιδί. Ήταν ένα όμορφο και στρουμπουλό αγοράκι, κατά πως το είχε προβλέψει ο Άγιος Σπυρίδωνας στο όνειρό μου. Τον βαφτίσαμε στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής και του δώσαμε το όνομα Σπυρίδων προς τιμήν του Αγίου! Η  θεία του όμως πρόβλεψη δεν είχε ολοκληρωθεί. Τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς, η Ελλάδα μπήκε στο πόλεμο. Ο Γιάννης επιστρατεύτηκε και έφυγε έχοντας πάντα μαζί  την ραπτομηχανή του. Αυτό στάθηκε πολύ σημαντικό γεγονός, γιατί όταν κατατάχθηκε στον στρατό δεν τον έστειλαν μαζί με άλλους 300.000 στρατιώτες στην Μακεδονία στο μέτωπο, στο πλευρό των αγγλογαλλικών στρατευμάτων, παρά τον κράτησαν στα μετόπισθεν για να ράβει στρατιωτικές στολές.  Πήγε όμως ο κουνιάδος μου ο Παντελής και πολέμησε, έλαβε μέρος μάλιστα και στην Μάχη του Σκρά.
Ήταν στην μεραρχία Αρχιπελάγους, που είχε και τις περισσότερες απώλειες! Ευτυχώς όμως, ο Παντελής δεν ήταν ανάμεσα στους νεκρούς και τους δεκάδες τραυματίες. Γύρισε πίσω γερός και δυνατός!
Την χρονιά εκείνη Μάιος πάλι ήταν, του 1918, γέννησα το δεύτερο παιδί μου, που αυτή την φορά ήταν κορίτσι! Ήταν η χρονιά που έκανε την εμφάνισή της στην χώρα η Ισπανική γρίππη. Το πόσο φοβόμουν για το νεογέννητο δεν λέγεται! Γι’αυτό και όταν ήρθαν στο σπίτι μας φίλοι και συγγενείς από τον Βόλο για τα βαφτίσια της φρόντισα να τους φιλοξενήσω σε σπίτια γειτόνων που στο εντωμεταξύ είχαμε γνωρίσει και όχι στο δικό μας. Θυμάμαι πως λόγω της γριπποφοβίας είχαν κλείσει θέατρα, κέντρα, καπνοεργοστάσια και γενικώς χώροι όπου συγχρωτίζονταν πολύ κόσμος. Τα βαφτίσια βέβαια έγιναν και η μπέμπα πήρε το όνομα της πεθεράς μου της Καλλιόπης, μαζί με ένα δεύτερο που της χάρισε ο νονός της, μακρινός θείος της μάνας μου. Την είπε και Αικατερίνη!
Ποια λέγανε Αικατερίνη και ο μπάρμπας θυμήθηκε να την μνημονεύσει, ποτέ δεν μάθαμε. Το Καλλιοπάκι μας όμως  μπορεί να το φωνάζαμε με το όνομα της γιαγιάς της μα το γιορτάζαμε πάντα της Αγίας Αικατερίνης!
Ενώ ο Γιάννης παρέμενε στο στρατό και είχε ολοκληρώσει τα δύο χρόνια, εγώ είχα πιάσει δουλειά  στην οδό Αθηνάς, στον μεγάλο οίκο μόδας της Ζαν-Ματίς.
Όλες οι ωραίες Αθηναίες και κυρίες της ανώτατης κοινωνικής τάξης  οι οποίες συναγωνίζονταν μεταξύ τους σε χάρη στα περίφημα κυνήγια της Αλεπούς στους έφιππους περιπάτους τους κάτω από τις ακακίες και τις πιπεριές των λεωφόρων Κηφισσίας και Β.Σοφίας καθώς και στις συγκεντρώσεις τους στο Τατόι, με την βασιλική οικογένεια, ήταν πελάτισσες της Ζαν. Και ποια δεν πέρασε από κει…κυρίες της αυλής και των πρεσβειών, η κ. Σούτσου, η κ. Μαυροκορδάτου, η κ. Καραπάνου, Μαξίμου, Τσιριμώκου, Σταθάτου, Ριανκούρ…και πόσες ακόμα που δεν θυμούμαι πια τα ονόματά τους, όλες δοκίμασαν ή φόρεσαν κρεασιόν του οίκου στο οποίο δούλευα ασταμάτητα, χωρίς ωράρια νύχτα-μέρα που λένε!
Ότι σχέδιο εκδιδόταν στο Παρίσι θα το  πρωτοσυναντούσες στο ατελιέ της Ζαν. Θυμάμαι τα υπέροχα υφάσματα που παραγγέλνονταν και έφταναν στα χέρια μας, βαρύτιμες δαντέλες για βραδινές τουαλέτες, πολύχρωμα σκωτσέζικα υφάσματα γίνονταν πανέμορφα φορέματα με άσπρους γιακάδες, πανάκριβα μεταξωτά, σε χρώματα μελιτζανί και κρεμμυδί, μεταλλάσσονταν σε θείες δημιουργίες και έντυναν τις πρώτες κυρίες της Αθήνας, σύμφωνα με τις τελευταίες προσταγές της μόδας.
