bilsot - AMATEUR PHOTOGRAPHER - ...Λείπει μια Καρυάτιδα! Μα εμείς θα την φέρουμε πίσω!

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

O Παρισινός, ο Μινόρες







                                      Ο  Παρισινός, ο Μινόρες
                                                                    

                          Της Καρυάτιδας Ακροπολίδου


                                         Ο Παρισινός, ο Μινόρες

                                    Λίγα λόγια  για την υπόθεση…

Ένα βιογραφικό μυθιστόρημα  μιας  γυναίκας γεννημένης στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ζωή της περνά ανάμεσα σε καταιγιστικά ιστορικά γεγονότα που έλαβαν μέρος  και διαμόρφωσαν την πορεία της  Ελλάδας.  
Η ηρωίδα, απλή γυναίκα της εποχής, αντιμετωπίζει θαρρετά τις δυσκολίες που της επιφυλάσσει η τύχη, παλεύοντας για την επιβίωση  και το μεγάλωμα των πέντε παιδιών της.                                                                                            Η ιστορία της, παρόμοια  σε δυσκολίες  με πολλών άλλων Ελληνίδων της γενιάς της, καταφέρνει με  θάρρος και  αγωνιστικότητα να υπερκεράσει τις αντιξοότητες της εποχής και να διατηρήσει ζωντανή την οικογένειά της.                            
Μια αληθινή ιστορία γεμάτη  εικόνες αγάπης, ευτυχίας,  πόνου, φτώχιας, και σκληρής πραγματικότητας.
Μια ιστορία που θα αγγίξει σίγουρα ένα κομμάτι από την ψυχή  κάθε Ελληνίδας μητέρας και θα εμπνεύσει θάρρος και δύναμη στις νεότερες.

Στην μνήμη της γιαγιάς μου, που με δίδαξε θάρρος
 και αποφασιστικότητα για την Ζωή...


                                                                                                                                                         

