Ο
Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.9 Ο Θάνατος παραφυλούσε
Η μοίρα μου τελικώς
δεν άφησε στα δώρα της πολλά καλά το βράδυ της γέννησής μου. Σώθηκαν μόλις στα
σαράντα μου χρόνια!
Το διπλό
θανατικό που έπεσε στο σπίτι μου, μ’άφησε παντέρημη με πέντε παιδιά στην
αγκαλιά, το μεγαλύτερο 12 χρονώ και το τελευταίο ακόμα στο βυζί μου. Στην κηδεία της μητέρας μου ούτε που μπόρεσα
να πάω. Δεν κατάφερα ούτε το ύστατο χαίρε να της δώσω, ούτε να της κλείσω καν
τα μάτια, γιατί άφησε την τελευταία της πνοή στην κλινική από μία φοβερή
γαστρεντερίτιδα που την αφυδάτωσε χωρίς να προλάβουμε να καταλάβουμε και να
προλάβουμε.
Η ειρωνεία είναι πως την ημέρα της κηδείας του
Γιάννη άκουσα την μητέρα μου να του φωνάζει πως πολύ σύντομα θα πήγαινε να τον
βρει για να τον περιποιείται. Δεν ξέρω αν είχε προαισθανθεί το τέλος της,
πάντως ο θάνατός της ήρθε το ίδιο γρήγορα και αναπάντεχα με κείνον του ανδρός
μου. Η μοίρα πλέον με είχε στοχεύσει για
τα καλά και με δοκίμαζε με τα πιο δύσκολα προβλήματα.
Η απελπισία ήρθε και φώλιασε σε ψυχή και λογισμό μου, κυριολεκτικά
μου έκλεψε όλες μου τις δυνάμεις! Το πρώτο καιρό δεν ήθελα να βλέπω άνθρωπο! Αμπάρωσα την δυστυχία στο
σπιτάκι μου, την μπογιάτισα με μαύρο και άφησα όλα τα πράγματα να κυλήσουν κατά
πως το ήθελαν και τα όριζαν εκείνα!
Το γάλα μου στέρεψε για το μωρό που το άφησα στις φροντίδες της
Καλλιοπίτσας το οποίο δύστυχο, αισθάνθηκε το βάρος του καθήκοντος της φύσης
του, απέναντι στα μικρότερα αδέλφια της, μεγάλωσε πριν την ώρα της και ανέλαβε
με τον μεγαλύτερο αδελφό της το κουμάντο του σπιτιού.
Τότε συνέβη κάτι που με
ταρακούνησε όσο δεν φαντάζεσαι.΄Ερχεται μια μέρα η πεθερά για να βοηθήσει τάχα
στις δουλειές του σπιτιού και στις ανάγκες των παιδιών που είχαν συσσωρευτεί
λόγω δικής μου αδυναμίας. Στον ρου της
συζήτησης λοιπόν, μου πρότεινε να σκεφτώ ως σώφρονα λύση, την υιοθεσία των δύο
μικρών μου κοριτσιών. Εκείνη την στιγμή δεν μπορείς να φανταστείς πώς ένιωσα.
Κυρίως για το γεγονός ότι είχα αφήσει την εικόνα στον περίγυρο, μιας γυναίκας
που αδυνατούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της
στο μεγάλωμα των πέντε παιδιών. Σηκώθηκα επάνω και σε πολύ αυστηρό ύφος που δεν
άφηνε περιθώρια ούτε για ένα αντιγύρισμα της κουβέντας, γύρισα και της
είπα: «Αν ποτέ μητέρα, έρθουν τα παιδιά μου στο κατώφλι σου και σου
ζητήσουν φαγητό, να μη τους δώσεις, δεν έχεις καμία υποχρέωση εσύ ως γιαγιά
τους, η υποχρέωση αυτή είναι αποκλειστικά δική μου, και μη φοβάσαι, δεν θα
χρειαστώ την βοήθεια κανενός σας! Και
τώρα με συγχωρείς αλλά με περιμένει η δουλειά μου και σένα το σπίτι σου…»
Βουτηγμένη στο βαρύ
πένθος και κάτω από τον φόβο της
αποτυχίας μετά από τα άπονα λόγια της πεθεράς μου, χώθηκα στο εργαστήρι και
έδεσα τα δάχτυλά μου με την τρύπια δαχτυλήθρα του ανδρός μου και το
βελόνι!
Σε τι κατάσταση τραγική επέτρεψαν οι καταστάσεις να φτάσω, εγώ η Μαρία η
θυγατέρα του καπετάν-Κωνσταντή, ώστε να μου προτείνουν ως οικονομική λύση να
δώσω τα παιδιά μου! Αυτό δεν μπορούσα
να το ανεχτώ και έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα κάνω τα πάντα ώστε η
χρεία ποτέ να μη με αναγκάσει να χτυπήσω καμία πόρτα συγγενών του άντρα μου. Το
στοίχημα το έβαλα και το κέρδισα μέχρι τέλος! Έως και τα χρήματα για τα στέφανα
της κηδείας, που του έκαναν τα αδέλφια και οι γονείς του, τα πλήρωσα εγώ χωρίς
ποτέ να τους ζητήσω ούτε μία δραχμή. Έτσι
έπεσα με τα μούτρα στην δουλειά, και πάσχιζα να τελειώσω όλες τις παραγγελίες
του αδικοχαμένου Παρισινού, με τέτοια μανία αφήνοντας τα χέρια μου αφύλαχτα
στις βελονιές που ξέφευγαν από την βιασύνη. Ίσως-ίσως αυτή η αδικαιολόγητη
βιασύνη τώρα που το σκέφτομαι να ήταν και μια μορφή αυτοτιμωρίας! Χίλιες τύψεις τυραγνούσαν την ψυχή μου, πως δεν αξιολόγησα σωστά την
αδιαθεσία του Γιάννη και τον άφησα σχεδόν αβοήθητο στις λανθασμένες υποδείξεις
του γιατρού.
Κάθε βελονιά στα χέρια μου, κάθε μάτωμα και ένας μικρός εξαγνισμός, μία
μικρή συγχώρεση από τον εκλιπόντα! Βυθισμένη θαρρείς στις δικές μου ενοχές αλλά και στις χίλιες σκέψεις για
το μέλλον μας λησμόνησα το χρέος που έστεκε απαιτώντας το μερίδιο στην ζωή.