Προσελήφθηκα ως υπεύθυνη στο τομέα των μπούστων και κορσέδων. Έτσι τα είχαν τότε…ένα φόρεμα ραβόταν κομμάτι-κομμάτι! Όχι όπως σήμερα που βγαίνουν όλα μια κοψιά! Ετοιματζίδικα, φτηνιάρικα ρούχα…πφ!  Καμμία σχέση με κείνα που ράβαμε εμείς! Οι γνώσεις που είχα αποκτήσει στο Παρίσι κοντά στην μαντμουαζέλ Κλωντίλντ, στάθηκαν καθοριστικές για το υπεύθυνο πόστο που με πήραν. Κάτω από την επίβλεψή μου είχα δέκα κορίτσια! Όλες και όλες θα πρέπει να ήμασταν γύρω στις ογδόντα μοδίστρες, χώρια τις κεντήστρες που θα πρέπει να έφταναν τις δέκα. Μεγάλη επιχείρηση ο οίκος αυτός ο οποίος έκλεισε αργότερα με την κήρυξη του πολέμου το’40.Όπως φαντάζεσαι η βοήθεια της μητέρας μου, στο μεγάλωμα του Σπυράκου και της Καλλιοπίτσας, εφ’όσον εγώ δούλευα, στάθηκε πολύτιμη και επέτρεψε έτσι να συνεισφέρω ουσιαστικά στο οικογενειακό εισόδημα με ένα αρκετά υπολογίσιμο μεροκάματο για κείνη την εποχή.
΄Ετσι περνούσαν τα χρόνια μας στην Αθήνα, ο Γιάννης πηγαινοερχόταν σπίτι-στρατό-στρατό-σπίτι και ΄γω πάντα στον οίκο μόδας της Ζαν.Μια μέρα έρχεται χαρούμενος από το στρατόπεδο που βρίσκονταν τότε στη σημερινή σχολή Ευελπίδων (σημερινά δικαστήρια), στο σπίτι και μου αναγγέλλει πως έδωσε μία προκαταβολή από τα χρήματα που είχαμε στην άκρη, και αγόρασε ένα οικόπεδο του ενός στρέμματος σε μια συνοικία των Αθηνών που την άκουγα για πρώτη φορά. Την έλεγαν Κυψέλη και ήταν κάτω από τους πρόποδες των Τουρκοβουνίων. Σε μένα δεν άρεσε αυτή η πρωτοβουλία του, και παραπονέθηκα πως δεν με λάμβανε ποτέ υπόψιν και ότι έπαιρνε τις αποφάσεις μοναχός του! Θέλαμε βέβαια να αγοράσουμε ένα σπιτάκι να βάλουμε  ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, αλλά ακόμα τα οικονομικά μας δεν ήταν ικανοποιητικά για μεγάλες αγορές.  Δεν είχε απολυθεί ακόμα από τον Στρατό. Βέβαια δεν άργησε  νάρθει η απόλυσή του, μέσα σε δύο μήνες πέταξε τα στρατιωτικά και έπιασε δουλειά σε ένα  παντελονάδικο στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή του ζήτησα να με πάρει να μου δείξει το οικόπεδο που είχε αγοράσει στην Κυψέλη. Με παίρνει το λοιπόν και με ανεβάζει πάνω σε κάτι κατσάβραχα που μόνο λύκοι κατέβαιναν από το βουνό! «Ορίστε το οικοπεδό μας», μου λέει και μου δείχνει ένα στρέμμα κοτρώνες!
«Τι είναι αυτό? Χάθηκε Χριστιανέ μου να πας μέχρι τους Αμπελόκηπους να πάρεις ένα μικρότερο κομμάτι Γης που πουλιέται για ανθρώπους και όχι για τσακάλια?  
Εκεί πάνω, τους ανέβαζαν βλέπεις με τον στρατό και έκαναν ασκήσεις, χάθηκε το μάτι του Γιάννη στην θέα που είδε από κει ψηλά, την Αθήνα και το Φάληρο στα πόδια του και όταν το μάτι  του έπεσε σε μια ταμπέλα που έγραφε πωλείται,σου λέει εδώ είμαστε!  Θα αγοράσω ένα οικόπεδο με θέα και σε πολύ οικονομική τιμή. Φύγαμε κακήν κακώς, χιλιομαλωμένοι!
Εκείνη την εποχή η πολιτική κατάσταση στην Αθήνα ήταν πολύ ταραγμένη. Σάμπως ήταν και ποτέ ήσυχη? Μία δολοφονία και ένας αναπάντεχος θάνατος είχαν κάνει την Αθήνα άνω-κάτω!  Τον Ιούλιο του 1920 ο Ίωνας Δραγούμης πέφτει νεκρός σύμφωνα με όλες τις φήμες από Βενιζελικές σφαίρες.
Τον Σεπτέμβρη, προκηρύσσονται εκλογές και τον Οκτώβρη πεθαίνει ο βασιλιάς Αλέξανδρος από σηψαιμία αφού τον δάγκωσε μία μαϊμού στον Βασιλικό κήπο. Τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου χάνει κατά κράτος τις εκλογές ο Βενιζέλος και επιστρέφει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Και μέσα σ’όλη αυτή την κοινωνική και πολιτική ταραχή που φέρνει άστατες οικονομικές συνέπειες, εγώ μένω πάλι έγκυος στο τρίτο μου παιδί!
Η Αθήνα πλέον δεν μπορεί να μας κρατήσει άλλο και παίρνουμε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω στο Βόλο!          