                                                                                                                                                                                                                                O Παρισινός, ο μινόρες
1      Κεφ. 1 το δαχτυλιδι
Απρίλιος 2067
-------------------
Τρεμόπαιξε, στα λαβωμένα από τον χρόνο δάχτυλά της,  το μικρό διαμαντένιο δαχτυλίδι και δοκίμασε να το φορέσει. Ακόμα ταίριαζε στο μικρό της δάχτυλο του δεξιού χεριού, έτσι όπως κάποτε το φόραγε σε εξαιρετικές περιπτώσεις.      
Μικρό αλλά αστραφτερό καθρέφτισε στα μάτια της μεγαλόπρεπα τις ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν ορμητικές από το παράθυρο του σπιτιού. Όσα χρώματα του ήλιου διέθλασε και  αράδιασε αυτό το μικρό κομμάτι της πολύτιμης πέτρας στα γέρικα μάτια της άλλες τόσες μνήμες ανασκάλεψε και αράδιασε με μιας στην μνήμη…
Απρίλιος 1976
 Eνενήντα πέντε χρόνια πίσω την γύρισαν όλα εκείνα τα φωτοπαιχνιδίσματα της πέτρας.Το ΄Οριεντ εξπρές του χωροχρόνου ήρθε με μια χρυσαφένια αναλαμπή της κίνησης του  και σε μηδενικό χρόνο την έφερε  στην Νέα Κυψέλη, στο δωματιάκι της γιαγιάς κάτω από την πατρική οικία της, κοριτσάκι μόλις δέκα ετών. Ήταν και πάλι μαζί της, σ’ένα από κείνα τα μαγικά μεσημέρια που η παιδική ραστώνη και απραξία την οδηγούσαν σαν μαγνήτης στο καμαράκι της αγαπημένης της γιαγιάς για ένα καφεδάκι και πολύ-πολύ κουβεντούλα. Μαζί της είχε και το μικρό κασετοφωνάκι για να  πατήσει κρυφά το «οn» κάτω από τους καμβάδες της γιαγιάς που αμείωτα κεντούσε και έπλεκε εργόχειρα. Ήξερε ακριβώς πότε ήταν η  κατάλληλη στιγμή…όταν η διήγηση  θα άρχιζε για ακόμα μία φορά!
--------------------------------------------------------------------------------------------------
«Γεννήθηκα την χρονιά με τα τρία οχτάρια στην σειρά …στα 1888 σε ένα μικρό και πανέμορφο νησί  την Σκιάθο, μόλις 7 χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο τότε Ελληνικό Κράτος! Ήμουν η μονάκριβη θυγατέρα του πατέρα μου Κωνσταντή Παπαγεωργίου, καπετάνιο στο επάγγελμα και της μητέρας μου Κονδυλίας Μουτζούρη, μακρινή συγγενής του ερημίτη του Κόσμου Αλ. Παπαδιαμάντη, όπως συνήθιζε να μου λέει…τώρα αλήθεια-ψέματα ήταν η συγγένεια, θα σε γελάσω!
Ένας μύθος της γενιάς μου λέει…πως οι γυναίκες του σογιού μας κρατούν από μια μικρή Νεραϊδούλα…                                                                                    
Γεμάτη  η Σκιάθος από νεράιδες, στοιχειά, θρύλους που έκρυβαν αλήθειες, αλήθειες που γίνονταν θρύλοι με καϋμούς και αναστεναγμούς, γραμμένα όλα από τα την πέννα του κυρ-Αλέξανδρου.
Ένας τολμηρός, λοιπόν, Μανιάτης που η μοίρα του τον είχε φέρει από την άγρια Μάνη στο ήμερο νησί μας,  συνάντησε σε βραδινή του βόλτα,  μια όμορφη Νεράιδα που είχε λοξέψει από τα πυκνόφυτο δάσος των Κουκουναριών και βγήκε βόλτα στην αστροφεγγιά κοντά στην λίμνη Στροφυλιά Εκεί ο Μανιάτης την άρπαξε, θαμπωμένος από την ομορφιά της , την πήγε στο καλύβι του και την έκανε γυναίκα του. Η νεραϊδούλα όμως για το κακό που της έκανε, τον τιμώρησε και δεν του μίλησε ποτέ! Την φωνή της δεν την άκουσε  ξανά, σε πείσμα του! Ούτε ακόμα και με την γέννηση του παιδιού τους. Η νεραϊδούλα του Μανιάτη  γέννησε το Ουρανιώ… ένα αγγελούδι εξ’ουρανού με χρυσά μπουκλωτά μαλλάκια που αλλοίμονο…στα τρία του χρόνια αρρώστησε βαριά. Ο Μανιάτης πάνω στην απελπισία του, που έχανε την μονάκριβη κόρη από υψηλό πυρετό και μαζί μ’αυτήν την όμορφη νεράιδα του, που έλιωνε απ’τον καυμό σαν το κεράκι σιμά της, πήρε καταχείμωνο το βρέφος να το πάει μέχρι την πόλη να το γιατροπορέψει ένας  γιατρός ξακουστός που είχε έρθει από πολύ μακριά… απ’τις Λόντρες!               
Η γυναίκα του όμως δεν κατάλαβε και νόμιζε πως της το έπαιρνε για να το αφήσει να πεθάνει στο δάσος. Το φίλτρο της μητρότητας λύγισε το γινάτι και  έβγαλε φωνή σπαραχτική για να σώσει το παιδί από τον άπονο πατέρα του. Έτσι το θάμα έγινε, η νεράιδα μίλησε αλλά από τότε έχασε την ξωτική ομορφιά του δάσους της κι’έγινε απλά η Μανιάταινα, η μάννα της Ουρανιώς!  
Το  Ουρανιώ επέζησε, έγινε μια όμορφη κοπέλλα παντρεύτηκε και γέννησε  τ’Αμυγδαλιώ, τ’Αμυγδαλιώ στην συνέχεια γέννησε το Κοντυλιώ, το Κοντυλιώ την Μαριγούλα, η Μαριγούλα την μάνασ’… και η μάνασ’ εσένα το βάσανο πούρχεσαι κάθε μεσημέρι σαν τον διάτανο να μου τριβιλίσεις το κεφάλι μ’ και δεν μ’αφήνεις ήσυχη με τα παραμύθια που θέλς να σε λέω, να τελειώσω την δλειά μ’…!» κατέληγε η Μαριγούλα η Σκιαθίτισσα μέσα σε πνιχτά γελάκια, χαμηλώνοντας το βλέμμα πάνω στην «δουλειά της» όπως συνήθιζε να αποκαλεί όλα τα εργόχειρα που κεντούσε καθημερινά με ρυθμούς ολοήμερης εργασιακής υποχρέωσης, κατάλοιπο των ακατάπαυστων ωρών εργασίας της ζωής της πάνω στο βελόνι! 
Έτσι αποκαλούσε το επάγγελμα της μοδίστρας η Μαριγούλα: Το βελόνι!  
Το βελόνι ήταν γι’αυτή τύχη και κατάρα! Τύχη γιατί  την βοήθησε να ζήσει στα δύσκολα χρόνια της Οδύσσειάς της πέντε παιδιά και κατάρα γιατί την βασάνισε μια ολάκερη ζωή κλέβοντας τα χρόνια της νιότης της!
Έλα βρε γιαγιά, δεν σε καθυστερώ εγώ…συνέχισε την δουλειά σου και πες μου πως ήταν η ζωή σου μικρή στην Σκιάθο. Πήγες σχολείο, σου άρεσαν τα γράμματα, ήσουν καλή μαθήτρια?»