Ξέχασα τα παιδιά μου! Το μωρό ευαίσθητο ακόμα, πρόωρα εκτεθειμένο από την θαλπωρή της μητρικής
μου αγκαλιάς στο πένθιμο περιβάλλον που εγωιστικά είχα επιβάλλει, έπαθε όπως είπε ο γιατρός, μαρασμό και
σταμάτησε να πίνει το ξένο γάλα. Κατά την
αυστηρή εντολή του, ξεκρεμάσαμε τις μαύρες κουρτίνες του σπιτιού, αλλάξαμε τα
μαύρα ρούχα με εντονότερα χρώματα και το Καλλιοπάκι συνέχισε το δύσκολο έργο
της περιποίησής του.
Ζωή όμως
ζητούσε από την μάνα του και όχι από μια παιδούλα όπως ήταν ακόμα η αδελφή
του.
Σουρούπωνε όταν άκουσα τις σπαρακτικές φωνές της Καλλιόπης μου, μάταια
να το καλεί να επιστρέψει στον Κόσμο μας! Πέταξα από πάνω μου τα παντελόνια που έραβα και ανέβηκα τρέχοντας τις εσωτερικές σκάλες του σπιτιού που ένωναν το εργαστήρι με
το κυρίως σπίτι, να δω τι είχε συμβεί.
Η Καλλιόπη κρατούσε στην μικρή αγκαλιά της το άψυχο βρέφος και γύρω της
σαστισμένα τα άλλα δύο μικρότερα, να σιγοκλαίν’ κι’αυτά ανήμπορα να κατανοήσουν
το καινούργιο κακό που είχε έρθει να μας βρει.
Το μόνο που θυμάμαι, είναι τις δυνάμεις… όσες είχαν απομείνει να με
εγκαταλείπουν και ύστερα τις μορφές των γυναικών της γειτονιάς που είχαν
ακούσει τις φωνές και τα κλάματα των παιδιών και είχαν προστρέξει σε
βοήθεια! Πέθανε, πέθανε βεβαίωνε η μια γειτόνισσα την άλλη που άρπαζε με την
σειρά της στην αγκαλιά το βρέφος το οποίο δεν άφηνε κανένα ίχνος αναπνοής.
Δύο απ’αυτές ανέλαβαν να φωνάξουν ένα γιατρό και τον τελετάρχη της
γειτονιάς, που είχε μάθει πια το δρόμο του σπιτιού μου. Ο γιατρός άργησε νάρθει, τον
πρόλαβε ο τελετάρχης που πληροφορημένος από τις γειτόνισσες έφερε και μία μικρή
ξύλινη κούνια-φέρετρο και το απόθεσαν μέσα σ’αυτό.
Το
μωρό ασάλευτο κείτονταν σαν μικρό αγγελούδι που ξέπεσε από τους ουρανούς… στην
άπονη γωνιά μου. Δεν είχε απομείνει ούτε ένα δάκρυ, να φύγει από τα ταξιδεμένα μάτια
μου. Τα είχε
στραγγίσει όλα ο χαμός του άνδρα και της μητέρας μου!
Δεν ξέρω
πόση ώρα είχε περάσει και πόσος κόσμος είχε εισβάλλει στο σαλόνι που κείτονταν
το φέρετρο του παιδιού μου, όταν άκουσα το αγοράκι της Μαρικούλας της Σμυρνιάς,
που είχε έρθει μαζί με την μάνα του να μοιρολογήσει την αβάφτιστη θυγατέρα μου,
να της μιλά χαϊδεύοντας το μετωπάκι της
και να την παρακαλεί να ξυπνήσει για να παίξουν! Οι αθώες παιδικές ψυχές
δεν υποτάσσονται εύκολα μπροστά στον θάνατο. Τον περιφρονούν γιατί τον
αγνοούν! Δεν ξέρω αν βοήθησε το παιδικό κάλεσμα για παιχνίδι του μικρού Αχιλλέα
πάντως τότε το μωρό σάλεψε και ο Αχιλλέας το πρόσεξε βάζοντας φωνούλα δυνατή
πως το μωρό μας δεν ήταν πεθαμένο! Πάνω στην στιγμή εκείνη έφτασε και ο παπάς της ενορίας που είχε ήδη
κληθεί.Αρπάζει
το μωρό από το φέρετρο, το σηκώνει ψηλά και σχηματίζει το σχήμα του σταυρού με
το σώμα του παιδιού, στον αέρα!
«Στον όνομα του Πατρός, του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος, το όνομα αυτής?» Φώναξε και κοίταξε στα μάτια την γυναίκα
που στέκονταν ακριβώς δίπλα του και δεν ήταν άλλη από την Ουρανία την νοικάρα
μας.
Η Ουρανία
ήταν μια τριαντάχρονη Αθηναία, δημόσιος υπάλληλος στο επάγγελμα, ελεύθερη,
μοντέρνα για την εποχή της και με πολλές
γνωριμίες στην ανώτερη κοινωνία της πόλης. Είχε νοικιάσει την κάμαρη της άλλης
πλευράς του σπιτιού μας. «..Και το όνομα
αυτής?» επανέλαβε επιτακτικά ο παπάς, κοιτώντας στα μάτια την σαστισμένη
Ουρανία που είχε χρησθεί ξαφνικά νονά ενός ξέψυχου βρέφους που μέχρι κείνη την
στιγμή το κλαίγαμε!
«Μιράντα!!!» Φώναξε και σταυροκοπήθηκε
μεγαλόσχημα.
« … Και το όνομα αυτής Μιράντα!» επανέλαβε ο παπάς που
στην συνέχεια συνειδητοποιώντας το ξενικό του ονόματος, δυστρόπισε και
γυρνώντας προς την νονά της προτείνει: -Πες
της και ένα ελληνικό όνομα βρε παιδί μου…οπότε η μοντέρνα νονά, επέλεξε ένα
εξίσου ασυνήθιστο όνομα που κατά την γνώμη της κάλυπτε την γκάμα των ελληνικών
ονομάτων και φώναξε: «Πες την και
Μαργαρίτα!» Έτσι και τα τρία μου
κορίτσια απέκτησαν διπλά ονόματα!