Ο Παρισινός, Ο Μινόρες

Κεφ 7 Λίγο πριν… την Μικρασιατική καταστροφή

Φύγαμε από την Αθήνα λίγο μετά τις εκλογές που ανέτρεψαν τον Βενιζέλο και τα φιλόδοξα σχέδιά του.
Στον χάρτη της Ελλάδας, μετά την συνθήκη των Σεβρών που υπογράφηκε στην Γαλλία, είχαν προστεθεί η δυτική και ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος καθώς και όλα τα υπόλοιπα νησιά του Βόρειου και κεντρικού Αιγαίου, πλην των Δωδεκανήσων. Η μεγάλη Ιδέα της Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών, είχε αρχίσει να υλοποιείται.
Ο λαός όμως είχε κουραστεί πολύ! Με τους συνεχείς πολέμους  (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄παγκόσμιος πόλεμος, Ελληνοτουρκικός πόλεμος) δεν προλάβαινε να σηκώσει κεφάλι! Να σκεφτείς πως τα πεθερικά μου, τα δυο τους παιδιά  Παντελή και Θόδωρο έκαναν κοντά τέσσερα χρόνια να τα δουν.                                           Συνέχεια βρίσκονταν στο μέτωπο και πολεμούσαν! Πόσα να αντέξει πια αυτός ο άμοιρος λαός?
Έτσι ο Λευτεράκης μετά από μία απόπειρα δολοφονίας του  από βασιλόφρονες αξιωματικούς στην Λυών της Γαλλίας όπου βρίσκονταν, χάνει τις εκλογές τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου! Η φτώχεια και η κακομοιριά εξαθλίωνε τον κοσμάκη και η  επάνοδος του Βασιλιά φάνηκε στον λαό ότι ήρθε, αλλοίμονο… σαν δικαίωση!
Μέσα σ’αυτόν το ορυμαγδό των γεγονότων, εμείς επιστρέφουμε όπως σου είπα στους συγγενείς μας στον Βόλο. Το σπίτι μας που είχαμε από τον Φάκα, τελικώς πουλήθηκε από την μητέρα μου και έτσι νοικιάσαμε μια μικρή μονοκατοικία κοντά στα πεθερικά μου στον Άνω Βόλο.Εκεί τον Γενάρη του 1921 έφερα στον κόσμο τον δεύτερο γιό μου, που του χαρίσαμε το όνομα του πεθερού μου!
Ίσως γι’αυτό μου βγήκε λίγο τζαναμπέτης ο Νικολός μου, γιατί γεννήθηκε σε εποχή δύσκολη και ανατρεπτική!
Ο Γιάννης εκείνη την εποχή επισκεπτόταν πολύ συχνά το νησί μου την Σκιάθο. Είχε φυτέψει στα βοσκοτόπια των Κουκουναριών, που είχα κληρονομήσει από την γιαγιά μου την Παπαγεωργίου-η μοναδική περιουσία που γλύτωσε από την επιδρομή του Φάκα- κάμποσα κλήματα.
Όμως όπως σου είπα, οι Κουκουναριές τότε ήταν ακόμα βοσκοτόπια.
Πού να φανταζόταν κανείς την τροπή που θα έπαιρναν τα πράγματα  και την σημερινή τουριστική τους εξέλιξη.
Οι τσομπαναραίοι λοιπόν, άφηναν τα πρόβατά τους ελεύθερα και αυτά έμπαιναν στα χωράφια και κατέτρωγαν τα κλήματα που είχε φυτέψει ο Γιάννης.
Αυτό στάθηκε σοβαρή αιτία για να ανοίξει ένας πόλεμος μεταξύ Γιάννη και τσομπάνων, που συνεχίστηκε στις δικαστικές αίθουσες. Ο Γιάννης δικαιωνόταν, όμως αυτοί δεν υπάκουαν στις δικαστικές αποφάσεις  που έβγαιναν εναντίον τους, θεωρούσαν τον άντρα μου ξενομερίτη και συνέχιζαν να βόσκουν τα πρόβατά τους στα αμπέλια μας καταστρέφοντας  ό,τι  εκείνος φύτευε με κόπο και πολλά έξοδα! Μία, δύο ,τρείς δεν άντεχα άλλο αυτή την κατάσταση οπότε του ζήτησα να τα πουλήσει! Εκείνος ήταν ανένδοτος! Είχε πεισμώσει με την κόντρα που είχε ανοίξει με τους τσομπαναραίους και υποστήριζε με θέρμη πως την Γη δεν πρέπει ποτέ να την πουλάμε γιατί είναι ο μοναδικός θησαυρός!
-Μα δεν έχουν καμία αξία τα χωράφια αυτά, εναντιωνόμουν εγώ.
-Δεν έχουν σήμερα , επέμενε εκείνος, αύριο όμως? Πόσο δίκιο είχε ο καϋμένος!
Για δες τι αξία έχει πάρει σήμερα όλη αυτή η περιοχή! Ολόκληρη η πλαγιά που εκτείνεται πίσω από την μακριά  παραλία ήταν  δικά μας χωράφια!  Ανένδοτη εγώ!
-Πούλα τα να ησυχάσουμε, του φώναζα.   Δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση!
Στην Σκιάθο δεν πρόκειται να πάω ποτέ ξανά. Η ζωή μας πλέον είναι στο Βόλο και στον Βόλο πρέπει να αγοράσουμε ένα σπίτι να βάλουμε μέσα τα παιδιά μας!
Από δω τον είχα, από κει τον έφερνα, με διαφωνίες και έντονους διαπληκτισμούς τον έπεισα στο τέλος και  αγανακτισμένος πλέον με όλη την υπόθεση τα πούλησε όλα! Ανοικτή ήταν η ώρα που τον βεβαίωνα πως ποτέ δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσω στο νησί μου! Τόπα και τόκανα! Τελευταία φορά που το επισκέφθηκα ήταν λίγο πριν φύγω νιόπαντρη για το Παρίσι.
Επέμενε η μάνα μου να πάμε για ένα Σαββατοκύριακο, προκειμένου να επισκεφτούμε την μικρή της ξαδέλφη την Πανταρώταινα, η οποία είχε  γεννήσει  μετά από πολλές δυσκολίες και ύστερα από δυο γέννες κοριτσιών, το πολυπόθητο, για την οικογένεια, Υιό!
Θυμoύμαι πως είχα πλέξει και κάτι πανέμορφα γαλαζοπράσινα καλτσο-παπουτσάκια δώρο στο νεογέννητο.
Όταν πήρα αγκαλιά το βρέφος, θυμάμαι πως όλοι μου εύχονταν γρήγορα και με ένα δικό μου! Πού να ήξερα τότε, ότι στην αγκαλιά μου κρατούσα τον μελλοντικό γαμπρό μου, άντρα της μεγαλύτερης κόρης μου! Αλήθεια πόσα παιχνίδια μας σκαρώνει αυτή η άτιμη ζωή…
Με τα χρήματα από την πώληση των χωραφιών, καταφέραμε και αγοράσαμε  μία πολύ όμορφη μονοκατοικία σε καλό, κεντρικό σημείο του Βόλου, στην οδό Κωνσταντά, κάτω απ’την Φραγκοκλησσιά.