Μικρά τέτοια διαλείμματα διέκοπταν την αφήγηση της Μαριγούλας  και ανάμεσα σε χάδια φιλιά και προτροπές λύνονταν η κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη έδινε η εγγονή τον κλώτσο να γυρίσει και το παραμύθι της γιαγιάς ν’αρχίσει…    
Η Ελλάδα του 1888, τέλη του 19ου αιώνα.
                       Επτά μόνο χρόνια είχαν περάσει από το συνέδριο του Βερολίνου.                   
Ο άσπονδος εχθρός του Τρικούπη, Θεόδωρος Δεληγιάννης γυρίζει απ’αυτό  με όσες μάρκες περίσσεψαν στο πράσινο τραπέζι της μοιρασιάς. Η Θεσσαλία κι’ένα μικρό κομμάτι της Ηπείρου,  κόλλησαν στην αγκαλιά της μάνας Ελλάδας!
Η Χρυσή δεκαετία του Τρικούπη έχει ήδη αρχίσει .Το πανάρχαιο όραμα, το άνοιγμα του Ισθμού της Κορίνθου εδώ και μία πενταετία ήταν πλέον γεγονός!         Ο Τρικούπης κατάφερε να ολοκληρώσει ένα ακόμα μεγάλο έργο του,  να κόψει την παλιά Ελλάδα από την καινούργια! Ο τύπος της εποχής αναρωτιόταν στωικά…τι θα λένε οι Έλληνες του 20ου αιώνα για το μεγάλο αυτό έργο? Και ο Τρικούπης απαντούσε ξερά: "To πιθανότερο είναι να μη λένε τίποτε! Θα το έχουν συνηθίσει να το βλέπουν λες και υπήρχε ανέκαθεν! Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι τα καράβια δεν  κάνουν πια το γύρο της Πελοποννήσου και η όψη του χάρτη έχει αλλάξει!"          
Στην Αθήνα στην οδό Πατησίων, ένα επιβλητικό κτήριο ορθώθηκε κατάλευκο!                                          
Το Νέο Πολυτεχνείο της πρωτεύουσας είναι κι’αυτό πλέον γεγονός!
 Όπως γεγονός είναι και η σύνδεση ολόκληρης της χώρας με τον σιδηρόδρομο και το πρώτο από τα τρία θωρηκτά που είχαν παραγγελθεί, το Ψαρά έχει ήδη φτάσει, υποχρεώνοντας την Ελλάδα να πάρει ένα ακόμα μεγάλο  δάνειο! Οι φόροι έπεφταν και τότε βροχή πάνω στον καϋμένο τον λαό.Μέχρι και φόρος επί των οικοδομών επιβλήθηκε!                                                                                
Στην πολιτική αρένα οι δύο μονομάχοι: Tρικούπης και βασιλεύς Γεώργιος!
Δύο μήνες πριν ο διάδοχος Κωνσταντίνος συνωμοτικά είχε αρραβωνιαστεί την πριγκίπισσα Σοφία αδελφή του Κάιζερ και η προίκα της νύφης διαπραγματεύονταν μεταξύ παλατιού, και μεγάλων δυνάμεων. Η υπόσχεση ήταν η ΄Ηπειρος.
Ενώ όλα αυτά  συνέβαιναν στην μικρή ακόμα ταραγμένη  Ελλάδα του 1888,  τον Οκτώβρη της χρονιάς εκείνης στην μικρή Σκιάθο, του ζωγράφου των ταπεινών Αλ. Παπαδιαμάντη και του λογιώτατου Αλ. Μωραϊτίδη, η Κονδυλία Παπαγεωργίου έφερε στον κόσμο ένα όμορφο κοριτσάκι.Την μονάκριβη κόρη του καπετάν-Κωνσταντή, ξακουστό σ’ολάκερο το νησί για την έμπειρη  ναυτοσύνη του!           Τα γεννητούρια μιας κόρης καραβοκύρη ήταν σημαντικό γεγονός για το νησί. Παρόλη την φτώχεια, ο κόσμος του, έτρεξε με ότι πεσκέσια από το είναι του περίσσευαν, να συγχαρεί τους γονιούς και να φιλευτεί αντίστοιχα από τον νοικοκύρη! Ήρθαν και όλοι οι συγγενείς της λεχώνας για να κάνουν με την βοήθεια της μαμής το πρώτο «κολύμβημα» της μικρής καπετάνισσας, σύμφωνα με το έθιμο. Η μαμή με μια άνετη κίνηση βούτηξε στο ζεστό νεράκι το κορμάκι της και όλοι οι φίλοι, γείτονες και συγγενείς έραναν τον πρώτο μπάνιο της με ροδοπέταλα και χρήματα, δώρα όλα για την μαμή που βοήθησε την καπετάνισσα να φέρει στον κόσμο την όμορφη μικρούλα.Τα στρωσίδια της λεχώνας αλλάχτηκαν από τις γυναίκες, που συμπαραστάθηκαν στο θαύμα της ζωής,  με νέα κατάλευκα, μεταξωτά κεντημένα όλα στο χέρι, μήνες πριν, από την ίδια την μητέρα για την ευλογημένη εκείνη ώρα.  Στην συνέχεια έπλυναν το στήθος της με ζάχαρη και  κρεμμύδι  και απίθωσαν  πάνω της την μικρούλα που είχαν ντύσει με ζεστά ρουχαλάκια και στολίσει με χρωματιστές κορδέλες για την πρώτη τροφή μετά την γέννησή της από τα στήθη της μάνας της. H πρώτη μετάληψη της ζωής έπρεπε να γίνει με γλυκειά και πικάντικη γεύση μέσα στην αγκαλιά της την παντοτινή.
Τι τύχη μεγάλη περίμενε αλήθεια το νεογέννητο! Οι μοίρες κλήθηκαν όλες από την προγιαγιά Μανιάτη, την νύχτα νάρθουν, να  ορίσουν το πεπρωμένο του μωρού. Γέμισαν το προσκεφάλι της κούνιας με κοσμήματα, φλουριά, σταυρούς και άλλα πολύτιμα δώρα όλα των συγγενών αρχόντων καπεταναίων, για να καλοπιαστούν οι μοίρες και να το μοιράνουν με καλοσύνες. Πρώτη κατέφθασε η Κλωθώ με το νήμα της, μ’ένα νήμα γερό και ανθεκτικό. Επλεξε μ’αυτό την ζωή του ολάκερη την βραδυά! Δεύτερη  κατέφτασε  η Άτροπος με το ραβδί της να σιγουρέψει τα προηγούμενα να τα κάνει αμετάβλητα! Μα η Τρίτη που θα μοίραζε τα καλά και κακά αργούσε να φανεί και οι άλλες δύο… απόσωναν την δουλειά τους! Λίγο πριν ξημερώσει ο Θεός την μέρα έφτασε και η Λάχεσις ασθμαίνουσα και άνοιξε το ταγάρι της να αφήσει  τους κλήρους της ζωής, τα δικά της δώρα!
Πόσα απ’αυτά κατάφερε να αφήσει δίπλα από την κούνια του νεογέννητου, πριν ανατείλει ο ήλιος πάνω από τον πράσινο παράδεισο του Αιγαίου, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί! Ήταν αλήθεια  ισότιμα τα δώρα? Τα καλά ήταν ανάλογα ή λιγότερα από τα κακά? Ποιος να τόξερε…άραγε?
Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να  διαβάσει ότι έχει κατά νου… η Ειμαρμένη !
                                               ΤΕΛΟΣ 1ου κεφαλαίου.