Καλλιόπη-Αικατερίνη,
Ελένη-Κονδυλία και Μιράντα-Μαργαρίτα!
Τα πρώτα όμως τους έμειναν και στόλισαν, όπως μόνο κορίτσια ξέρουν να
στολίζουν, την υπόλοιπη ζωή μου.
Σύμφωνα πάντα με την γνωμάτευση του γιατρού, επιτέλους έσωσε να ‘ρθει
και ο γιατρός, η Μιράντα μας, είχε πάθει νεκροφάνεια!
Χρειάστηκε μια σειρά ενέσιμων φαρμάκων για να ενισχυθεί ο αδύνατος
αμυντικός μηχανισμός του οργανισμού της και σιγά-σιγά με τις προσπάθειες όλων
μας άρχισε το κοριτσάκι μας να παίρνει τα πάνω του.
Δεν πρόλαβε να χρονίσει καλά-καλά άντε πάλι αρρώστησε με το συκώτι
του.
Άντε πάλι… ακριβές θεραπείες
στους γιατρούς, άντε πάλι να το βαστά αγκαλιά και να το τρέχει το Καλλιοπάκι,
σε ιατρικές επισκέψεις μέχρι που το μωρό μας ξεπέρασε όλα τα προβλήματα και η
υγεία του σιγουρεύτηκε.
Για να βγουν όμως όλα κείνα τα έξοδα αρχικά των δυο κηδειών και αργότερα
των γιατρών και των θεραπειών του μωρού, μόνο από τα δικά μου χέρια,
καταλαβαίνεις πως χρειάστηκε να ματώσω στην δουλειά.
Το ’32 μας ήρθε επίσημα το επισφράγισμα της εθνικής
μας φτώχειας, με την κήρυξη ξανά δεύτερης χρεωκοπίας!
Κυβερνήσεις ανέβαιναν, κυβερνήσεις κατέβαιναν, είχα χάσει πλέον τον
λογαριασμό αν ήταν ακόμα στην εξουσία ο Βενιζέλος, ή ο Τσαλδάρης για ο
Πλαστήρας! Το μόνο που ήξερα ήταν πως οι τιμές στα πάντα τραβούσαν την ανηφόρα
και εγώ αγκομαχούσα να τα βγάλω πέρα και να θρέψω τα στόματα των παιδιών μου.
Έτσι πήρα την απόφαση, να αδειάσω το δεύτερο υπνοδωμάτιο του σπιτιού, να
στριμώξω και τα πέντε παιδιά στο δικό μου υπνοδωμάτιο ώστε να ελευθερωθεί ακόμα ένα και να νοικιαστεί μαζί με το
εξωτερικό και το ημιυπόγειο της γιαγιάς Κοντύλως.
Το
σαλόνι το άφησα στην δική μας χρήση για την μελέτη του Σπύρου.
Ο Σπύρος ήταν ένας άριστος
μαθητής. Πανέξυπνος με μεγάλο θυμητικό σε αντίθεση με το Καλλιοπάκι που από
μικρό δεν έπαιρνε τα γράμματα.
Γάνιαζε τον πατέρα
της πριν ακόμα αυτός μας αφήσει χρόνους να της μάθει δυο αράδες Ιστορία. ΄Ωσπου
να στρίψει στην γωνία, γυρνούσε πάλι πίσω με κλάματα γιατί την είχε ήδη ξεχάσει!
Ο
Νικολός πάλι ήταν παιδί ζόρικο, αεικίνητο, δεν έστρωνε εύκολα κώλο… που λένε,
στην καρέκλα! Προτιμούσε το παιχνίδι, τα σκαρφαλώματα και τις ζουζουνιές!Τα
άλλα δυο τα μικρά είχαν γίνει αυτοκόλλητα.
Το Λενάκι μας, πήγε καμμιά βδομάδα
στην πρώτη τάξη μετά όμως αρνιόταν να πάει μόνο του στο σχολειό και άφησε να
περάσει μια ακόμη χρονιά ώστε να μεγαλώσει η Ριτούλα (έτσι φώναζε χαϊδευτικά ο
Σπύρος την Μιράντα) ώστε να τελειώσουν μαζί την πρώτη Δημοτικού. Πραγματικά οι
δύο μικρές είχαν γίνει αχώριστες. Δεν πήγαινε πουθενά η μία χωρίς την άλλη.
Ούτε δίδυμες να ήταν!
Τις έβλεπα να μεγαλώνουν με καμάρι και καμιά φορά μου
έρχονταν τα λόγια της γιαγιάς τους,
τότε… που είχε τολμήσει να προτείνει την υιοθεσία τους και αίφνης
αγρίευα τόσο πολύ που το πρόσεχαν οι μικρές και με κοίταζαν γεμάτες απορία.
Η
αγελάδα που μας είχε αγοράσει πριν πεθάνει ο άνδρας μου, αρρώστησε και ψόφησε,
οπότε αναγκάστηκα να αγοράσω καινούργια. Μια αγελάδα τότε, κόστιζε αρκετά
χρήματα, οπότε ήρθε η πρώτη χρεία ώστε
ν’ανοίξει η κομψή μπιζουτιέρα που είχα από το Παρίσι φερμένη. Το πλατύ βραχιόλι
δώρο του άντρα μου στο γάμο μας καθώς και το μεγάλο κωσταντινάτο της μάνας μου
έγιναν Ιφιγένειες για την …τιμή της Μαρίτσας!Έτσι
βάφτισε την καινούργια αγελάδα μας ο Νικολός!
Ο Παρισινός, Ο Μινόρες
Κεφ.10 Η Οδύσσεια ξεκινά
Η χηρεία είναι μεγάλη τιμωρία για τον άνθρωπο!
Οι άντρες δεν την καταφέρνουν εύκολα, τις περισσότερες φορές, την ξεπερνούν με
έναν δεύτερο γάμο.
Οι γυναίκες είμαστε ανθεκτικότερες σ’αυτήν και στο νησί μου υπήρχε
παράδοση
Οι περισσότερες χήρευαν εφ’όσον η
πλειοψηφία των ανδρών ήταν ναυτικοί και χάνονταν στα μακρινά τους ταξίδια.