Ήταν μία υπερυψωμένη κατοικία, με ένα μεγάλο κήπο μπροστά.
Η είσοδος του σπιτιού μας ερχόταν μέσα από τον κήπο, είχε μια μεγάλη σαλοτραπεζαρία, δύο ευρύχωρα δωμάτια και το μπάνιο με την κουζίνα.Από την πίσω πλευρά του σπιτιού που έβλεπε στον κάτω δρόμο προς την πλευρά της Αναλήψεως, υπήρχε ένα τρίτο δωμάτιο με την κουζινούλα του, ανεξάρτητο από το υπόλοιπο σπίτι το οποίο και νοικιάζαμε. Κάτω από το κυρίως σπίτι υπήρχε μεγάλος ημιυπόγειος χώρος που τον χτίσαμε και φτιάξαμε δύο εργαστήρια ένα για μένα και ένα για τον Γιάννη καθώς και μία δεύτερη γκαρσονιέρα ώστε να στεγαστεί σ’αυτήν  η μητέρα μου.
Όλα έβλεπαν με μικρά παραθυράκια προς την μεριά του κήπου. Αυτό το όμορφο σπιτάκι στέγασε ολόκληρη την οικογένειά μας, την δουλειά μας αλλά κυρίως την ευτυχία μας!Εκεί ζήσαμε πολλές οικογενειακές στιγμές πραγματικής ευτυχίας!
Οι δουλειές μας, παρ’όλη την φτώχεια και την δυστυχία που βασάνιζε τον κοσμάκη και όλο τον προσφυγόκοσμο της Μικρασιατικής καταστροφής του ’22 που ήρθε και κονιάκεσε στο Βόλο, είχαν στρώσει ανέλπιστα καλά!
Ο Γιάννης είχε γίνει ένας πολύ καλός και γνωστός ράφτης του Βόλου.
Εγώ επίσης είχα καταφέρει να αποκτήσω πελάτισσες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια  που οι σύζυγοί τους κυρίως ασχολούνταν με το εμπόριο.
Η μάνα μ’ βράχος ακλόνητος δίπλα μας, φρόντιζε τα τρία παιδιά μου.
Ο μεγαλύτερος ο Σπυράκος μου είχε γίνει πια σωστό αντράκι!΄Εφτασε στην ηλικία να πάει σχολειό! Όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο έφερνε στον πατέρα του. Είχε πάρει το ύψος και το όμορφο παράστημά του!Από πίσω…ερχόταν και το Καλλιοπάκι που κι’αυτό μεγάλωνε μα δεν έδειχνε ότι θα μοιάσει του πατέρα της, μικροκαμωμένο φαινόταν από τότε  πως θα γίνει σαν κι’εμένα. Ο Νίκος ακόμα ήταν βρέφος.
Η ζωή μας τότε θα πρέπει να σου πω πως δεν ήταν μόνο δουλειά, παιδιά και τίποτα άλλο. Μπορεί βέβαια να μη είχαμε την μεγάλη άνεση αλλά τα κουτσοπορεύαμε μια χαρά!Οι φίλοι του Γιάννη και τα αδέλφια του που  έμεναν πολύ κοντά  στο δικό μας σπίτι συγκεντρώνονταν σχεδόν κάθε Σαββατόβραδο οπότε μεταξύ κρασιού και αχλαδιού που λένε… ο Γιάννης έπιανε το τραγούδι μαζί με δυο-τρία φιλαράκια του πιστά, που είχε από παιδί και η μικρή συνεύρεση των φίλων κατέληγε σε τρικούβερτο μέχρι πρωίας γλέντι!Ο ένας φώναζε τον άλλον και τελικώς η γειτονιά ολάκερη μαζεύονταν στου Μινόρε το σπίτι που δεν ξέμενε ποτέ από μεζέδες τσίπουρα και τραγούδια!
Μετά από ένα από ‘κείνα τα αξέχαστα και απροσχεδίαστα γλέντια, έχοντας η διάθεσή μας ανέβει στα ύψη…μένω πάλι έγκυος!Ανήμερα της Παναγίας του 1925, μας ήρθε το Λενιώ μου όμορφο, χαρούμενο, όπως ακριβώς ήταν και τα γλέντια μας! Έτσι τώρα είχε συμπληρωθεί το καρέ!  Δύο αγόρια, δύο κορίτσια ήταν ό,τι έπρεπε! Άλλο παιδί δεν ήθελα να κάνω!Έως εδώ! Φτάνουν και περισσεύουν τα τέσσερα!
Συμφωνούσε με τον αριθμό των παιδιών μου και η Μαρίκα η Σμυρνιά.
"Έως εδώ, Μαρία, μου έλεγε…δεν χρειάζεται σ’ούλη την ζωή σου, κοκόνα μου να γεννοβολάς παιδιά!» Το Μαρικάκι έμενε λίγο παραπάνω απ’εμάς. Πρόσφυγας από την καμένη Σμύρνη μας ήρθε αλλά αυτή δεν έμεινε στα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας. Είχε τον αδελφό του άντρα της στον Βόλο,ο οποίος μαζί με την οικογένειά του, στάθηκαν πολύ στην Μαρίκα και τα παιδιά της. Το άντρα της τον  είχε χάσει  από τον Αύγουστο του ΄21 στην μάχη του Σαγγάριου, στα βάθη της Ασίας!