                                                          Ο Παρισινός, ο Μινόρες

    

Κεφ. 2  Τα Καλοκαίρια στις Κουκουναριές…

Η γιαγιά Μαρία Παπαγεωργίου, αν και χρόνια χήρα, επέμενε να ζει έξω από την Χώρα. Είχε φροντίσει ο πατέρας μου να της φτιάξει ένα καλύβι στις Κουκουναριές και να ζει σχεδόν ερημικά, δίπλα στα καταπράσινα βοσκοτόπια που της είχε αφήσει ο πατέρας της. Σιμά της δεν έμεναν πολλοί Σκιαθίτες.  Μόνο βοσκοί  και ψαράδες. Συντρόφους της είχε τα κύματα της θάλασσας και τα χιλιάδες πουλιά που είχαν τις φωλιές τους στο δάσος της λίμνης. ΄Ενας γαλαζοπράσινος Παράδεισος σήμαινε για μένα το σπίτι της γιαγιάς μου. Γι’αυτό με το που ερχόταν  το πρώιμο Καλοκαιράκι, άφηνα το πατρικό και μετακόμιζα με την μάνα στις Κουκουναριές. Δύο τρεις μέρες αρκούσαν για να με τακτοποιήσει το Κοντυλιώ στης γιαγιάς το κονάκι και επέστρεφε πίσω στο σπίτι μας για να συνεχίσει τις δουλειές του σπιτιού, εφ’όσον ο πατέρας  έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ταξιδεύοντας σε θάλασσες μακρινές και αφιλόξενες.                                                                           
Σχολείο πήγα κανονικά και τελείωσα μέχρι και το Σχολαρχείο όπως το έλεγαν τότε το σημερινό Γυμνάσιο. Κείνο τον καιρό δεν ήταν εύκολο να βγάλει κανείς το Σχολαρχείο και πολύ περισσότερο αν ήταν κορίτσι. Εγώ όμως ήμουν κόρη καπετάνιου και επικρατούσε άλλο καθεστώς για τα κορίτσια των καπεταναίων.
Το Δημοτικό που ήταν τέσσερα χρόνια και το έλεγαν τότε Αλληλοδιδακτικό  το τελείωσα  με άριστα, γι’αυτό και ο διευθυντής του σχολείου είπε στην μάνα μ’ ότι άξιζα να συνεχίσω τις σπουδές μου  στο σχολαρχείο. Τα παιδάκια τότε πήγαιναν μεγάλα στο σχολειό…πατούσαν τα εφτά τους χρόνια και τότε γράφονταν στην πρώτη τάξη. Μαθαίναμε γραφή, ανάγνωση, γραμματική, αριθμητική και θρησκευτικά.           
Τα χρόνια που ήμουν παιδούλα ήταν πολύ χαρούμενα και ξέγνοιαστα.             
 Με το που τέλειωναν λοιπόν τα μαθήματα η καλή σου, τα μάζευα και κατ’ευθείαν για τον Παράδεισο της γιαγιάς Μαριγώς!  Όλη μέρα έτρεχα στην ακροθαλασσιά, κυλιόμουν στην ψιλή της άμμο φτιαγμένη λες από την ζάχαρη την ψιλή, την άχνη που βάζουμε στα γλυκά–δεν υπάρχει στον Κόσμο ούλο άλλη άμμος λευκή σαν ασήμι και  ψιλή σαν κόκκος της  άχνης όπως αυτή του νησιού μας!              
Η Γιαγιά Μαριγώ,  μου'μαθε να κολυμπώ καλά σαν δελφίνι και να φτάνω μέχρι βαθιά στα άπατα της… ήταν δεινή κολυμβήτρια και ήξερε το στυλ που κολυμπούσαν οι αρχαίοι ΄Ελληνες! Με το αριστερό χέρι μπροστά σταθερό, και το δεξί να τραβά τα νερά σαν κουπί!
 «Μαριγούλα…», έλεγε η γιαγιά,  «όποιος δεν ξέρει κολύμπι και γράμματα απαίδευτος εστί και βάρβαρος!»     
Την θάλασσα, ποτέ δεν την φοβήθηκα αλλά ποτέ δεν την υποτίμησα όπως ο πατέρας μου. Την αγάπησα και έπαιξα μαζί της άφοβα. Μετά κουρασμένη έπεφτα πάνω στην ζεστή άμμο και στέγνωνα κάτω από τις χρυσές ακτίνες του ήλιου.
 Όταν ερχόταν η ώρα της επιστροφής, σηκωνόμουν και με ένα απλό φύσημα έδιωχνα από το σώμα μου όλη την άμμο!  Όση απόμενε πεισματικά επάνω μου, χρύσιζε τα χέρια και πόδια μου λες και είχα απλώσει επάνω τους χρυσόσκονη. 
Τα απογεύματα έξω από την αυλή του καλυβιού έπαιζα με τα παιδιά των ψαράδων και των τσομπάνων.Είχαμε και Τουρκάκια στην παρέα…βέβαια, τα θυμούμαι πολύ καλά! Δεν ήσαν βλέπεις  και πολλά χρόνια που είχαν φύγει οι Τούρκοι από τον Βόλο και τα νησιά μας…(εννοούσε τις Βόρειες Σποράδες). 
Μια χαρά περνούσαμε…όλα μαζί τα παιδάκια αγαπημένα! Όταν ακουγόταν όμως η φωνή του Ιμάμη, όλα μαζεύονταν στα σπίτια τους για να ξεκινήσουν την προσευχή.Εγώ απέμενα έξω  από το καλύβι, στην ερημιά του φεγγαριού και των αστεριών έχοντας παρέα μόνο το κυματάκι και τα τριζόνια της νύχτας.           