Η
μάναμ’ δεν την άντεξε, δεν προσπάθησε καν να την αντιμετωπίσει και
ξαναπαντρεύτηκε δημιουργώντας τόσες πολλές συνέπειες σε μένα.Κάτι
παρόμοιο δεν θα επέτρεπα να ξανασυμβεί
ποτέ στα δικά μου παιδιά.Άντρας ξένος στο
σπίτι μου δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναμπεί!Τις γυναικείες μου ανάγκες τις έσβηνα μέσα στο καντήλι της
Παναγίας.Ζητούσα
βοήθεια απ’ την δύναμή της και προσευχόμουν μπροστά στο εικόνισμά της να με
κρατά γερή και ανθεκτική σ’όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζα. Για τα πέντε παιδιά μου έγινα
μάνα και πατέρας! Προσπάθησα το καλύτερο για όλους!
Ο Σπύρος μου αποφοίτησε απ’το
εξαετές Γυμνάσιο που εφάρμοσε το 1929 ο Αλ. Δελμούζος, με λίαν καλώς.Ήταν, όπως σου έχω ήδη αναφέρει, πολύ καλός μαθητής.Βέβαια δεν
ήταν μόνο ένας άριστος μαθητής είχε γίνει και ένας πανέμορφος νεαρός, έχοντας
κληρονομήσει το αρχοντικό παράστημα και την γοητεία του πατέρα του! Όπως ίσως φαντάζεσαι τα φλερτ και οι πρώτες ερωτικές του κατακτήσεις
έρχονταν βροχή. Τα κοριτσόπουλα της γειτονιάς σειρά έκαναν να κλέψουν μια ματιά
του, λίγο απ’την προσοχή του. Αυτός όμως δεν είχε μάτια για άλλη εκτός απ’την Βαίτσα.Η Βαίτσα ήταν μία δεσποινιδούλα, λίγο μικρότερη από τον Σπύρο μου και
έμενε με την οικογένειά της, δύο τετράγωνα παρακάτω από το σπίτι μας.Ο
έρως λοιπόν της Βαίτσας, χτύπησε για πρώτη φορά με τα βέλη τον γιόκα μου και
του αναστάτωσε συθέμελα την ψυχή.
Βλέποντας εγώ την
τρικυμία που είχε αρχίσει να φουσκώνει την καρδιά του, μήνυσα σε μια συγγένισσα
μας, την Λεβάντα που ήταν εγκαταστημένη στην Αθήνα, να ψάξει να βρει ένα
δωμάτιο κάπου κοντά της, έτσι ώστε να το νοικιάσουμε και να στείλω τον Σπύρο
εκεί, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Νομική Σχολή. Έτσι και έγινε…
Ο Σπύρος με βαριά καρδιά έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στο πρώτο έτος
της Νομικής.Τότε τα παιδιά δεν έδιναν εξετάσεις για να περάσουν στο
Πανεπιστήμιο.
Με την βαθμολογία
τους, που στον Σπύρο μου ήταν υψηλότατη, πήγαιναν και έκαναν την εγγραφή τους.
Σαν πόσα παιδιά νομίζεις, κείνο τον καιρό, κατάφερναν να πάρουν απολυτήριο
Γυμνασίου?
Στο εξάμηνο επάνω
λοιπόν, νάσου πίσω ο Σπυράκος μου!
-Τι
έγινε Πίπη μου, πώς και ήρθες πάλι πίσω? Μήπως δεν σ’άρεσε η Σχολή σου,
μήπως δεν βολεύτηκες στο δωμάτιο που πιάσαμε? Μήπως δεν φτάνουν οι παράδες που
σου στέλνω?
- Όχι
μάνα…όλα εντάξει αλλά να πώς να στο πω? Επιθύμησα την Βαίτσα και δεν θέλω να
συνεχίσω το Πανεπιστήμιο. Νάτα μας!!! Λίγα είχα ως τώρα, μούρθαν και οι Βαίτσες κατακέφαλα!
-Πίπη μου, γλύκανα όσο μπορούσα την φωνή μου, Βαίτσες θα
συναντήσεις πολλές στην ζωή σου, δουλειές όμως όχι! Οι δυνάμεις οι δικές μου
δεν αρκούν, είμαι μια χήρα γυναίκα που προσπαθώ με το βελόνι να ταίσω τα
στόματα των αδελφών σου και να σπουδάσω εσένα για να με βοηθήσεις μια στάλα και
συ όταν έρθει η ώρα ώστε να υποστηρίξω τους υπόλοιπους. ΄Οπως είσαι λοιπόν,
μάζεψτα και επιστροφή πίσω στο χρέος και στο σκοπό σου! Και απ’αυτόν δεν θα
παρεκκλίνεις στο ελάχιστο, μέχρι νάρθεις και να μου πεις ότι τον πέτυχες!
Με τα πολλά, μάζεψε ο Πίππης τα υπάρχοντά του και γύρισε
απογοητευμένος στην Αθήνα. Εμένα όμως μ’έτρωγε η ανησυχία.Ο Πίπης δεν με είχε πείσει ότι θα ξεχνούσε την Βαίτσα του.Από την άλλη η κατάσταση στο
Βόλο, δεν ήταν η καλύτερη.Η αγροτιά πνιγμένη στα χρέη, η ανεργία και τα φτηνά μεροκάματα είχαν
εξαντλήσει τον κοσμάκη. Αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στην δική μου δουλειά.
Οι παραγγελίες
λιγόστευαν, τα ενοίκια πότε μου τα πλήρωναν, πότε μου τα χρωστούσαν, οι ανάγκες
όμως των παιδιών μου δεν μπορούσαν να περιμένουν.
Η Μαρίτσα από την
μεγάλη μας περιποίηση ψόφησε κι’αυτή, οπότε πήρα την μεγάλη απόφαση!
Θα περίμενα
να ολοκληρώσουν τα παιδιά την σχολική τους χρονιά και το καλοκαίρι θα
μετακομίζαμε όλοι στην Αθήνα.