Το Μαρικάκι λοιπόν, μπορεί να έμεινε χήρα με δυο μικρά παιδιά από τα είκοσι οκτώ της χρόνια, όμως την ζωή δεν την απαρνήθηκε. Γεμάτο ζωντάνια και ομορφιά, την άρπαξε και πάλι από την αρχή, από τα κέρατα που λένε και έγινε η πρώτη ζαχαροπλάστης του Βόλου!
Έφτιαχνε θεσπέσια γλυκά και αυτό το ταλέντο δεν το άφησε ανεκμετάλλευτο Αργότερα-πολύ αργότερα καλοπαντρεύτηκε για δεύτερη φορά και ο σύζυγος της άνοιξε στην Ερμού μεγάλο ζαχαροπλαστείο  ονομαστό για τα γαλακτομπούρεκά του: “Το Πολίτικο
To σκερτσόζικο λοιπόν Μαρικάκι ερχόταν συχνά σπίτι μας και μας βοηθούσε να φτιάχνουμε γλυκά του κουταλιού και λικέρ ποτά! Δεν τον προλαβαίναμε τον Γιάννη μου! Να σκεφτείς ότι σηκωνόταν τα ξημερώματα, πήγαινε στο ντουλάπι του μπουφέ που είχαμε στη σάλα μας και κατέβαζε στην καθισιά του το μισό βάζο σταφύλι που φτιάχναμε με την μάνα μ’ και το Μαρικάκι! Άσε κείνα τα μπουκάλια με το λικέρ βύσσινο, που τα κατέβαζε ποτηράκι-ποτηράκι και πολλές φορές, ξέμενα και δεν είχα τι να τρατάρω τον κόσμο που μπαινόβγαινε κάθε λίγο και λιγάκι στο σπίτι μας!
-Αμάν Χριστιανέ μου του φώναζα, κάνε και λίγο «κράτει» από ζάκχαρο θα πας με τόσα γλυκά που τρως!
-Δεν φταίω εγώ, μου απαντούσε πονηρά, οι συνταγές της Μαρίκας φταίνε και μου ‘σκαγε ένα φιλί στο μάγουλο, πολλές φορές μπροστά στα μάτια της μάνας μ’ και της Μαρίκας! Γινόμουν τότε εγώ από την ντροπή μου πιο κόκκινη από το λικέρ του βύσσινου που κατέβαζε εκείνος!
Όλοι λοιπόν συμφωνούσαμε πως έφταναν τα τέσσερα παιδιά που είχα κάνει. Όλοι… δηλαδή εγώ, η μάνα μ’, η Μαρίκα, εκείνος όμως που δεν έλεγε να συμφωνήσει ήταν ο Παρισινός μου.Είχε πάρει φόρα που λένε και πάνω στο εξάμηνο μ’αφήνει πάλι έγκυο!
Πολλά τα στόματα… είχαν αρχίσει να ζορίζουν πάλι οι καιροί, τα  οικονομικά  του κοσμάκη στενάχωρα  και  με το προσφυγικό ζήτημα που είχε προκύψει γίνονταν ακόμα στενότερα.
Η Ελλάδα δυσκολευόταν να θρέψει τα παιδιά της, προστέθηκαν και 1.500.000 πρόσφυγες Μικρασιάτες, καταλαβαίνεις πως η ανεργία και η ανέχεια ήταν το χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης.Μια μέρα βλέπω τον Γιάννη νάρχεται με μια αγελάδα στο σπίτι μας και να την περνά στην μεγάλη αυλή που η μάνα μ’ την είχε κάνει έναν επίγειο παράδεισο, γεμάτη μοσχομυριστά άνθη!
-Τι είναι αυτό πάλι?Τι θα την κάνουμε την αγελάδα τον ρωτώ.
-Τόσα παιδιά που έχουμε Μαρία, σε λίγο έρχεται και το πέμπτο, πρέπει να εξασφαλίσουμε το γάλα τους! Δεν ξέρω πώς θάρθουν τα πράγματα στο μέλλον, αν οι δουλειές μας θα συνεχίσουν ν’αρκούν για να μας συντηρούν.
Για πότε έκανε τον απαραίτητο χώρο μέσα στην αυλή, για πότε έχτισε ένα μικρό στάβλο ώστε να στεγάσει την αγελάδα μας, ούτε πρόλαβα να καταλάβω.
Πάντα προνοητικός, πάντα διορατικός και εφευρετικός ο καλός μου, έβλεπε τουλάχιστον μια εικοσαετία μπροστά.Τον αγάπησα πολύ γιατί δεν ήταν μόνο ο γοητευτικός και κομψός Παρισινός, δεν ήταν μόνο ο καλλίφωνος και γλεντζές Μινόρες, ήταν ένας άξιος οικογενειάρχης, πραγματικός Στυλοβάτης όλων μας!!! 
Ο Παρισινός καθιστός στον Βόλο το 1920,μαζί με τον αδελφό του στρατιώτη, Θόδωρο

Ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.8  Η Μαύρη χρονιά

Το καλοκαίρι του 1927 ο πεθερός μου βάφτισε την μέχρι τότε μικρή μου κόρη.
Τα βαφτίσια της, έμειναν αξέχαστα γιατί δημιουργήθηκε μεγάλο παρασκήνιο.
Την ώρα που ο παπάς ζήτησε από τον νονό το όνομα της νεοφώτιστης, εκείνος φώναξε: «….και το όνομα αυτής Ελένη!» Ποιος είδε τότε τον Θεό και δεν φοβήθηκε. Αγρίεψε η πεθερά μου, διακόπτει το μυστήριο και λέει στον άντρα της: «Eλένη, ποια είναι αυτή η Ελένη? Μήπως καμμιά παλιά αγαπητικιά σου;
Πες το όνομα της συμπεθέρας που ακόμα δεν έχει ακουστεί το όνομά της, ύστερα από τρία παιδιά που έχει κάνει η κόρη της!»Ζορισμένος ο πεθερός μου από την παρέμβαση της γυναίκας του, γύρισε στο παππά και λέει… τι να κάνουμε πάτερ, πες την και Κονδυλία να γίνει το χατίρι της γυναίκας μου!"
Όλη την υπόλοιπη βραδιά η πεθερά μου δεν ησύχασε! Ζητούσε επιμόνως να μάθει ποια ήταν αυτή η Ελένη που θυμήθηκε ο άντρας της.  Μα ο μπάρμπα-Νικολός σφίγγα!
«Καμμιά δεν είναι η Ελένη, είναι τώρα η εγγονή μου! Απλά μου αρέσει το όνομα και σαν νονός της διάλεξα πρώτο αυτό! Την είπα και με το όνομα της συμπεθέρας: Κονδυλία.Tώρα η ίδια, θάχει δύο ονόματα να διαλέξει με ποιο θα την φωνάζουμε»
Πού να καταπιεί την εξήγηση η πεθερά μου! Η κυρά Καλλιόπη είχε φουρκιστεί τόσο πολύ, που δεν έφερε ούτε μία βόλτα στο χορό του γλεντιού.Τα γέλια και η καζούρα, από τα παιδιά και τις νυφάδες της δεν είχε προηγούμενο!
Εγώ με την κοιλιά στο στόμα κόντεψα να γεννήσω πριν της ώρας μου, πάνω στο γλέντι!Το μωρό φυσικά δεν πρόλαβε να αποφασίσει μόνο του, σε ποιο από τα δύο ονόματα θα άκουγε, αποφασίσαμε εμείς γι’αυτό και την γράψαμε στο Ληξιαρχείο με το όνομα Ελένη, σύμφωνα με την επιθυμία του νονού της.
Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, έφερα στο κόσμο και το τελευταίο μου κοριτσάκι. Ήταν όμορφο και μου θύμισε  όταν γεννήθηκε την μορφή του πρωτότοκου γιου μου του Σπύρου.
Το πρώτο και το τελευταίο μου παιδί  έμοιαζαν ως νεογνά καταπληκτικά.
Ήταν Πρωτοχρονιά, όταν ξύπνησα σχεδόν αξημέρωτα να θηλάσω το μωρό!
Την κουνίτσα του την είχα ακριβώς δίπλα μου.Πάνω στην αγρυπνιά και κούρασή μου δεν πρόσεξα και παρέσυρα ένα μικρό καθρεφτάκι που υπήρχε δίπλα στο κομονδίνο. Το καθρεφτάκι έπεσε χάμω και έγινε χίλια θρύψαλα. Σε καλό μας Άγιε Σπυρίδωνα, πρωτοχρονιάτικα! μονολόγησα. Κακός οιωνός αυτός για το σπίτι μου! συλλογίστηκα, μέρα που ξημέρωνε… Δεν το εκμυστηρεύτηκα όμως σε κανέναν, λες και μ’αυτόν τον τρόπο ήθελα να ξορκίσω το κακό! Αλλά το κακό δυστυχώς δεν ξορκίστηκε, ήρθε με την άφιξη του Καλοκαιριού.
Ο Ιούνης είχε μπει πολύ επιθετικός! Κείνη η χρονιά δεν είχε φέρει πολλές βροχές. Το χώμα είχε πια γανιάσει για λίγες σταγόνες βροχής.Τα κουνούπια και οι μύγες είχαν κάνει την εμφάνισή τους από νωρίς.
Παρ’όλη την ζεστή βραδιά, ο Γιάννης δούλευε μέχρι αργά στο εργαστήρι του.
Είχα αποσώσει τις δουλειές μου όταν κατέβηκα κάτω να τον βοηθήσω για να τελειώσει μία ώρα αρχύτερα. Δεν μ’άφησε όμως να πάρω το βελόνι και να στρωθώ μαζί του στην δουλειά. Με πήρε αγκαλιά και βγήκαμε έξω στον κήπο μας.
Στο κέντρο της αυλής, υπήρχε μια τουλούμπα και δίπλα απ’αυτήν ο Γιάννης είχε φτιάξει ένα πρόχειρο στασίδι για να ακουμπούμε συνήθως τα σταμνιά που γεμίζαμε με τον νερό.Καθίσαμε λοιπόν εκεί ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, το αγιόκλημα και τις πλουμιστές ορτανσίες, να δροσιστούμε λίγο και να γεμίσουν τα πνευμόνια μας με τ’αρώματα του κήπου μας!Γεμάτος ο ουρανός από χιλιάδες αστέρια που τρεμόπαιζαν από ψηλά και φώτιζαν την γαλήνη του σπιτιού μας.