Αποκαμωμένη από το παιχνίδι έγερνα στην ποδιά της γιαγιάς Μαριγώς και  περίμενα την ώρα που θα άρχιζε να μου διηγείται κάποιες απ’εκείνες τις φοβερές ιστορίες του  νησιού μας  που είναι γεμάτες από ξωτικά, νεράιδες και ανθρώπινους καϋμούς…    
Τα ομορφότερα Καλοκαίρια του Κόσμου, τα έζησα σιμά της,  εκεί στην σκιερότητα των πανύψηλων πεύκων της χρυσής αμμουδιάς!
Σχολαρχείο όπως σου είπα πήγαιναν μόνο τα αγόρια.Τρία χρόνια διαρκούσε η φοίτησή του. Στο νησί μας υπήρχε η μονή της Βαγγελίστρας όπου φοιτούσαν εκεί όσοι μαθητές, ήθελαν να ακολουθήσουν την ιεροσύνη καθώς και όλα τα παπαδοπαίδια. Εμένα, οι γονείς μου μ’ έστειλαν στις Καλόγριες. Υπήρχε μία καθολική σχολή στην Χώρα όπου φοιτούσαν και άλλα κορίτσια του νησιού μας. Εκεί τελείωσα τις τρεις τάξεις του Σχολαρχείου. Οι Καλόγριες ήξεραν γαλλικά και απ’αυτές πήρα  τα πρώτα μου μαθήματα στην Γαλλική. Θυμάμαι και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη!  Γέροντα και σχεδόν τυφλό να ξεκινά κατά τις δώδεκα το μεσημέρι από το σπιτάκι του στην Χώρα, υποβασταζόμενος από τις δύο ανύπαντρες αδελφές του, να κατευθύνονται και οι τρεις στην βρύση της πλατείας για να γεμίσουν τα σταμνιά τους με νερό. Ντάλα ο ήλιος έφεγγε από ψηλά, μα ο φουκαριάρης κυρ-Αλέξανδρος κρατούσε πάντα το κλεφτοφάναρό του! 
«Τι το θες δάσκαλε το φανάρι,» τον ρωτούσαν πολλές φορές, πάντα με σεβασμό, οι συντοπίτες του.                                                                            
«Για να διακρίνω καλύτερα τα σκοτάδια μου…»αποκρινόταν εκείνος με νόημα και συνέχιζε την πορεία του προς την βρύση. 
Είχε ζεστάνει λίγο ο καιρός, η άνοιξη είχε εισβάλλει αναζωογονητικά στη ζωή του μικρού νησιού μας, στα 1896 ήτανε θαρρώ! Ο πατέρας μου, μόλις είχε επιστρέψει από ένα μακρινό ταξίδι και η χαρά στο σπιτικό μας είχε επιστρέψει μαζί του. Μας έφερνε νέα πολλά και από την μακρινή για μας, τότε πρωτεύουσα!
Οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα βρίσκονταν προ των πυλών και η διοργάνωσή τους αναστάτωνε μαζί με την Άνοιξη και την ζωή των Αθηναίων! 
Ήμουν μικρούλα ακόμα, δεν  είχα πατήσει τη πρώτη δεκαετία της ζωής μου.    
Οι αναφορές για την προετοιμασία των Αγώνων στην Αθήνα φάνταζαν τότε στο παιδικό μου μυαλό σαν ένα μεγάλο κοσμοϊστορικό γεγονός με πρωταγωνιστές ανθρώπους που ποτέ άλλοτε δεν είχα ακούσει για την ύπαρξή τους, όπως ξένοι Βαρώνοι: Πιερ Ντε Κουμπερντέν, Έλληνες λόγιοι: Δημήτριος Βικέλας και μεγάλοι  επιχειρηματίες και εθνικοί ευεργέτες όπως Ευάγγελος Ζάππα. Όλα αυτά τα ονόματα και το όραμα που είχαν αυτοί οι άγνωστοι για μένα άνδρες, περί αναβίωσης των Ολυμπιακών αγώνων, τα πρωτάκουσα από το πατέρα μου!    Παρασυρμένος κι’αυτός  από την γενική εθνική έξαρση  με πήρε χαρούμενος και φύγαμε για μια επίσκεψη στο καλύβι της γιαγιάς στις Κουκουναριές.
Θα περνούσαμε μαζί της ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο, ψαρεύοντας και κολυμπώντας!  Ήμουν κι’εγώ πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη στην ασφάλεια που μου χάριζε η ζεστή αγκαλιά του πατέρα μου!                                             
Η χαρά της παιδικής μου ευτυχίας ήταν τόσο μεγάλη που σχεδόν δεν χαιρέτησα τη γιαγιά που μας περίμενε με μεγάλη λαχτάρα, παρά πέταξα τα ρούχα μου από το δρόμο για μια μικρή βουτιά στην ακρογιαλιά με τα παιδάκια των ψαράδων.         
Ο πατέρας μου, συνάντησε και δυο παιδικούς του φίλους, με τον ένα μάλιστα ήταν μακρινοί συγγενείς και είχαν κάνει κάμποσα ταξίδια αντάμα σε θάλασσες μακρινές. Καραβακοκύρης και αυτός μεγάλος! Τον έλεγαν Νικολή Δήμου αν θυμούμαι καλά…ήταν γιος της θειάς της Σοφίας της Μουντζούραινας!