Στην πρωτεύουσα υπήρχαν πολλά ραφτάδικα, εργοστάσια, κάποια δουλειά θα
βρισκόταν για μένα και για το Καλλιοπάκι που είχε σταματήσει στο
εντωμεταξύ το σχολείο και μάθαινε δίπλα
μου την τέχνη.Ο Νικόλας συνέχιζε το σχολείο, τι συνέχιζε δηλαδή…μία πήγαινε δέκα δεν
πάταγε! Άσε που μούπε μια γειτόνισσα πως τον πήρε το μάτι της να τριγυρνά με τα
παιδιά κάποιων σιδηροδρομικών, στην διαδήλωσή τους που ξεκίνησε με την μεγάλη
απεργία! Ώρα είναι σκέφτηκα, να μου βγει
κανένας κομμουνιστής, σαν τον μπάρμπα του τον Θόδωρο, να τρέχω και να μη φτάνω…
Την τελευταία
Κυριακή πριν την μετακόμισή μας στην Αθήνα, θέλησα να χαρίσω στα παιδιά μου μία
δυνατή όμορφη ανάμνηση, από τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Πόσο καιρός
θα περνούσε μέχρι την στιγμή που θα ξαναγυρίζαμε πίσω δεν γνώριζα. Η διαίσθησή
μου έλεγε πως αυτή η στιγμή θα αργούσε πολύ για όλους μας, ίσως και ποτέ να μην ερχόταν.
Μία βόλτα με τον
τρομερό Μουτζούρη, μέχρι τις Μηλιές του Πηλίου, ήταν το καλύτερο δώρο και η
μεγαλύτερη χαρά που μπορούσα να τους προσφέρω.
Με την αστική συγκοινωνία, φτάσαμε στα Λεχώνια και από κει, ανεβήκαμε
πάνω στον θρυλικό Ιάσωνα, που αγκομαχώντας άρχισε να ανεβαίνει τις ανθισμένες
πλαγιές του Βουνού μας.Μέσα από κατακόκκινες τσιτόνιες, πασχαλιάτικες αγριοβιολέττες και
πράσινα λιόδεντρα, μετρούσαμε τα χωριουδάκια ένα-ένα που ξεφύτρωναν πίσω από
γέρικα πλατάνια και τρεχούμενα νερά.
Τα τιτιβίσματα των πουλιών, καλωσόριζαν τις
φωνούλες των παιδιών που χαρούμενα
τιτίβιζαν κι’αυτά απολαμβάνοντας το
ταξίδι με επιφωνήματα άλλοτε θαυμασμού και άλλοτε φόβου, όταν ο Ιάσωνας
κρεμόταν θαρρείς από τις γραμμές του στις ψηλές βουνοπλαγιές.
Στο τέρμα του σταθμού, η πλατεία των Μηλεών με τον μεγάλο πλάτανο μας
περίμενε στο κεντρικό καφενέ για ένα γλυκό του κουταλιού και δροσερό νεράκι. Τα
μικρά μου είχαν τόσο ενθουσιαστεί από την εκδρομή και το παιχνίδι που έστησαν
γύρω από τον γερο-πλάτανο, που ξέχασαν εντελώς την παρουσία μου και ξεκόλλησαν
πρώτη φορά από την φούστα μου.
Ήταν μια εκδρομή που έμεινε για πάντα χαραγμένη στο νου και την καρδιά
μας.
΄Ηταν Ιούνης του 1935
θυμάμαι, που σφάλισα το σπίτι μας, χάιδεψα τις ορτανσίες που είχαν πάλι
μεγαλόπρεπα ανθίσει, μύρισα για τελευταία φορά το αγιόκλημα, μάζεψα κοντά μου
τα παιδιά και τα πράγματά μας και έκλεισα πίσω μου τη ψιλή σιδερένια εξώπορτα
της αυλής.
Πίσω από την σιδερένια εξώπορτα, κλείδωσα μία-μία, όλες τις αναμνήσεις ότι χρώμα κι’αν είχαν, ότι ευτυχία και πόνο
μου έφερναν, πήρα βαθιά ανάσα και με
στητό κεφάλι ξεκίνησα την Οδύσσειά μας.
Περιθώρια για συναισθηματισμούς
και δάκρυα δεν υπήρχαν.
΄Επρεπε να αδράξουμε τη ζωή μας
και αυτή πλέον μας καλούσε στην Αθήνα!
Την
ώρα που το αυτοκίνητο έστριβε στην γωνία, ένα γραμμόφωνο από κάποιο ανοιχτό
παράθυρο, έπαιζε την τελευταία επιτυχία του Αττίκ:
Xτες
αργά με ψυχή φορτωμένη από θλίψη,για σε περισσή,πήγα μόνος να δω τι απομένει,απ’τον κήπο που πότιζες εσύ.
Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει,
μήπως ξένος κανείς την διαβεί και έχει ο χρόνος μ’αγκάθια στολίσει
μήπως ξένος κανείς την διαβεί και έχει ο χρόνος μ’αγκάθια στολίσει
την
βρυσούλα που μένει πια βουβή.
Μαραμένια τα γιούλια και οι βιόλες,
μαραμένα και τα γιασεμιά,
μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες
στης καρδιάς μου την μαύρη ερημιά…
Ο Παρισινός, ο Μινόρες
Κεφ.11 Περιφερόμενοι Ιουδαίοι
Η άφιξή μας «στας
Αθήνας εχαιρετίσθη» με
κανονιοβολισμούς!
Η Μιράντα μου, φοβισμένη κόλλησε πάλι στην ποδιά μου και ρώτησε:
Η Μιράντα μου, φοβισμένη κόλλησε πάλι στην ποδιά μου και ρώτησε:
-Mαμά για μας βαρούν τα
κανόνια;
-Όχι πουλάκι μου…μη φοβάσαι! Χαιρετούν την
επάνοδο του βασιλιά!
Θα μπορούσε κάποιος που ήταν βασιλικός να χαρακτηρίσει ως
καλό οιωνό την σύμπτωση αυτή, να συμπέσει δηλαδή η επάνοδος του Γεωργίου Β΄ με
την δική μας άφιξη.
Πρώτη στάση
πού αλλού; Στο σπίτι της Λεβάντας, δεύτερης ξαδέλφης μου, από την πλευρά της
Κονδυλιώς! Κοντά της εξ’άλλου, στην
Πλατεία Αττικής έμενε και ο Πίπης μας. Νάναι καλά η γυναίκα, δεν μπορώ να πω,
μας στάθηκε πολύ τις πρώτες μέρες. Φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι της τον πρώτο μήνα
μέχρι να βρω την πρώτη μου δουλειά σ’ένα ραφτάδικο στην οδό Αιόλου.