Είχα γύρει αποκαμωμένη από τις δουλειές και τα χάδια του, πάνω στο ώμο του και απολάμβανα το τραγούδι που συνήθως μου τραγουδούσε:
«Το ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά» Ήταν ένα τραγούδι που οι στίχοι του γράφηκαν από τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη αλλά την σύνθεσή του την είχε κάνει ο Τζώρτζης Κωστής, που ήταν κι’αυτός ράφτης στο επάγγελμα.
Γαλήνια η φωνή του Μινόρε, γαλήνια έγινε και η  τελευταία βραδιά που με κράτησε σφιχτά μέσα στην μοναδική αγκαλιά του!
Την γαλήνη μας αυτή όμως δεν την σεβάστηκαν τα κουνούπια που είχαν μαζευτεί γύρω από την τουλούμπα και έκαναν πάρτυ πάνω στα κορμιά μας.
Την άλλη μέρα ο Γιάννης ξύπνησε με πυρετό. Δεν δώσαμε μεγάλη σημασία αλλά ο πυρετός ανέβαινε και επέμενε ισχυρός τις επόμενες μέρες.Έστειλα τον Σπυράκο να φωνάξει τον οικογενειακό μας γιατρό, που ήταν καθηγητής και πολύ ονομαστός στην πόλη μας. Για κακή μας τύχη όμως ο γιατρός είχε φύγει στο εξωτερικό σε ιατρικό συνέδριο.Κάποιος μου σύστησε έναν άλλον, καινούργιο, στην γειτονιά μας που δεν τον είχα ποτέ άλλοτε συμβουλευτεί. Ο γιατρός ήρθε, τον εξέτασε και αποφάνθηκε ότι δεν ήταν κάτι το ανησυχητικό, μόνο που έπρεπε να ρίξουμε πάση θυσία τον πυρετό που δεν έπεφτε κάτω από τους 41 βαθμούς Κελσίου.
Είπε ακόμη, πως μάλλον είχε προσβληθεί από τον ιό του δάγκειου  πυρετού που εκείνη την χρονιά μέσω των κουνουπιών είχε εξελιχθεί σε επιδημία.
Μας συνέστησε λοιπόν να του βάζουμε στο μέτωπο και στο στήθος πάγο τυλιγμένο σε πανιά! Η κατάστασή του όμως μέρα με την μέρα χειροτέρευε.Στην αρχή διαμαρτύρονταν για πόνο στα κόκκαλα. Μετά άρχισε ένας επίμονος βήχας.
Πάγο στον πάγο ήρθαν και πάγωσαν τα πνευμόνια του και του το γύρισε σε οξεία πνευμονία. Θα είχε περάσει μία εβδομάδα, όταν επιτέλους ήρθε ο γιατρός Πετράτος από το εξωτερικό και τον είδε. Αφού τον ακροάστηκε, με πήρε από το χέρι και μ’έβγαλε έξω στον κήπο.
-Δυστυχώς Μαρία, ήρθα πολύ αργά! Ο άντρας σου δεν έχει σωτηρία! Να παρακαλάς μόνο να τον πάρει γρήγορα ο Θεός γιατί έχεις πέντε παιδιά πίσω.
Δεν πίστευα στ’αυτιά μου!
-Μα γιατρέ μου, ο άντρας μου ήταν ταύρος μέχρι πρότινος! Είναι δυνατόν να μου λες, πως έφτασε το τέλος του?
-Αν σηκώσεις μία πέτρα του κήπου σου, από κάτω τι θα βρεις Μαρία?Δήλωσα άγνοια από την ταραχή των άσχημων μαντάτων.
-Σκουλήκια θα βρεις Μαρία.  Δυστυχώς κάπως έτσι έχουν γίνει και τα πνευμόνια του Γιάννη! Δεν έχει σωτηρία…δυστυχώς ήρθα πολύ αργά!
Ο γιατρός Πετράτος  ήρθε πολύ αργά και η αγάπη μου έσβησε πολύ νωρίς! Ακριβώς  την επομένη, έφυγε μέσα από την αγκαλιά μου, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω! Έσβησε μ’ένα βαθύ αναστεναγμό… έτσι σαν ένα μικρό παράπονο για την αδικία που του έπαιξε η μοίρα.
Τα μάτια του Παρισινού έκλεισαν μια για πάντα και μαζί τους πήραν όλο το φως από τα δικά μου! Μαύρες πλερέζες έριξα στο σπίτι μου από την μία άκρη ως την άλλη, μαύρα έβαψα τα ρούχα μου, μαύρη και την ψυχή μου!  
Το χρώμα που έντυνε τις περισσότερες γυναίκες του νησιού μου, ήρθε και τύλιξε και μένα όλη την κατοπινή ζωή μου.
Και σαν να μην έφτανε η συμφορά η μεγάλη που με βρήκε, σαν να μην έφτανε η ορφάνια των παιδιών μου, στους τρεις μήνες ακριβώς από τον θάνατο του άντρα μου, μια δεύτερη ήρθε να με χτυπήσει το ίδιο άπονα και απροειδοποίητα.
Έχασα και την μάναμ’!