Την άλλη μέρα, ο πατέρας μου τους προσκάλεσε στο καλύβι της γιαγιάς και κάθισαν όλοι μαζί έξω στην αυλή να δοκιμάσουν τα φιλέματα της γιαγιάς Μαριγώς. Οι ψαρομεζέδες της, ονομαστοί στην περιοχή!
Νάσου λοιπόν και βγήκαν, οι μεζέδες και τα γιαπράκια, νάσου και  τα τσίπουρα της Μονής της Βαγγελίστρας να τα συνοδεύουν! Από τα αμπέλια του μεγάλου μοναστηριού εκτός από τον αλυπιακό ερυθρό οίνο που έβγαζαν οι καλογέροι έφτιαχναν και ονομαστό τσίπουρο.                                                 
Κάποιος έφερε το νέο, πως στην Αθήνα έγινε ο μαραθώνιος αγώνας και πρώτος νικητής μπήκε μέσα στο στάδιο ένας Έλληνας…Μαρουσιώτης, νερουλάς στο επάγγελμα , που τον έλεγαν Σπύρο Λούη, ο οποίος είχε τρέξει σαράντα δύο χιλιόμετρα και κατατρόπωσε όλους τους μεγάλους ξένους αθλητές! 
Οχού και τι έγινε τότε! Εθνική ανάταση! Επιφωνήματα χαράς και εθνικής υπερηφάνειας κυρίευσε τις ψυχές μας, μικροί-μεγάλοι αρχίσαμε να αγκαλιαζόμαστε, να φιλιόμαστε και  να χορεύουμε μέσα σε κύματα ενθουσιασμού! Χαιρόμουν κι’εγώ και χόρευα και γελούσα, μαζί με την φίλη μου την Εμινέ την μικρή τουρκοπούλα που σου έλεγα πως έκανα παρέα! Ο πατέρας τότε, φόρεσε χαμηλά στην βράκα του δυο λαλαρίδια για να χτυπούν καθώς έπιασε τον χορό με τον Νικολή και του τραγουδούσε: «Kυρ-Νικολή, κυρ Νικολή, τι έχεις μες’ την βράκα? Έχω δυο σβόλια ζάχαρη και μια μποτίλια ράκα!»                               
Και δώστου το Μαριγώ να ανανεώνει τους μεζέδες και δώστου ο πατέρας μου με τον Νικολή της Μουτζούραινας να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και να εύχονται στην υγεία του Πίπη του Νερουλά, που σήκωσε με την νίκη του μια πιθαμή ψηλότερα την Ελλάδα μας!                                                                
Εμείς τα παιδάκια επηρεασμένα από τον αγώνα του λαϊκού μας ήρωα Σπύρου Λούη, πιάσαμε το παιχνίδι του κυνηγητού, και όλα προσπαθούσαμε να βάλουμε τα δυνατά μας για να τρέξουμε τόσο γρήγορα όσο και κείνος ο Αμαρουσιώτης λεβέντης! Μέσα στο παιχνίδι μου και απ’ τις φωνούλες των φίλων μου, άκουσα τον Νικολή να κάνει πρόταση στον πατέρα μου για μια βουτιά στην θάλασσα που εκείνη την στιγμή, λες και είχε ενθουσιαστεί κι’αυτή από την νίκη του Λούη  σήκωσε ελαφρύ κυματισμό! 
Μόνο η γιαγιά μ’ η Μαριγώ ακούστηκε να εναντιώνεται στην πρόταση και να υπενθυμίζει πως ήταν όλοι τους φαγωμένοι και πιωμένοι και φρόνιμο ήταν να μη πάνε ούτε τα πόδια τους να βρέξουν!                                                      
Ο Νικολής όμως δεν φάνηκε να μέτρησε τις αντιρρήσεις της και παρακινώντας τον πατέρα μου, ξεκίνησαν για μια βουτιά στα δροσερά νερά της, ίσα-ίσα για να πάρει την κάψα της νίκης όπως χαρακτηριστικά φώναξε γελώντας ο πατέρας μου! «Μάνα…μια βουτιά θα κάνουμε για να φύγει η κάψα της νίκης» αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που τον άκουσα να λέει.                                                                 Μετά δεν θυμούμαι τίποτα άλλο!  Μόνο την μακριά πτυχωτή του βράκα  και το  κόκκινο φέσι με την μακριά του φούντα θυμούμαι να κρέμονται άδεια πάνω στην κουπαστή μιας μικρής σπασμένης βάρκας που είχε γίνει τόσες φορές το στρατηγείο των παιχνιδιών μας, στην παραλία. Το παιχνίδι  με είχε και πάλι κυριεύσει τόσο ώστε να μην ακούσω  τις φωνές των ψαράδων και της γιαγιάς που έβλεπαν στο βάθος τους καπεταναίους να πνίγονται σαν να ήταν ανίδεοι και άμαθοι απ’ τους κιντύνους που κρύβει η πλανεύτρα!  Θάλασσες και θάλασσες είχανε διαβεί και όμως τι ειρωνεία, η μοίρα τους φύλαξε απρόσμενο τέλος. 