Στην συνέχεια,
πιάσαμε ένα δωμάτιο κάπου στην Ν.Ιωνία, αλλά επειδή ήταν πολύ μικρό και δεν μας
χωρούσε όλους γιατί στο εντωμεταξύ
ξενοίκιασε την δική του κάμαρη ο Σπύρος και ήρθε κοντά μας, μετακομίσαμε σε
μια όμορφη μονοκατοικία στον Περισσό που
μας θύμιζε πολύ το σπίτι μας στο Βόλο.
Οι
δυό μικρές, τα αυτοκόλλητα, βολεύτηκαν στο σχολείο που στεγάζονταν δυο
γωνίες πάνω από το σπίτι, ο Νικολός
έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να τελειώσει την Τρίτη τάξη του Γυμνασίου και η
Πόπη, έπιασε δουλειά εκεί σιμά, σε μία βιοτεχνία κλωστουφαντουργίας. Ο Σπύρος
συνέχιζε να φοιτά στο δεύτερο πλέον έτος της Νομικής.
Νύχτα ακόμα…ξεκινούσα για το μεροκάματο, με την νύχτα πάλι γυρνούσα στο
σπίτι. Το ίδιο και το Ποπάκι μας. Ευτυχώς που το Λενιώ μας, είχε μάθει από τις
δουλειές του σπιτιού και τις έφερνε γύρα. Τότε ο εργάτης δεν ήξερε τι πάει να πει ωράριο. Ήσουν στο έλεος του
εργοδότη. Και όποιος πήγαινε να διαμαρτυρηθεί ή να υπερασπίσει τα εργασιακά του
δικαιώματα, η άλλη μέρα τον έβρισκε στην πλατεία Συντάγματος να κάνει παρέα στα
περιστέρια…
Κείνη
την περίοδο, είχε εξαπλωθεί στους
δρόμους της πρωτεύουσας, ο τρόμος του Δράκου της Καλογρέζας. Φοβόμουν πάρα πολύ για τα κορίτσια μου,
που έμεναν πολλές ώρες μοναχά τους στο σπίτι. Έτσι
φρόντισα γρήγορα, γρήγορα, να ψάξω για καινούργιο σπίτι μακριά από τα «λημέρια
του» που ήταν στις δικές μας γειτονιές.Τον
Δράκο τον έπιασαν βέβαια, και δεν ήταν άλλος από έναν πρόσφυγα από το Αιδίνι. Δαμιανό
Μαυρομάτη θυμάμαι πως τον έλεγαν, ήταν ένας σαλεμένος χασισοπότης, πλάνευε
μικρά παιδάκια τάζοντάς τους καραμέλες και τα οδηγούσε σε σπηλιές του δάσους
της περιοχής όπου αφού έβγαζε τα κτηνώδη ένστικτά του επάνω τους, τα σκότωνε. Αυτές οι δολοφονίες των μικρών αγοριών και κοριτσιών είχαν τρομοκρατήσει
όλους τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Έχοντας
φοβηθεί πολύ λοιπόν απ’όλη αυτή
την ιστορία, στο χρόνο επάνω, τα μαζεύουμε πάλι και μετακομίζουμε σ’ένα σπίτι
στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ, κοντά στην πλατεία Βάθη.Ήμουν πιο κοντά τώρα στην δουλειά μου, αλλά η Καλλιοπίτσα αναγκάστηκε να
αφήσει την δική της στην βιοτεχνία του Περισσού.Δεν
στεριώσαμε όμως ούτε εκεί, γιατί παρ’ότι το σπίτι ήταν μεγάλο και μας χωρούσε
όλους, είχε το μειονέκτημα να είναι υπόγειο και πολύ κοντά στο αποχετευτικό
χώρο του κτιρίου.Από τις
τριανταφυλλιές και τα γιασεμιά της Κωνσταντά του Βόλου, να πέσουμε στο βόθρο
της Βίκτωρος Ουγκώ στην Αθήνα, ε…δεν το σήκωσε όχι μόνο η μύτη μας αλλά ούτε
και ο Θεός ο ίδιος!
Φεύγουμε
το λοιπόν κι’από κει και μετακομίζουμε στην Ακαδημία Πλάτωνος και συγκεκριμένα
στην οδό Λένορμαν απέναντι στην παλιά ΒΙΟ(Βιομηχανία Όπλων-Λένορμαν και
Κωνσταντινουπόλεως)
Την
Καλλιόπη κατάφερα και την πήρα μαζί μου στο παντελονάδικο του Κυρ-Κώστα, που
μ’είχε πολύ πονέσει με την γυναίκα του την κυρά-Λευτερίτσα.
Το παντελονάδικο του
κυρ-Κώστα σε καμμία περίπτωση δεν θύμιζε
τον οίκο της Ζαν αλλά το διπλό μεροκάματο που μας έδινε κάλυψε δόξα τω Θεώ μια
χαρά τα πρώτα μας έξοδα στην πρωτεύουσα.Το
πελατολόγιο του συμπαθητικού ζευγαριού που διατηρούσε την μικρή αυτή
επιχείρηση περιοριζόταν όπως καταλαβαίνεις σε επιδιορθώσεις και ραψίματα
ανδρικών παντελονιών. Κάτι πανεύκολο σε μένα που είχα μάθει τόσο καλά το αντρικό ρούχο, δίπλα στον άνδρα μου.
Η δουλειά που
τους προσέφερα λοιπόν στάθηκε πολύτιμη
στον κυρ-Κώστα, οπότε όταν τον παρακάλεσα να πάρει στην δούλεψή του και
την Πόππη μου το δέχτηκε αμέσως. Παιδιά δεν είχαν παρά μόνο έναν ανιψιό τον Σταμάτη από πλευρά της κυρά-Λευτερίτσας,
η οποία προσπαθούσε με νύχια και δόντια να τον σουλουπώσει ώστε να τον νοικοκυρέψει.
Τον είχε πάρει λοιπόν κοντά της και του είχε αναθέσει τις εξωτερικές δουλειές
της επιχείρησης.
Πολλές φορές του ανέθετε την μεταφορά των παραγγελιών στους
πελάτες κατ’οίκον.