5 σχόλια:

censurasigloXXI είπε...

Φιλενάδα μου, εδώ είσαι, χαρά μου!!!!

Μία ώρα μου πήρε να τα διαβάζω όλα. Τελείωσα. Τα ιστορικά γεγονότα μ'αρέσανε πάαααααρα πολύ.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ και πολλά, πολλά φιλιά.

Εδώ θα με μπρείς:

http://logokrisiaikostuprotueona.blogspot.com.es/

censurasigloXXI είπε...

Έλα ρε με τα λάθοι μου, "βρείς"...

kariatida62 είπε...

Βερονικούλα μου!!! Τι μου κάνεις?
Το διαβάζεις βρε θηρίο? Είναι πολύ δύσκολο για σένα...τι να πω..χίλια μπράβο,χαρά στο κουράγιο σου!
Μου αρέσει που διορθώνεις και τα ορθογραφικά σου λάθη. Μα εσύ και μόνο που κάθεσαι να διαβάζεις και να γράφεις στα Ελληνικά είναι εντυπωσιακό!!! Θάρθω να σε βρω στο καινούργιο σου σπίτι, όπωσδήποτε!
Φιλάκια πολλά-πολλά.

Αστοριανή είπε...

ΚΑΛΟ ΣΑΣ ΠΑΣΧΑ!!!!!!!!!!!!

Καρυάτιδά μου, αποκλείεται τώρα, θα το αρχίσω και θα σε φτάσω... για μετά τις εορτές!!!!!

Καλά να περάσετε, στη Σύρο; ίσως;;;

Φιλιά

Υιώτα και Δημήτρης
αστοριανή, ΝΥ

kariatida62 είπε...

Γειά σου Αστοριανή μου!
Ευχαριστώ πολύ, επίσης σας εύχομαι καλή Ανάσταση νάχετε όλοι σας!
Ναι στην Σύρο και φέτος θα γιορτάσουμε το Πάσχα...
Η ιστορία μου θάναι εδώ και θα σε περιμένει όποτε βρεις χρόνο, να την διαβάσεις. Κοίταξε όμως να την πιάσεις από την αρχή(Τα πρώτα της κεφάλαια βρίσκονται στις πιο κάτω αναρτήσεις)