Έφυγαν πνιγμένοι και οι δύο στα νερά του νησιού τους! Υποτίμησαν την κατάσταση και φαγωμένοι , βγήκαν στα ανοικτά να κολυμπήσουν! Κάποιος ψαράς είπε αργότερα πως διέκρινε πρώτον τον  Νικολή να πνίγεται ο οποίος τραβούσε τον πατέρα μου σαν σωσίβιο βουτώντας τον κι’αυτόν μέσα στην φουσκοθαλασσιά που είχε σηκωθεί.                                                                                       
Η χαρά της νίκης  ενός  Σπύρου, παντελώς άγνωστου μέχρι τότε  σ’όλους μας, ξεγέλασε τους  δύο άντρες και τους πήρε έτσι απρόσμενα την ζωή! Μαζί με την ζωή τους πήρε και από μένα τις στιγμές της ευτυχισμένης ξεγνοιασιάς!        
Εκείνη την μέρα, σε μια άλλη γωνιά της γης, στις μυθικές Κάννες της νότιας  Γαλλίας, ένας άλλος Σπύρος, ξεκινούσε το ίδιο ταξίδι με τον πατέρα μου! Ανέβηκαν την ίδια μέρα στο πλοίο του άλλου κόσμου και αναχώρησαν για πάντα!
Ήταν 30 Μαρτίου του 1896 όταν εγώ κοριτσάκι, η γιαγιά και μάνα μ’ ντυθήκαμε στα μαύρα θρηνώντας τον θάνατο  του Κωσταντή Παπαγεωργίου ενώ ολάκερη η Ελλάδα μαυροντύθηκε θρηνώντας τον θάνατο  του Σπυρίδωνα Τρικούπη!


                                             ΤΕΛΟΣ 2ου Κεφαλαίου
                                                                                    Συνεχίζεται....