Ο
Σταμάτης ήταν ένα ατσούμπαλο παιδί γύρω στα 25 του χρόνια. Σχολείο πρέπει να είχε τελειώσει τις τέσσερις πρώτες
τάξεις του δημοτικού και οι στροφές που
έπαιρνε το μυαλό του έδειχναν να είναι σε χρόνο ρελαντί. Η κυρά Λευτερίτσα
μάλλον καλόβλεπε για νύφη του ανηψιού της το Ποππάκι μου γι’αυτό και φρόντιζε
συχνά-πυκνά να την στέλνει μαζί του στις παραδόσεις των παραγγελιών, τάχα για
να βεβαιώνεται η μοδίστρα για το τέλειο του αποτελέσματος πάνω στο σώμα του
πελάτη που το δοκίμαζε για τελευταία φορά. Στην ουσία όμως επεδίωκε το δέσιμο
των δύο νέων το οποίο δεν ήρθε ποτέ γιατί η κόρη μου και μόνο στη θέα του
ατσούμπαλου παρουσιαστικού του Σωτήρη πάθαινε αναφυλαξία. Όμως τα πειράγματα
του ενός προς τον άλλον δεν έλειπαν και αυτό πρόσθετε καθημερινά σ’όλους μια
ευχάριστη νότα. Οι μέρες μας δουλεύοντας
κοντά σ’αυτή την οικογένεια, περνούσαν πολύ ευχάριστες και μόνο καλές στιγμές
έχω να θυμάμαι από την τότε δουλειά μου. Το πιο απλό ραφτάδικο ήταν του κυρ-Κώστα
κι’όμως φάγαμε γλυκό ψωμί απ’αυτό, κάτι που δεν είχα νιώσει στο εξαντλητικό
περιβάλλον της μεγάλης επιχείρησης της Ζαν.
Από τον Αύγουστο
του ’36 με την συναίνεση του παλατιού είχε επιβληθεί η δικτατορία του Ι.
Μεταξά, ο οποίος ξεκίνησε μία λυσσαλέα δίωξη κατά των αριστερών. Γέμισαν τα
ξερονήσια από παλληκάρια και νέες γυναίκες που είχαν μυηθεί στον Κομμουνισμό.
Μεγάλη ανησυχία μ’είχε πάλι ζορίσει για τα αγόρια. Στα βιβλία του Σπύρου, είχα
διακρίνει κανα δυό που ήταν εκτός ύλης
της επιστήμης του
-Τι είναι αυτά Πίπη τον ρωτώ… Εκείνος
προσπάθησε να με καθησυχάσει, αλλά οι τελευταίες φιλίες που είχε συνάψει με
κάποιους συμφοιτητές του στο Πανεπιστήμιο, δεν με καθησύχαζαν διόλου. Κουβαλούσαμε
βλέπεις και την «ρετσινιά|» του Κομμουνιστή από την οικογένεια του ανδρός μου
στο Βόλο, γιατί ο μικρότερος αδελφός του Βασίλης και τα παιδιά του άλλου του
αδελφού του Θόδωρου, είχαν οργανωθεί στο κόμμα και είχαν από τους πρώτους
σταλεί στα ξερονήσια. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου!
Ο Σπύρος δεν είχε τελέψει ακόμα την σχολή του, χρωστούσε κάμποσα
μαθήματα, η πατρίδα όμως δεν μπορούσε να τον περιμένει όπως εγώ και έτσι τον
έντυσε στο χακί.
Την στρατιωτική στολή όμως δεν την φόρεσε μόνο ο μεγάλος, ο Μεταξάς
βάλθηκε τότε να ντύσει τα παιδιά μας
μικρά-μεγάλα, με στολές και υποχρεωτικά τα κατέταξε όλα στην ΕΟΝ τα μεγαλύτερα,
και τα μικρότερα στο προσκοπισμό, που ήταν συνδεδεμένος οργανωτικά με την
Νεολαία του.Αν μπορούσες ας έλεγες όχι! Ντύθηκαν
το λοιπόν και οι μικρές μου και καμάρωναν που έγιναν σκαπανάκια.
Τον Νικόλα τον έστειλα, να βγάλει μια τεχνική σχολή, αλλά τι τα θες,
αυτό το παιδί ούτε στα γράμματα τα κατάφερνε μήτε έδειχνε πως ήθελε και τις
τέχνες.
Η Μιράντα μας είχε βγει η πιο διαβαστερή, σ’αντίθεση με την
αυτοκολλητούλα της την Λενιώ, η οποία
είχε αναλάβει πλέον το μαγειριό και πολλές απ’ τις δουλειές του σπιτιού. Ξέρεις
κείνες τις εποχές οι δουλειές του σπιτιού δεν έσωναν, γιατί δεν είχαμε τις
ευκολίες που έχουν σήμερα οι νοικοκυρές.
Για
να πλύνεις μόνο τα ρούχα μια εξαμελούς οικογένειας χρειαζόσουν μία μέρα!Δεν υπήρχαν πλυντήρια, ούτε σίδερα ηλεκτρικά, ούτε κουζίνες και ψυγεία,
που έχουμε σήμερα και κάνουν εύκολη την ζωή μας. Τότε η σκάφη και το βαρύ
σίδερο με το κάρβουνο, τα γυναικεία λεπτά χέρια τα εκδικιόταν.
Ο Μεταξάς κόντεψε βέβαια
να χώσει στις φυλακές και να στείλει στα ξερονήσια τον μισό κοντά, αντρικό
πληθυσμό, μπορεί να τους «τάιζε» ρετσινόλαδο και να τους έκανε «μασάζ» με
φάλαγγες, αλλά εμένα, δεν μπορώ να μη το πω… με βοήθησε! Επέβαλλε
το 8ωρο, το οποίο, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί.Και όχι μόνον..! Έβγαλαν
όλοι οι εργαζόμενοι βιβλιάρια ασφάλισης στο ΙΚΑ και έτσι εξασφαλίσαμε την
ιατρική μας περίθαλψη.
Με το 8ωρο που πλέον εφαρμόστηκε, με είδε και μένα το σπίτι, τα παιδιά
μου, που είχα αφήσει πίσω, σχεδόν στην
τύχη τους.Είχα
βέβαια την ασφάλεια της αντρικής παρουσίας του Νίκου, ο οποίος μάλλον το
εκμεταλλεύτηκε, το είδε κάτι σαν προστάτης οικογενείας και είχε αρχίσει να το
παίζει γενικός κουμανταδόρος στις μικρές.Αυτές τον φοβόντουσαν πολύ και σε μένα έκρυβαν τις «ανδραγαθίες…και
παληκαριές του»! Αυτό το γεγονός, στάθηκε ο κύριος λόγος του ιδιαίτερου
δέσιμου που έπλεξαν μεταξύ τους, η Ελένη με την Μιράντα.
Ο Σπύρος, λόγω της πανεπιστημιακής του εκπαίδευσης,
(τριτοετής φοιτητής της Νομικής), εστάλη στην σχολή Εφέδρων αξιωματικών της
Χαλκίδας, την οποία τελείωσε και απ’εκεί έφυγε για την Καβάλα ως Έφεδρος
Ανθυπολοχαγός.
Αυτό μας χαροποίησε ιδιαίτερα, διότι ως αξιωματικός του Ελληνικού
στρατού, απέκτησε μισθό και ελάφρυνε τα δικά μου βάρη.
Πλησίαζε η μεγάλη γιορτή της Μεγαλόχαρης, όταν ο Σπύρος μας μήνυσε να
του στείλουμε για λίγες μέρες στην Καβάλα το Λενάκι μας, για να περιποιηθεί
λίγο το σπίτι που είχε νοικιάσει εκεί, αλλά παράλληλα να αλλάξει λίγο παραστάσεις και να ξεσκάσει
μαζί του κι’αυτό μια στάλα.
Δεν πρόλαβε να πάει και να καθήσει μία εβδομάδα στην Καβάλα, όταν οι
Ιταλοί τορπίλισαν το καταδρομικό μας πλοίο «ΕΛΛΗ» μέσα στο λιμάνι της
Τήνου.
Ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση των Ιταλών, στην οποία η κυβέρνηση Μεταξά δεν
απάντησε. Απέκρυψαν μάλιστα όλα τα στοιχεία που μαρτυρούσαν την ιταλική επίθεση.
Ο κόσμος βέβαια τόχε τούμπανο και ο Μεταξάς
κρυφό καμάρι…πως οι τορπίλες ήταν Ιταλικές!
Ο Σπύρος ενημερωμένος εκ των έσω, έστειλε πίσω την αδελφή του στην Αθήνα
γιατί ο ψίθυρος για επικείμενο πόλεμο, ήταν παραπάνω από έντονος!
Και αλλοίμονο
…δεν άργησαν πολύ ο ψίθυροι να γίνουν σειρήνες πολέμου!
Μόλις
διόμιση μήνες,!
Η Ιταλία μας κήρυξε τον Πόλεμο!
8 σχόλια:
Ο, τελείωσα μόλις τώρα τελείωσα!!!
Πρίν να σε διαβάζω, ετοίμασα ένα μικρό ελληνικό καφεδάκι και χαλαρά, χαλαρά...
Μόνο είμαι χαλαρή όταν έχω καμία σχέση με την Ελλάδα μου...
Φιλιά και χίλια ευχαριστώ.
Γλυκειά μου Βερόνικα! Πραγματικά μ'έχεις πολύ συγκινήσει με την αγάπη σου για μας τους Έλληνες.
Θέλω να σε βρω, να σε συναντήσω!
Πότε θα γίνει αυτό? Σκέφτηκα να σε ψάξω αλλού...θα σου στείλω μνμ!
Καλό Πάσχα νάχετε...φιλιά στα παιδάκια σου.
Η πλατεία Βάθη, ειναι Βάθης, δεν τα ξές καλα, ψάξε βρες τα.
Η Βίκτωρος Ουγκού, ηταν καλη περιοχή και οχι κακόφημη το 1916, ξαναδιάβασε.
για την ελληνική βιομηχανία οπλων.. θα σου πω άλλη ώρα.
το Ποππάκι.. δεν γράφεται έτσι.
Για την μάχη του Σκρά.... την Καβάλα το 36 και άλλα... νομίζεις πως γράφεις.
αλλα δεν με πιάνει κανείς στα μοδιστράδικα της παλιάς ΑΘήνας, τόχω σπουδάσει....! Αντιγραφή απο εδώ...http://i-rena.blogspot.gr/2013/10/h_17.html#comment-form που κι αυτή η χριστιανή, τοχει απο αλλού, αλλα δεν γράφει μυθιστόρημα και στο τέλος εχει και παραπομπή!
αυτά...
ααα ξέχασα... δεν διάβασα... με εστειλαν γιατί κάποια λεει γράφει μυθιστόρημα...... να γελάσουμε.
επίσης ειμαι η τελευταία παραπομπή της άνω κυρίας !!! μην αναρωτιέσαι δηλαδή!!!!
Δεν αναρωτιέμαι...ήσουν ξεκάθαρη! Αφού μάλιστα σ'έκανα και γέλασες...τα κατάφερα! Έδιωξα λίγο την στριμάδα που σε κάνει τόσο μα τόσο άσχημη!Νάσαι καλά!
Τα έχω διαβάσει ΌΛΑ!:) Και μάλιστα μόλις τα αναρτούσες. Ακόμα και αργά το βράδυ, ένας από τους λόγους που δεν άφηνα μετά και σχόλιο.
Μου αρέσει η πλοκή και περιμένω τη συνέχεια ανυπόμονα:)
Κάρυ και Μαμούνι, ευχές καρδιάς για Καλή Ανάσταση με υγεία και αγάπη!
Άστρια, επίσης καλά να περάσεις με τους αγαπημένους σου...υγεία και και χαρά σ'όλους σας.
Υ.Γ.Δεν είναι απαραίτητο να μου αφήνετε σχόλια για την συνέχεια της νουβέλας, όποτε σας ευχαριστεί αφήστε μου μόνο την καλημέρα σας.
Φιλιά πολλά
Άστρια, επίσης καλά να περάσεις με τους αγαπημένους σου...υγεία και και χαρά σ'όλους σας.
Υ.Γ.Δεν είναι απαραίτητο να μου αφήνετε σχόλια για την συνέχεια της νουβέλας, όποτε σας ευχαριστεί αφήστε μου μόνο την καλημέρα σας.
Φιλιά πολλά
Δημοσίευση σχολίου