8 σχόλια:

Γιαγιά Αντιγόνη είπε...

Καλή αρχή!
Ταξίδι σε μια εποχή, που με τους ήρωες της μπλέκονται η ιστορία με την μυθοπλασία!
Κάρυ μου θα περιμένουμε εναγωνίως τη συνέχεια!
Οι συνήθειες, τα έθιμα, οι ζωές τους περιμένω να με ταξιδέψουν..
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!

kariatida62 είπε...

Ευχαριστώ Αντιγόνη μου...χάρηκα ιδιαίτερα που σου άρεσαν τα πρώτα κεφάλαια.
Η άποψή σου μ'ενδιαφέρει πολύ, γι'αυτό και ζητώ την αυστηρή κριτική σου στο ανάγνωσμα!
Φιλιά πολλά

Άρης Άλμπης είπε...

Αγαπητή μου Καρυάτιδα,
έχω χρόνια που έπαυσα να διαβάζω μυθιστορήματα. Τη θέση τους πήραν τα ιστορικά βιβλία, τα επιστημονικά, τα πολιτικά κ.ά.
Το γλαφυρό σου γράψιμο, η αβίαστη σύνδεση της αφήγησης με την ιστορία, η ατμόσφαιρα του παραμυθιού, με ξαναφέρνουν στα ευχάριστα διαβάσματα του παρελθόντος. Πολύ ταιριαστή και η συνοδεία τού κειμένου με σχετικές εικόνες.
Οφείλω να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτή σου την όμορφη αναδίφηση και βεβαίως να χαιρετίσω την επανεμφάνισή σου στον ωραίο «Κόσμο σου»!
Εν αναμονή τής συνεχείας.

kariatida62 είπε...

Καλέ μου φίλε Άρη! Ήθελα,η νουβέλα μου να σου έρθει ως έκπληξη,αλλά χρονικά συνέπεσε με την δημοσίευσή του στο μπλογκ για τους διαδικτυακούς μου φίλους. Μεθαύριο θα το λάβεις σε έντυπη μορφή(βιβλιοδετημένο)με την ταχυδρόμο μου. Οπότε εσύ ειδικά δεν θα χρειαστεί να περιμένεις τις δικές μου συνέχειες της δημοσίευσής του. Σ'ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και εύχομαι να σε ευχαριστήσει η ανάγνωσή του μέχρι το τέλος του.

Άστρια είπε...

Καλησπέρα Κάρυ, έκπληξη η επάνοδός σου... ωραία έκπληξη!

Είμαι αρκετή ώρα εδώ, διαβάζοντας τα δύο πρώτα κεφάλαια. Ο αφηγηματικός λόγος σου παρασύρει, πόσο μάλλον που πρόκειται για μια αληθινή ζωή (αν και ξεκίνησε από μία νεράιδα:) και μάλιστα σε μία κρίσιμη ιστορικά περίοδο.
Αναμένουμε τη συνέχεια!

Και από καρδιάς καλή επιτυχία!
Σε φιλώ (και το μαμούνι:)

kariatida62 είπε...

Kαλώς την παλιά μου φίλη! Ναι,η επάνοδός μου στα παλιό στέκι (ευτυχώς που δεν τόκλεισα) θα είναι προσωρινή. Το σπίτι μου εδώ θα γίνει κάτι σαν εκθεσιακός χώρος της Καρυάτιδας,και θα ανεβαίνουν ποστ που δεν μπορούν ν'ανέβουν στο f/b. Η ιστορία της νουβέλας που έγραψα είναι κατά 80% πραγματική και ένα 20%,η φαντασία μου. Ελπίζω Άστρια να σου αρέσει η συνέχεια και ν'ευχαριστηθείς μέχρι το τέλος το ανάγνωσμά της.
Σε φιλώ κι'εγώ.(Το μαμούνι επίσης)

Ανώνυμος είπε...

Τι ωραία που σε ξαναβλέπω φίλη μου! Κι η ιστορία σου ενδιαφερουσα, και φυσικά δεν μπορουσαν να λειπουν οι Μανιατες απο αυτή. χαχαχα
Καλημερα σου!

kariatida62 είπε...

Καλώς σε ξαναβρίσκω Περήφανη!Χαίρομαι πάρα πολύ, που σε συναντώ στο παλιό μου στέκι. Στο άλλο του f/b,ενώ σε βλέπω, δεν μ'αφήνεις να σου μιλήσω, γιατί προφανώς δεν με έχεις καταλάβει και έτσι δεν έκανες δεκτό το αίτημα φιλίας μου. Βλέπεις εκεί έχω πάρει άλλη μορφή,κοινής θνητής!χαχαχαχαχαχχαχαααα!
Βέβαια οι Μανιάτες παντού παρόντες! Τις τελευταίες μέρες μελετώντας για μία ακόμη φορά την Ελληνική Επανάσταση του'21 του Σαράντη Καργάκου(πατριωτάκι σου)συνέχεια τους συναντώ! Νάσαι καλά Μανιάταινα, θα τα ξαναπούμε...